Από τον Heretic κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ
Ο Σκοτ πήρε το αίμα του πίσω, δύο φορές! Και άξιζε να επιστρέψει σκηνοθετικά σε τούτο το κινηματογραφικό εγχείρημα, για να το μεταμορφώσει σε κάτι μεγαλειώδες στην ουσία του.
Πρόκειται για το καινούργιο επίπεδο κινηματογραφικού Μονομάχου, που σηματοδοτεί μια νέα εποχή στο 2024 και στο Σύγχρονο Σινεμά!
Η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ στο μεγαλύτερο μέρος της είναι αποδεδειγμένα οργανωμένη, τολμηρά επιβλητική, εύστοχα ριψοκίνδυνη και ξεπερνά κατά κράτος την αρχική ταινία του 2000.
Ανάλυση
Απαραίτητη Εισαγωγή…
Η αιφνιδιαστικά ποιοτική δυναμική της άκρως επιτυχημένης ταινίας “Μονομάχος II” (2024), θα μπορούσαμε να πούμε, ότι σχεδόν προστάζει μια συγκεκριμενοποιημένη αξιολόγηση! Αυτή η εκλογικευμένη σύγκριση και προσεκτική μελέτη χωρίζεται λοιπόν, συνολικά σε δύο σκέλη κριτικής σκέψης. Σύντομη σύγκριση του έργου “Μονομάχος II” (2024) με την ανάλογη πρώτη ταινία “Ο Μονομάχος” (2000). Και φυσικά, επικεντρωμένη κριτική στην τωρινή ταινία “Μονομάχος II” (2024).
Αρχικώς, με σύγκριση μεταξύ των δύο ταινιών “Μονομάχος II” (2024) και “Ο Μονομάχος” (2000). Η ολοκληρωμένη δημιουργία απέναντι στην ανολοκλήρωτη, αντιστοίχως. Η νέα ταινία θα αφήσει δικαίως εποχή, δίχως να έχει την παραμικρή ανάγκη από επιβραβεύσεις. Διότι ας λένε ό,τι θέλουν για βραβεία και επιτυχημένες ιστορίες, η πρώτη ταινία απλώς ήταν ελλιπής. Ναι, ξεκάθαρα. Έχει τόσες άνισες στιγμές, που δεν μπορείς να το πιστέψεις, ότι επελέγη έτσι σαν τελικό αποτέλεσμα κινηματογραφικής αφήγησης. Το δε CGI της ήταν ανεπαρκές και ανώφελο στη χρήση του.
Τι είναι εκείνο που την διέσωσε λοιπόν σαν ταινία; Οι εξαιρετικές ερμηνείες, σε κομβικούς σεναριακούς ρόλους. Και μερικές ισχυρές σκηνοθετικές εκφάνσεις (π.χ. διακριτική απόδοση της ταπεινωτικής δολοφονίας αγαπημένων προσώπων του Μάξιμου). Κυρίως όμως οι ερμηνείες, χρωμάτισαν έντονα εκείνο το πρώτο έργο. Ψυχολογικά ασταθής, μα σταθερά τυραννικός Κόμμοδος, από τον εξαιρετικό Χοακίν Φοίνιξ. Σοφός Μάρκος Αυρήλιος, από τον Ρίτσαρντ Χάρις. Σκληραγωγημένος Αντώνιος Πρόξιμος, από τον Όλιβερ Ριντ. Βροντώδης, μα λιγομίλητος Μάξιμος Δέκιμος Μερίδιος, από τον Ράσελ Κρόου. Και φυσικά, η αριστοκρατικής αρετής, υπομένουσα την ανδροκρατούμενη εποχή, τότε νέα Λουκίλλα, από την Κόνι Νίλσεν.
Τώρα αντιθέτως στη δεύτερη ταινία, απουσιάζει η κληρονομιά των ισχυρών περσόνων του πρώτου σεναριακού μέρους. Μόνο η Λουκίλλα, ο Γράκχος από τη Σύγκλητο και βεβαίως ο κρυμμένος Λεύκιος επανήλθαν. Εδώ λοιπόν, ο εγκεφαλικός Ντέϊβιντ Σκάρπα με την εκπληκτική πένα σεναρίου δικαιώθηκε απολύτως, σχηματίζοντας με τη βοήθεια του Πίτερ Κρεγκ νέες δυναμικές, μεταξύ ιστορικής βάσης και περίτεχνης μυθοπλασίας! Ανέπτυξε ιδανικά το μοτίβο με τις νέες προσωπικότητες και τα κατάφερε πάρα πολύ καλύτερα από την παλιά ομάδα σεναριογράφων. Βασική ομοιότητα μεταξύ των δύο ταινιών είναι, ότι στο νέο έργο επιστρέφει ο παλιός καταρτισμένος διευθυντής φωτογραφίας, Τζον Μάθισον.
Βασική ωφέλιμη διαφορά στη νέα ταινία είναι, ότι οι ερμηνείες (*ανάλυση ερμηνειών στην Κατηγορία “Πιο Αναλυτικά”) εδώ δεν μοιάζουν σαν ιδιωτικά πορτρέτα, μα δένουν μεταξύ τους, δένουν μέσα στο κείμενο του Σκάρπα, δένουν μέσα στα κάδρα του σκηνοθέτη-μεταμορφωτή Ρίντλεϊ Σκοτ και κυρίως, δένουν μέσα στην κινηματογραφική αφήγηση του αριστοτεχνικού μοντάζ των Κλαιρ Σίμπσον και Σαμ Ρεστίβο. Επίσης, έγινε καλύτερη αξιοποίηση στην ψυχοκοινωνική σχέση Μονομάχου και Πλήθους μέσα στο Κολοσσαίο, καθώς και Αυτοκρατόρων και Πλήθους εκεί. Παρομοίως, όμορφη υπήρξε η αξιοποίηση για την επιθυμητή επικοινωνία με τον Κόσμο Ζωντανών και Νεκρών. Ενώ νιώσαμε καλύτερα και την αύρα της Συγκλήτου.
Γενικώς…
Και περνάμε στην αναλυτική κριτική για τη νέα ταινία. Στο έργο “Μονομάχος II” (2024) οδηγούμαστε πλέον σε μια εποχή 16 περίπου ετών μετά τη δράση του επαναστατικού Μονομάχου, Μάξιμου Δέκιμου Μερίδιου…Έχει έρθει η ώρα του κρυμμένου απογόνου Λεύκιου Βέρου…Η επικέντρωση της κριτικής σκέψης στον “Μονομάχο II”, ουσιαστικά, περιλαμβάνει δύο κεντρικά στοιχεία παρατήρησης, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε πλήρη κινηματογραφική αρμονία. Τούτα τα δύο στοιχεία αιτιολογούν την πασιφανή, επικά γοητευτική διάσταση της ταινίας. Και συντρέχουν στην ισχυροποίηση του έργου, δίνοντας τον πρώτο λόγο σε επιτυχή απόδοση κινηματογραφικών παραμέτρων.
Σαφώς όμως, ξεκινώντας από τα τεχνικά χαρακτηριστικά, κατόπιν η ταινία γίνεται επικοινωνιακή σε νοηματικό άξονα για τον θεατή και εν συνεχεία κατορθώνει να τον προβληματίσει μέσα στην αύρα της παμπόνηρης εξουσίας και της οξυδερκούς γενναιότητας! Αλλά ας ξεκινήσουμε καλύτερα, από το πώς φτάνουμε έως εκεί. Πιο συγκεκριμένα…Από τη μια πλευρά, έχουμε μια ταιριαστή ομάδα, έξοχων συντελεστών. Δηλαδή άψογη συνεργασία σε αποδιδόμενα καθήκοντα σκηνοθεσίας, σεναρίου, μοντάζ, διεύθυνσης φωτογραφίας, ερμηνειών, μουσικής, κοστουμιών, σκηνικών, μακιγιάζ, οπτικών/ειδικών εφέ και ήχου.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε το απλησίαστο θετικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα, που κατόρθωσαν όμως να αγγίξουν και παρήγαγαν τελικά επιτυχώς, αυτοί ακριβώς οι συντελεστές της ταινίας, σε σχέση με την εξέλιξη επαγγελματιών στον υπόλοιπο χώρο του παγκόσμιου Σινεμά. Έμοιαζε απλησίαστο, αλλά εκείνοι/εκείνες το άγγιξαν, υπό το όραμα του Ρίντλεϊ Σκοτ. Δηλαδή απέδωσαν τη δέουσα επιβλητική εικονοποιημένη αισθητική, την οργανωμένη οπτικοακουστική κινηματογραφική ατμόσφαιρα, την πληρότητα σε Ψυχαγωγία υπό παλμό θεαματικής/ρεαλιστικής καλλιτεχνικής ισορροπίας, απέναντι στο Σινεφίλ κοινό τέτοιων επικών έργων, με ιστορικές αναφορές.
Είναι όλα συγκεντρωμένα εδώ, ειδικά εάν αναλογιστούμε ακριβώς, την ποσοτική βαθμίδα του απαιτητικού στόχου που συζητάμε, ότι όντως επιτεύχθηκε. Επί της ουσίας, πρόκειται για το καινούργιο επίπεδο κινηματογραφικού Μονομάχου, που σηματοδοτεί μια νέα εποχή στο 2024 και στο Σύγχρονο Σινεμά! Μια ριντλεϊσκοτική μαεστρία με πρόκριση στο ταλέντο συνεργατών, αλλά και μεταμόρφωση αυτοβελτίωσης. Ο Σκοτ πήρε το αίμα του πίσω, δύο φορές! Και άξιζε να επιστρέψει σκηνοθετικά σε τούτο το κινηματογραφικό εγχείρημα, για να το μεταμορφώσει σε κάτι μεγαλειώδες στην ουσία του.
Διότι ο ίδιος έκανε και αυτό πλέον. Εκτός από το να συνηθίζει να μεταμορφώνει δηλαδή σενάρια άλλων συνεργατών σε ολοκληρωμένες κινηματογραφικές δικές του οντότητες, μεταμόρφωσε τώρα πια και την ίδια του την παλιά σκηνοθεσία, οπλίζοντας με αύρα γόνιμης ανάπτυξης το αναζωογονημένο κεφάλαιο “Μονομάχος.” Και κατ’ επέκταση σημαντικό τμήμα της ριντλεϊσκοτικής φιλμογραφίας. Η νέα μεταμόρφωση περιλαμβάνει τα καθήκοντα του ιδίου και την ελευθέρωση των δυνατοτήτων των συνεργατών του. Αλλά κυρίως, σαν κεντρική ιδέα εντοπίζεται εδώ κάτι ακόμα πιο ουσιώδες.
Κάτι σύνθετο, μα όχι πολύπλοκο, έχοντας σαφή διμορφική διάσταση. Κάτι ανάμεσα σε κινηματογραφική ενιαία απόδοση και σε αφηγηματική αναπαράσταση ενοτήτων ανεξάρτητης δυναμικής. Με συνδυασμό ιστορικών προσώπων-γεγονότων-εξελίξεων (Αρχαία Ρώμη των συνυπαρχόντων Αυτοκρατόρων και αδερφών Γέτα-Καρακάλλα). Καθώς και με άκρως λειτουργική, συμπληρωματική μορφή, γοητευτικής μυθοπλασίας υπό προσωποποιημένη πληρότητα (Αννών ή Λεύκιος ως πρωταγωνιστής: κάτοικος της Νουμιδίας – εξέχων Μονομάχος – καρπός αποσιωπημένου ρωμαϊκού αίματος vs Μακρίνος ως ανταγωνιστής: πρώην αιχμάλωτος ρωμαϊκής εκστρατείας, πρώην Μονομάχος – νυν έμπορος σκλάβων – αναδυόμενος διεκδικητής και ανένδοτος σφετεριστής της εξουσίας).
Και φανταστείτε, ότι σας ανέφερα μόνο τέσσερις περσόνες του νέου έργου, οι οποίες συμπαρασύρουν θετικά σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, ερμηνείες, κοστούμια, μακιγιάζ και διεύθυνση φωτογραφίας. Αυτό το κάτι, διμορφικό ουσιώδες υφολογικό μοτίβο, που εξετάζοντάς το σε πιο πανοραμικό βαθμό, διαπιστώνουμε, ότι συμπυκνώνει ιδανικά τη γοητευτική ανεξαρτησία και διαχρονικότητα της ταινίας “Μονομάχος II”, αφορά επομένως μαζί με τις δυναμικές περσόνες και όλες τις ενδιαφέρουσες ανατρεπτικές οπτικές γωνίες του συνολικού έργου. Και πάει την ταινία φυσικά σε άλλο επίπεδο! Έτσι οι κινηματογραφικές παράμετροι αντανακλούν τη νοηματική φύση της ταινίας και ενδυναμώνουν την προβληματική του έργου εν εξελίξει μεθοδικά στο μυαλό του θεατή.
Σε μια αναζήτηση ανίκητης Ηθικής και αμόλυντου Ονείρου για την Αρχαία Ρώμη, μέσα από ένα έργο που –παραδόξως από όπου και να το πιάσεις- στην πραγματικότητα περιλαμβάνει αιχμηρές και δηλητηριώδεις πτυχές της εξουσίας. Ενόσω παράλληλα, μέσα στην αναζήτηση αμόλυντου Ονείρου παρεμβαίνει η απόλυτη διαφθορά, με καίριες ανατροπές σεναρίου, που προσωποποιούνται από τις ενέργειες των πολεμοχαρών και ωμών ανταγωνιστών του έργου (Γέτα-Καρακάλλα και Μακρίνου).
Τούτη η συναισθηματική αντίφαση των πραγμάτων, μεταξύ επιθυμητής διασωθείσας Ηθικής και ορμητικά επιτακτικής διαφθοράς, είναι το παν στο έργο αυτό. Θα μου πείτε βεβαίως, ότι και στην πρώτη ταινία υπήρχε ένα στοιχειώδες, “εμβρυακής” μορφής, τέτοιο οργανόγραμμα. Τώρα όμως αυτό το σχέδιο, συνάντησε τη ζωή, ενηλικιώθηκε και ωρίμασε, ταυτοχρόνως! Τώρα όμως, οι Αυτοκράτορες είναι δύο επικίνδυνοι ανισόρροποι και ο νέος εχθρός Μακρίνος έχει μυαλό για μια ολόκληρη Σύγκλητο και για ένα Στράτευμα μαζί! Τώρα όμως, ακόμη και ο πρώην Μονομάχος, ταπεινός γιατρός Ραβί, προσδίδει κύρος στο στρατόπεδο της Ηθικής.
Η διάρκεια στο σπάνιο Όνειρο της Ηθικής είναι το ένα επιμέρους στοιχείο. Ενώ η απόλυτη μοχθηρία εμφανών, αδίκως χρυσοστεφανωμένων ηγετών και η ορμέμφυτη στρατηγική αφανούς ανελέητου κατακτητή συνιστούν το άλλο επιμέρους στοιχείο. Από το σπάνιο Όνειρο, που αναζητά μέσα σε τρεις γενιές να γίνει βίωμα, προκύπτοντας από το συνεχιζόμενο ρομαντικοποιημένο Όραμα του παππού Μάρκου Αυρήλιου, του ηθικού διαδόχου και πατέρα Μάξιμου Δέκιμου Μερίδιου, του γιου Λεύκιου Βέρου, της κόρης-συζύγου-μητέρας Λουκίλλας, αλλά και του πιστού ρωμαϊκού Στρατηγού Μάρκου Ακάκιου, εκφράζεται και το ανεκτίμητο απόσταγμα της ταινίας. Η κατανόηση των ορίων.
Η ιερή Πανοπλία του Μάξιμου. Γιατί; Μα διότι αυτή είναι η βιωματική οπτική γωνία εκείνων των σταθερά πιο εκλογικευμένων ρωμαϊκών περσόνων, η οποία συγκρούεται με τους αιμοδιψείς και φρενοβλαβείς Αυτοκράτορες Γέτα-Καρακάλλα, με ορισμένα συμφεροντολογικά μέλη της Συγκλήτου όπως ο Θραξ και κυρίως με τον εκδικητικό αναρριχητή κοινωνικής διαστρωμάτωσης, Μακρίνο. Αλλά επιπροσθέτως, επειδή η σύγκρουση των (ας πούμε) πιο εκλογικευμένων – πιο δημοκρατικών Ρωμαίων της παλιάς γενιάς και φρουράς των Μάρκου Αυρήλιου και Μάξιμου επέρχεται και με τον σύγχρονο παγκόσμιο θεατή. Έναν θεατή που παλεύει στην ταινία να βρει τον πιο Ηθικό Πυρήνα Ανθρώπων στην καρδιά μιας απάνθρωπης ιστορικής εποχής, επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Συμπερασματικά
Πώς μεταφράζεται όμως κινηματογραφικά όλο αυτό το υβριδικό μοντέλο, απλής βάσης, μα με καίριες, περιεκτικές ανατροπές σύνθετου χαρακτήρα, μέσα στα μεγαλοπρεπή πιο σημαντικά διαμερίσματά του; Κάπως έτσι: Με περίτεχνες, προσεκτικές εναλλαγές της πλοκής σε σενάριο δείχνει το δρόμο ο Ντέϊβιντ Σκάρπα. Με ισχυρή βάση στα πλάνα της σκηνοθεσίας μεταμορφώνει τα πάντα ο Ρίντλεϊ Σκοτ. Και με ένα μοντάζ που πραγματοποιεί ιδανικές μεταβάσεις, μα παράλληλα αφήνει τις εξελίξεις να ελευθερώσουν τη δυναμική τους κάθε φορά, οι Κλαιρ Σίμπσον και Σαμ Ρεστίβο υφαίνουν την κινηματογραφική αφήγηση. Ναι, το διπλό μοντάζ Σίμπσον-Ρεστίβο που προσφάτως δεν τα κατάφερε στα σημεία (“Ναπολέων”, 2023), μα που τώρα (“Μονομάχος II”, 2024) ξέρει να κατακτά ομαδικά τον δύσκολο δρόμο της επιτυχίας, τόσο τμηματικά, όσο και εν συνόλω.
Ποιος όμως “έδεσε” την έμπειρη Σίμπσον με τον ανερχόμενο Ρεστίβο σε δημιουργικό επίπεδο; Ο Ρίντλεϊ Σκοτ φυσικά! Και χρειάστηκε απλώς να “θυσιαστεί” μία ταινία, προκειμένου να τους κάνει τώρα να συνυπάρξουν σε υψηλού επιπέδου, απαιτητικό μοντάζ. Όλα ταίριαξαν. Εάν λοιπόν ο μελετημένος Ρίντλεϊ Σκοτ θεωρούσε, ότι όφειλε να προσδώσει κάτι ιδιαίτερο η τωρινή ταινία, έχουσα και την παροντική κινηματογραφική εμπειρία του 24 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη, τότε απλά ο συνολικός στόχος του επετεύχθη! Αλλά να εξηγούμαστε, ακριβοδίκαια. Ναι, εντοπίζονται και κάποια αδικαιολόγητα λάθη.
Μπορεί μεν να υπάρχουν σε τούτο τον δεύτερο Μονομάχο κάποιες ελάχιστες, εντελώς άκαιρες στιγμές, οι οποίες θα κάνουν πράγματι τον θεατή να αναρωτηθεί έχοντας ήπιο μειδίαμα, ειλικρινά Γιατί (;) τις επέλεξε ο πολύπειρος και καλαίσθητος, Ρίντλεϊ Σκοτ. Αλλά αυτές δεν απειλούν επ’ ουδενί την εντυπωσιακή συνολική δημιουργία του ποιοτικού Σκοτ εδώ. Απλώς αντικειμενικά τη διώχνουν, από το να έπιανε αυτοκρατορική ή εάν προτιμάτε, θέση απελευθερωμένου Μονομάχου, στο βάθρο της δεκάδας για τις τρεις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Δύο μόνο λάθη, με τα οποία θα δυσαρεστηθεί αρκετά ο θεατής, μα θα πει “πάμε παρακάτω” και ευτυχώς θα τα ξεχάσει γοργά στην πορεία του έργου.
Λόγου χάριν, αυτό το ανούσιο μείγμα CGI και μασκαρεμένων ερμηνειών, παρουσιάζοντας αιμοβόρους, πεινασμένους μπαμπουίνους (ειλικρινά, Γιατί;) στην “πιλοτική” αρένα των Μονομάχων, την οποία επέβλεπε ο πολεμοχαρής Μακρίνος!; Πράγματι, η όψη των μπαμπουίνων θυμίζει κάτι από κράμα γκαρκόϊλ δίχως φτερά, αιλουροειδούς και πιθήκου. Εντελώς άστοχη. Ακόμη, ξενίζει το ταξίδι του Σινεφίλ η αχρείαστη ανάδειξη αθλήματος που θυμίζει ποδόσφαιρο, όταν έπαιζε ο Αννών ή Λεύκιος στην παιδική του ηλικία με άλλα παιδάκια. Εντελώς επιτηδευμένη στιγμή, θυμίζοντας μάλιστα όχι κάτι σχετικό με την ιστορική εποχή, μα πιο πολύ το πατριαρχικό bravado της αντρικής κατήχησης του Σήμερα…Λες και δηλαδή, για αυτό έγινε σώνει και καλά γενναίος Μονομάχος ο Αννών ή Λεύκιος, μεγαλώνοντας…Επειδή δήθεν έπαιζε μπάλα, όταν ήταν μικρός…Εξίσου ρηχό σημείο…
Τούτες οι δύο ομολογουμένως τραγικές προαναφερθείσες στιγμές, είναι πραγματικά αταίριαστες σε όλη τη δομή της ταινίας. Θυμίζουν πατριαρχική αντίληψη. Και εγκαθίστανται σε ένα συνειρμικό πλέγμα εντελώς επιτηδευμένων ενεργειών υπό το κράτος κινηματογραφικού πανικού, εκβιάζοντας τις αντιλήψεις θεατών της κοινωνικής μάζας, η οποία βλέπει στο Σήμερα υποτιθέμενα θεάματα παιχνιδιών αποχαύνωσης στον ψευτοδιαμορφωτή χαρακτήρων αθλητισμό, αλλά και στην αποβλάκωση που προκρίνουν ορισμένα βιντεοπαιχνίδια (έτσι ψεύτικοι, φάνηκαν οι μπαμπουίνοι). Μου φαίνεται όμως, ότι τούτες οι δύο ανώριμες ενέργειες δεν έχουν κάποια σχέση με πρωτοβουλία του 86χρονου και ανέκαθεν ανατρεπτικού Σκοτ. Σαν να έβαλε το χεράκι του κάποιος εξυπνάκιας παραγωγός εκεί…
Παρόλα αυτά, η νέα ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ σε όλη την υπόλοιπη διάστασή της είναι αποδεδειγμένα οργανωμένη, τολμηρά επιβλητική, εύστοχα ριψοκίνδυνη και ξεπερνά κατά κράτος την αρχική ταινία του 2000. Επιπλέον, η ταινία “Μονομάχος II” προσδίδει στον θεατή μια πανίσχυρη αύρα συνέχισης αυτής της κινηματογραφικής σειράς για τρίτη ταινία (κάτι που μάλλον είναι στα σκαριά ήδη!) αλλά και για επιβλητικές συνέχειες. Καθότι το ταξίδι του Μονομάχου έγινε στα μάτια του θεατή πλέον διαχρονικό μονοπάτι. Ο Μονομάχος είναι πια μια πανίσχυρη έννοια, μια ανίκητη Ιδέα σε υποσχόμενο κινηματογραφικό φάσμα, το οποίο εμπνέει έντονα το Ιδανικό της απελευθερωμένης Ατομικότητας και όχι απλά συγκεκριμένους χαρακτήρες.
Επιπλέον, η ταινία “Μονομάχος II” καθρεπτίζει τη μεγαλειώδη επιστροφή του Ρίντλεϊ Σκοτ μετά τα λάθη τμηματικής συνδεσιμότητας στο έργο “Ναπολέων.” Ανήκει στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Εννοώ φυσικά και μέσα στην τελική δεκάδα καλύτερων έργων. Τολμώ μάλιστα να πω, ότι αξίζει και μπορεί η ταινία “Μονομάχος II” να φτάσει από την 7η έως και την 5η θέση μέσα στη δεκάδα των καλύτερων ταινιών, που προβάλλονται μέσα στο έτος 2024. Η ταινία ανταποκρίνεται επάξια στις προσδοκίες των απαιτητικών θαυμαστών της δουλειάς του Ρίντλεϊ Σκοτ. Σας το λέει ένας εξ’ αυτών, που πέρυσι εκτίμησε μεν τη βάση του έργου “Ναπολέων”, αλλά πέρασε από κόσκινο τις γωνίες…
Σκεπτικό…
Η Ώρα του Μεταμορφωτή
Το έχω ξαναγράψει, σε κριτική μου για την ταινία “Ναπολέων.” Ο Ρίντλεϊ Σκοτ συνιστά, με την εκάστοτε ισχυροποιημένη, σκηνοθετική υπογραφή του, έναν κινηματογραφικό μεταμορφωτή! Μολονότι τα σενάρια των ταινιών του τα αναλαμβάνουν άλλοι συνεργάτες. Εδώ λοιπόν, θα ήθελα να πούμε, κάτι ακόμα πιο συγκεκριμένο. Καθότι, αυτός ο μεταμορφωτής έδειξε το στίγμα του στα 86 του έτη με τον πιο εμφατικό τρόπο.
Με υδάτινους αγώνες μεταξύ Μονομάχων, υπό μορφή μινιμαρισμένης Ναυμαχίας μέσα στο επιβλητικό Κολοσσαίο. Και όμως! Μπορεί να περάσει από το μυαλό του θεατή ένα έντονο ερωτηματικό εκείνη τη στιγμή, αλλά γρήγορα θα βρει τον δρόμο της κατανόησης και του θαυμασμού. Δεν ήταν υπερβολική απόδοση. Μα εύστοχη έκφραση. Ομοίως και η παρουσία του ιππευμένου Ρινόκερου.
Ο Σκοτ φέρθηκε με τούτες τις επιλογές ταυτοχρόνως σαν Αυτοκράτορας, Μονομάχος, Καλλιτέχνης και Σκηνοθέτης, μένοντας πιστός στο κινηματογραφικό του Αποτύπωμα, με εκκεντρική μεταμόρφωση, αιφνιδιάζοντας τους πάντες! Έδωσε στον Σινεφίλ δηλαδή τον απόλυτο παλμό μέσα στο κινηματογραφικό, δικό του ριντλεϊσκοτικό, εναγώνιο υπερθέαμα. Πήρε τεράστιο ρίσκο και δικαιώθηκε! Μεταμόρφωσε και πάλι την αύρα της ταινίας, ανακαλύπτοντας αισθαντικά το κέντρο του στόχου του.
Πιο Αναλυτικά…
*Ερμηνείες
Πολ Μέσκαλ (Αννών ή Λεύκιος)
Δεν έχει σημασία η γυμνασμένη σωματική διάπλασή του. Ειλικρινά, ποιος/ποια θα νοιαζόταν για κάτι τέτοιο; Και άλλοι φούσκωσαν, μα φούσκωσαν και τα μυαλά τους, γιατί Υποκριτική από αυτούς ήρθε μόνο απειροελάχιστες φορές. Αντιθέτως, το θέμα είναι, ότι ο ερμηνευτής Μέσκαλ κατανόησε ιδανικά τον ρόλο. Η εγκεφαλική ερμηνεία του φαίνεται από το πρόσωπό του, που παρουσιάζει ιδανικά την προετοιμασμένη εκδίκηση και την ανεξέλεγκτη χαρά για την αναμενόμενη κατάρριψη των εχθρών του. Άψογος. Ξεπέρασε την κληρονομιά του Ράσελ Κρόου.
Ντένζελ Ουάσιγκτον (Μακρίνος)
Εκπληκτική επιστροφή, του πολύπειρου ηθοποιού. Η εναλλαγή της χαράς του Μακρίνου σε απότομη σοβαρότητα, υπό τη συνοδεία αμείλικτου τακτικισμού και ωμής βίας, εντυπωσιάζει! Η χειραγώγηση απέναντι στον Συγκλητικό Θράκα και το τελικό μίσος στη μάχη με τον Μονομάχο Λεύκιο είναι από τα πιο δυνατά σημεία της μελετημένης ερμηνείας.
Τζόζεφ Κουΐν (Γέτας)
Εάν δημιουργείται φόβος στον θεατή κατά την παρουσία των δύο Αυτοκρατόρων, αυτό οφείλεται στον έλεγχο που εκπέμπει ο ηθοποιός, ερμηνεύοντας την υπερίσχυση εξουσίας του Γέτα. Ενώ απέναντι στο Πλήθος, φαντάζει σαν εξουσιαστικό παγώνι…
Φρεντ Χέτσινγκερ (Καρακάλλας)
Είναι η διάσταση του παραληρηματικού και πιο βίαιου αυτοκρατορικού χαρακτήρα, Καρακάλλα, εν συγκρίσει με εκείνον του αδερφού του, Γέτα, που αποτυπώνεται στο μυαλό του θεατή. Και φυσικά, εκείνο το απόκοσμο χαμόγελο…
Μια διανομή της Feelgood Entertainment
Συντελεστές
Σενάριο: David Scarpa, Peter Craig, David Franzoni. Σκηνοθεσία: Ridley Scott. Διεύθυνση Φωτογραφίας: John Mathieson. Μοντάζ: Claire Simpson, Sam Restivo. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Paul Mescal, Pedro Pascal, Denzel Washington, Joseph Quinn, Fred Hechinger, Connie Nielsen, Derek Jacobi κ.ά. Διανομή Ρόλων: Kate Rhodes James. Σκηνικά: Arthur Max, David Ingram, Jille Azis, Elli Griff, Magdalene Mizzi. Κοστούμια: Janty Yates, David Crossman. Μακιγιάζ: Charlie Hounslow, Daniel Lawson Jonhston, Jana Carboni, Stefania Pellegrini κ.ά. Ειδικά Εφέ: Neil Corbould και η ομάδα του. Οπτικά Εφέ: Michael Cheung, Nicky Walsh, Marian Mavrovic, Kevin Mah, Sasha Leigh Izadpanah κ.ά. Μουσική: Harry Gregson-Williams. Ήχος: Danny Sheehan, Luke Brickley, Matthew Collinge, Alexey Kuznetsov κ.ά.