Σαν σήμερα πριν από 122 χρόνια γεννήθηκε μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες ηθοποιούς η μεγάλη Κατίνα Παξινού, η οποία διακρίνονταν για τις πολύ πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες που της επέτρεπαν να ερμηνεύει με ευκολία δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το μπρεχτικό θέατρο. Απέκτησε διεθνή φήμη με διεθνή καριέρα και έγινε γνωστή στο Χόλυγουντ. Ήταν η μοναδική Ελληνίδα και πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ (Β’ γυναικείου ρόλου) για τον ρόλο της Ισπανίδας επαναστάτριας Πιλάρ στην ταινία «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα» το 1944.
Η Αικατερίνη Κωνσταντοπούλου, όπως ήταν το πατρικό της επώνυμο, γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά και ήταν κόρη του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου. φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλ και στην συνέχεια στην Σχολή Καλογραιών της Τήνου. Λόγω του ζωηρού της χαρακτήρα φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας. Σπούδασε μουσική και κλασικό τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο.
Στα 17 της παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, η μία εκ των οποίων πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία από λευχαιμία και πολύ σύντομα ζητάει διαζύγιο από τον σύζυγό της, παρόλα αυτά της έμεινε το επίθετο για το υπόλοιπο της καλλιτεχνικής της πορείας.
Οι προσπάθειές της για καριέρα στο λυρικό θέατρο δεν θα ευοδωθούν και το 1929 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Η Γυμνή Γυναίκα». Εκεί γνωρίζει τον Αλέξη Μινωτή, τον ερωτεύεται και τον παντρεύεται, μένοντας μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το 1931, προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή, στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.
Από το 1932 έως το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, την Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε στο Λονδίνο, όπου ερμήνευε τους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Εξ’ αιτίας των βομβαρδισμών αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αγγλία με τη βοήθεια της δούκισσας του Κεντ και επιβιβάζεται σε πλοίο για την Αμερική, το οποίο τορπιλίστηκε με αποτέλεσμα να ναυαγήσει. Τρεις μέρες μετά ένα αντιτορπιλικό πλοίο την περισυνέλεξε μαζί με τους άλλους ναυαγούς και κατάφεραν να φτάσουν στην Αμερική όπου και εγκαταστάθηκε και εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης.
Όμως, το έργο που την επέβαλε σε διεθνή κλίμακα και που της χάρισε στις 2 Μαρτίου του 1944 το Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου, από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ήταν για τον ρόλο της Ισπανίδας επαναστάτριας Πιλάρ στην ταινία του Σαμ Γουντ, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη αλλά και η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός. Όταν της απονέμεται το βραβείο από την Τερέζα Ράϊτ, η Παξινού δήλωσε: «Το δέχομαι, για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου του Εθνικού Θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών….» (εκείνη την εποχή κανείς δε γνώριζε ποιοι είχαν παραμείνει ζωντανοί από τον πόλεμο).
Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτώ στο Φεστιβάλ Μπιαρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία του Ντάντλεϊ Νίκολς «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Η Κατίνα Παξινού παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ’ Εστέ».
Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο Κοτοπούλη. Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου.
Ανάμεσα σ’ αυτά, η «Εκάβη», η «Μήδεια», οι «Φοίνισσες» και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Το Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής, συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο’ Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971 – 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη επιτυχία της, ως «Μάνα Κουράγιο» στο ομώνυμο έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε πολύ εκλεκτική και έκανε μόνο 11 ταινίες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς («Ο κύριος Αρκάντιν», 1955), τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», 1960) και φυσικά τον Σαμ Γουντ («Για ποιόν χτυπά η καμπάνα»), όπου έπαιξε τη δυναμική αντάρτισσα του ισπανικού εμφυλίου που μπορούσε να προβλέπει το μέλλον.
Η Παξινού έπαιξε σε μια και μόνο ταινία ελληνικής παραγωγής, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη, που ήταν και η τελευταία της ταινία. Υπέφερε από τρομερούς πόνους που την ταλαιπωρούσαν αφού ήδη είχε διαγνωσθεί με καρκίνο, αλλά δεν το έβαλε κάτω και θέλησε να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις της και ολοκλήρωσε τα γυρίσματα χωρίς να δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες της.
Ο Αλέκος Σακελλάριος ήθελε πολύ να παίξει η Παξινού τον ρόλο της θείας Καλλιόπης στη ταινία του «Η Θεία από το Σικάγο», αλλά αντέδρασε ο Φίνος, που πίστευε ότι η ταινία δεν θα έχει επιτυχία, επειδή έχουν μάθει να τη βλέπουν σε τραγωδίες στην Επίδαυρο και όχι σε ελαφρές κωμωδίες στο σινεμά.
Τον χειμώνα του 1971 η Παξινού πρωταγωνίστησε στο έργο του Μπρέχτ «Μάνα κουράγιο», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Ο ρόλος της ήταν απαιτητικός. Με το που άνοιγε η αυλαία, εμφανιζόταν πάνω στη σκηνή κουβαλώντας ένα κάρο, μέσα στο οποίο ήταν κάποιοι από τους ηθοποιούς του θιάσου.
Τους έσερνε, όχι με την ελάχιστη μυϊκή δύναμη που της είχε απομείνει, αλλά με την τεράστια ψυχική αντοχή, που της έδινε η αγάπη της για το θέατρο και η άρνησή της να παραιτηθεί. Η ασθένεια την είχε καταβάλει, αλλά κανείς από τους θεατές δεν καταλάβαινε ότι υπέφερε. Πάνω στη σκηνή ήταν μια λαμπερή πρωταγωνίστρια. Στα παρασκήνια όμως ήταν μια άρρωστη ηλικιωμένη γυναίκα, που για να τα βγάλει πέρα χρειαζόταν βοήθεια και φροντίδα από δύο νοσοκόμες….
Εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952.
Η Παξινού αν και προερχόταν από εύπορη οικογένεια είχε και μεγάλες απολαβές από τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά της έργα, όμως δεν το υπολόγιζε ιδιαίτερα το χρήμα και σπαταλούσε μεγάλα ποσά και μετά όπως έλεγε όταν την ρωτούσαν δεν ήξερε που.
«… Τα χέρια της ήταν τρύπια…» είχε πει σε κάποια συνέντευξη ο εγγονός της, ο ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος.
Μια φορά ο Μινωτής ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε σηκώσει το τεράστιο για την εποχή ποσό των 100.000 δολαρίων από μια Ελβετική τράπεζα και τα είχε φάει. Όταν τη ρώτησε που πήγαν τα λεφτά, απάντησε με σκέρτσο «μα Αλέξη μου, έπρεπε να πληρώσω και τον λογαριασμό του φαρμακείου». Στο φαρμακείο χρωστούσε λιγότερο από 50 δολάρια, τα υπόλοιπα δεν θυμόταν τι τα έκανε.
Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησαν από τον Μινωτή να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο τρεις νεαροί σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Μινωτής αρχικά αρνήθηκε, αλλά αυτοί επέμεναν υπερβολικά μέχρι που ενέδωσε. Τότε έμαθε ότι η Παξινού είχε δωρίσει τον μισθό της και τον μοιράζονταν τρεις άποροι νεαροί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Δεν το ήξερε ούτε ο άντρας της, μόνο ο γραμματέας της σχολής.
Το καλοκαίρι του 1972, είχε πια αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Είχε συνειδητοποιήσει ότι η ασθένεια σύντομα θα της στερούσε τη ζωή. Τότε επισκέφτηκε τον αγαπημένο της χώρο την Επίδαυρο. Κάθισε ανάμεσα στους θεατές και όχι εκεί που ανήκε, στη σκηνή. Το κοινό όμως αντιλήφθηκε την παρουσία της. Αυθόρμητα, οι θεατές σηκώθηκαν, την κοίταξαν και της χάρισαν το καλύτερο αντίο. Άρχισαν να τη χειροκροτούν ρυθμικά και ασταμάτητα.
Οι τουρίστες, που δεν την αναγνώριζαν, αναρωτήθηκαν αν επρόκειτο για κάποια βασίλισσα. Και τότε, κάποιος από το κοινό τους απάντησε: «Ναι, είναι βασίλισσα. Είναι η Ατόσα (παρομοίωση με αυτοκράτειρα της Περσίας), είναι το μεγαλύτερο φαινόμενο της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου». Είχε κερδίσει με το ταλέντο, τη δύναμη και τη λεβεντιά της ψυχής της την αναγνώριση και την αγάπη του κόσμου…
Η Κατίνα Παξινού πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973 στην Αθήνα, σε ηλικία 72 ετών λυτρωμένη από τους πόνους.