Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε σαν σήμερα στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

 

 

Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.

 

Τον μικρό Μάνο γοήτευε το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.

 

Έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο σε ηλικία μόλις 18 ετών, με τον θίασο «Οι Νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21».

 

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως «Η λύρα του γερο-Νικόλα», «Οι άθλιοι» και «Στέλλα Βιολάντη».

 

 

Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη.

 

Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.

 

Πόλεμος- Κατοχή – Αντίσταση – Εξορία

 

Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του.

 

Ο ίδιος αναφέρει στη βιογραφία του:

«Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς  που αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο. Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα. Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;…»

 

«Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών. Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν. Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει: -κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου;… Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες. Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι. Δεν το ήθελε για τον εαυτό του. Αυτός ήτανε ράφτης και το ήθελε για κάποιον πελάτη του. Στη λέσχη αυτή παίζανε «31».

 

«Ξέρεις η Ελλάδα είχε γεμίσει τυχερά παιχνίδια την εποχή εκείνη. Όλα τα ψαρομάγαζα, όλες οι αγορές παντού, όπου σύχναζε ο φτωχόκοσμος ήτανε γεμάτα ρουλέτες και «31». Με κρατάνε που λες στη λέσχη και με βάζουνε να παίξω. Κέρδισα την πρώτη μέρα. Μετά σηκώθηκα πήγα σπίτι μου με το παραδάκι στην τσέπη. Γλυκάθηκα όμως, ξαναπήγα και κόλλησα κι εγώ στη λέσχη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά μάλλον μου τα έτρωγε, παρά κέρδιζα. Εκεί πέρα, αλλά και σε όλες τις λέσχες της εποχής, σύχναζαν κάθε είδους άνθρωποι. Μαυραγορίτες, προδότες, καταδότες, άνθρωποι της αντίστασης που εκτελούσαν κάποια αποστολή, άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι που όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αφημένες στη θεά τύχη. Ακόμα και Γερμανοί μπαίνανε. Μια και η λέσχη δε με σήκωνε, άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα ενίσχυα τον μισθό μου που, όπως σου είπα άντε να έφτανε για ένα πιάτο φαΐ. Και τη βρήκα. Ο Μάνος Κατράκης βρέθηκε να πουλάει ψάρια για τέσσερις μήνες».

 

*Από το βιβλίο «Κατράκης. Η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον Αλέξη Κομνηνό», εκδόσεις Κάκτος.

 

Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης.

 

Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» οδήγησε σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τζαβαλάς Καρούσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει συντρόφους του στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.

 

Η ηθοποιός Αλίκη Γεωργούλη θυμάται στο βιβλίο της «Από τον Λένιν στον Βερσάτσε» (εκδόσεις Κάκτος) τη μητέρα του Μάνου Κατράκη:

«…Τη θυμάμαι την κυρά Ειρήνη, μύτη με μύτη με το ραδιοφωνάκι, η χρυσή μου είχε κι αυτή μεγάλη μύτη. Θεός σχωρέσ’ την, να ακούει τις εκπομπές του γιου της. Τη χάζευα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της. Με κοίταζε επίμονα και έλεγε “την άκουσες ετούτη τη φωνή; Εγώ του την έχω δώκει”».

 

Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, κι ο Μάνος ήταν ακόμα εξορία, ανέβαινε στην ταράτσα της οδού Αβέρωφ να βρέχεται και να κρυώνει μαζί με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί. «Παναγιά μου να λευτερωθεί, μα να μην την ηπατήσει!», την υπογραφή ήθελε να πει, να μην την πατήσει, πως καταδικάζει τον κομμουνισμό και τέτοια… Να μην τα υπογράψει εκείνα τα χαρτιά του εξευτελισμού που είχαν εφεύρει για να καταρρακώνουν τον άνθρωπο…».

 

Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

 

Το 1951 – 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών».

 

 

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.

 

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης).

 

 

Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με τον θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).

 

Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.

 

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

 

Η φωνή του π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα θα μείνει για πάντα καταγεγραμμένη στη μνήμη των Ελλήνων.

 

 

Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.

 

Ηθοποιός μέχρι το τέλος

 

Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε – το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο – άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, μετά από μάχη, με τον καρκίνο του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

Από εκπομπή αφιέρωμα της κρατικής τηλεόρασης παραγωγής 1982.

 

 

 

 

 

 

 

Με πληροφορίες