«Σε έναν κόσμο-μαραθώνιο, όπου παρκάρισες σε διπλή γραμμή, οι χειμώνες πάνε κι έρχονται. Καιρός να βάλουμε κάνα κούτσουρο στο καλοριφέρ. Τώρα, η τούρτα των γενεθλίων μου έχει τόσα κεριά που αν τ’ ανάψουμε όλα θα ψηθεί μονάχη της. Πολύ θέατρο, κάμποσος κινηματογράφος, τηλεόραση ελάχιστη. Ποτέ δεν την άντεξα έτσι πεταχτή, φευγάτη και μοναχική που είναι».

 

Έτσι ποιητικά σκιαγράφησε ο μεγάλος μας ηθοποιός τη ζωή του στην αυτοβιογραφία του, ως ένας γλυκός και ευγενικός Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος.

 

Ο σπουδαίος ηθοποιός μας που διέπρεψε στην κωμωδία μέσα από τον τύπο του συνεσταλμένου φοβητσιάρη που χάνει συνήθως τα λόγια του αλλά ποτέ το πείσμα του ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα που άπλωσε την εύθραυστη και ντελικάτη φινέτσα της στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο, χαρίζοντας διασκέδαση αλλά και συγκίνηση στον λαό μας επί πολλές δεκαετίες

 

Ο «Ντίνος, Ντινάκος, Ντινάρας», όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν φίλοι και θαυμαστές, ήταν ένας από τους καλύτερους, αν και για χρόνια αδικημένος, ηθοποιούς της χώρας μας που άφησε τη δική του σφραγίδα μέσα από τον συνεσταλμένο, άτολμο και ολίγον τι αφηρημένο χαρακτήρα που ενσάρκωνε συνήθως. Η επιτυχία του βασιζόταν φυσικά στο ότι ο Ηλιόπουλος ερμήνευε συνήθως τον Ντίνο, τον ταπεινό και ανασφαλή αντιήρωα που του προκαλούσαν έντονη αμηχανία οι ενδείξεις θαυμασμού, καθώς τον εαυτό του δεν ήθελε να τον προωθεί ποτέ και πουθενά. Κομπιάζοντας και χάνοντας τα λόγια του, ο Ηλιόπουλος παρέμεινε παρά την επιτυχία και τη ζηλευτή του καριέρα ένας άνθρωπος σεμνός, ευγενής και ειλικρινής, μια φινετσάτη προσωπικότητα με ευρωπαϊκό αέρα και καλλιέργεια που λίγοι συνάδελφοί του διέθεταν.

 

Θαυμαστής του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μπάστερ Κίτον, ο Ηλιόπουλος ήταν ταυτοχρόνως ένας θαυμάσιος χορευτής, αν και απαντούσε στις φιλοφρονήσεις ότι έμοιαζε με τον Φρεντ Αστέρ με το ανεξίτηλο χιούμορ του: «Κατακλέβω τις φιγούρες από τον Φρεντ Αστέρ και τον Τζιν Κέλι … Πολλοί σημερινοί που έχουν δει τις ταινίες μου στην τηλεόραση μου λένε: ‘‘Στα νιάτα σας, θα πρέπει να ήσαστε χορευτής’’. Φυσικά, δεν μπορώ να δεχτώ τη βεβήλωση για την ύψιστη τέχνη του χορού … Αν δικαιούμαι έναν έπαινο είναι για το ότι, μέσα από την επιθυμία μου να ήμουν ένας τέτοιος χορευτής, εφηύρα την παρωδία του χορού, σαχλαμαρίτσες δηλαδή»…

 

Κι όλα αυτά από έναν άνθρωπο που δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει ηθοποιός και όταν δοκίμασε την τύχη του στο Εθνικό κόπηκε κιόλας στις εξετάσεις! Όχι ότι αυτό θα έπαιζε ρόλο στη σταδιοδρομία του φοβερού Ηλιόπουλου, ο οποίος μετατράπηκε σε λεπτοδουλεμένο κόσμημα του θεάτρου και πρόλαβε να γυρίσει μέσα σε πέντε δεκαετίες καριέρας περισσότερες από 70 ταινίες. Όταν μάλιστα τα χρόνια του ελληνικού σινεμά έγιναν πέτρινα, μεταπήδησε στην τσαπατσουλοδουλειά της βιντεοκασέτας διατηρώντας ωστόσο ανέπαφο το ταλέντο και την καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία.

 

Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει πλάι στον Μίμη Φωτόπουλο, ως ένα από τα πιο επιτυχημένα δίδυμα της ελληνικής βιομηχανίας θεάματος, ή στην αξεπέραστη ερμηνεία του στον αριστουργηματικό «Δράκο» του Κούνδουρου; Ο εξαίσιος πιερότος του ελληνικού σινεμά πήρε τα εύσημα από τον κορυφαίο Βασίλη Λογοθετίδη ήδη από νωρίς, καθώς όταν ο τελευταίος τον είδε στη σκηνή βροντοφώναξε: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!».

 

Κλόουν κλασικός και χαμαιλέοντας φοβερός όμως, καθώς ο Ηλιόπουλος προσαρμοζόταν πάντα και παντού, είτε έπαιζε επιθεώρηση και κωμωδία είτε μιούζικαλ και δράμα. Ακόμα και όταν η δουλειά δεν ήταν αντάξια του ταλέντου του, ο εθνικός μας Ντίνος διασωζόταν μαγικά με τη υποβλητική δύναμη του άπλετου ταλέντου του…

 

Πρώτα χρόνια

 

 

Ο Κωνσταντίνος «Ντίνος» Ηλιόπουλος γεννιέται στις 12 Ιουνίου 1915 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως ένα από τα πέντε παιδιά ενός πελοποννήσιου μεγαλέμπορου και της ελληνίδας συζύγου του, με καταγωγή από την Υεμένη. Ο Ντίνος μεγαλώνει μέσα στις ανέσεις της μεγαλοαστικής ελληνικής παροικίας της πόλης, αν και η ζωή έμελλε να αποδειχθεί σκληρή: στο οικονομικό κραχ του 1929, ο πατέρας του καταστρέφεται και παίρνει την πολυμελή φαμίλια του και μετακομίζουν στη Μασσαλία της Γαλλίας.

 

Εκεί θα τελειώσει ο Ηλιόπουλος το σχολείο, με μητρική γλώσσα μάλιστα τα γαλλικά. Ελληνικά καλά θα μάθει αργότερα, το 1935, όταν η οικογένεια θα ξεριζωθεί για άλλη μια φορά επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Εικοσάχρονος και κομψευόμενος νεαρός, πρέπει να σπουδάσει οικονομικά για να ενταχθεί στις πατρικές επιχειρήσεις, που φαινόταν να παίρνουν τα πάνω τους.

 

 

Γίνεται λοιπόν δεκτός σε παράρτημα αγγλικού πανεπιστημίου που λειτουργούσε στην Αθήνα και αποφοιτεί από το τμήμα Εμπορικών Σπουδών με άλλο ένα χαρτί που έγραφε «άριστα» στον βαθμό. Ακολουθεί η στρατιωτική του θητεία και η κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου, που θα υποχρεώσει τον ασυρματιστή Ηλιόπουλο σε μια μακρά θητεία γεμάτη κακουχίες και στερήσεις. Μετά τον πόλεμο του 1940 χάνει και τον πατέρα του και τώρα πρέπει να βγει στη βιοπάλη, αλλάζοντας δουλειές «σαν τα ξυραφάκια μου», όπως θα διηγηθεί στην αυτοβιογραφία του «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος» που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Άγκυρα».

 

 

Περνά έτσι από αντιπροσωπείες αυτοκίνητων και χονδρεμπορικά καταστήματα, αν και δεν φαίνεται να στεριώνει πουθενά. Κι αυτό γιατί τον τρώει το σαράκι της υποκριτικής και η αποτυχία που είχε ήδη ζήσει: ήταν το 1939 όταν γεμάτος ελπίδες δίνει κατατακτήριες εξετάσεις στο τότε Βασιλικό Θέατρο, αν και κόβεται ήδη από τις πρώτες ατάκες του μονολόγου που είχε ετοιμάσει με ένα ξερό «φτάνει, αρκεί».

 

 

Παρά τη συνειδησιακή σφαλιάρα που δέχτηκε το 1939, το περίφημο πείσμα του δεν θα του επιτρέψει να τα εγκαταλείψει. Παραδέρνοντας από δουλειά σε δουλειά, θα οδηγηθεί λίγο αργότερα στο κατώφλι της δραματικής σχολής του φημισμένου Γιαννούλη Σαραντίδη, απ’ όπου αποφοιτά με τι άλλο παρά «άριστα» και μέσα στα δύσκολα μάλιστα χρόνια της Κατοχής…

 

Ο Ηλιόπουλος ηθοποιός

 

 

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι πριν τελειώσει ο πόλεμος αλλά και οι σπουδές του, καθώς τον επέλεξε προσωπικά η μεγάλη μας κυρία Κατερίνα (Ανδρεάδη) ως ταλέντο στο έργο «Κυρία, σας αγαπώ». Αυτό ήταν! Όλοι λάτρεψαν το φιντάνι, τόσο κριτικοί και συνάδελφοι όσο και το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας.

 

Οι προτάσεις για δουλειά πέφτουν βροχή από τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής και ο Ηλιόπουλος δεν ξέρει ποιον να πρωτοδιαλέξει. Κι έτσι συνεργάζεται κυριολεκτικά με όλους, από τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τη Μαίρη Αρώνη και τον Αιμίλιο Βεάκη μέχρι τον Δημήτρη Χορν και τον Βασίλη Λογοθετίδη, που τον ξεχώρισε αμέσως μόλις τον είδε στο σανίδι.

 

 

Μεγάλη προσωπική του επιτυχία ήταν όταν κατάφερε να κλέψει το χειροκρότημα από τη Μελίνα Μερκούρη με το μικρορολάκι που είχε στην παράσταση της μεγάλης μας ηθοποιού «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Εκεί πρωτοτραγούδησε τέσσερις στίχους ενός επίσης νεαρού και άσημου συνθέτη, κάποιου Μάνου Χατζιδάκι, που έκανε κι εκείνος το δικό του δειλό ντεμπούτο. «Καμαρώνω λοιπόν για την τιμή που είμαι ο πρώτος του τραγουδιστής», θα αποκαλύψει αργότερα ο Ηλιόπουλος, για να συνεχίσει με τον γνώριμο αυτοσαρκασμό του: «Και ο μόνος που δεν του εμπιστεύτηκε τίποτε άλλο»!

 

 

Πραγματική φίρμα θα γίνει ο Ντίνος από το 1954, όταν θα συνεργαστεί με τον παντοτινό του φίλο Μίμη Φωτόπουλο τόσο ως καλλιτεχνικό δίδυμο όσο και ως συνθιασάρχες. Το ανεπανάληπτο κωμικό ντουέτο έγραψε τη δική του θεατρική ιστορία, αν και για τον Ηλιόπουλο αυτό δεν θα ήταν παρά ένας μόνο σταθμός της καριέρας του…

 

Ο θιασάρχης πτωχεύει και ξενιτεύεται

 

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Ηλιόπουλος συγκροτεί δικό του θίασο για να ανεβάσει τα έργα που πάντα λαχταρούσε. Τώρα σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις του και διασκεύαζε ξένες φάρσες και κωμωδίες, προσαρμόζοντάς τες στα ελληνικά ήθη. Ταυτοχρόνως, γράφει και μερικές δικές του πρωτότυπες κωμωδίες, αλλά δεν έχουν ιδιαίτερη απήχηση.

 

Παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις πάνε συνήθως καλά, ο καλοκάγαθος Ηλιόπουλος ξοδεύει υπέρογκα ποσά για να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του, κάτι που θα τον κάνει να μείνει πανί με πανί. Η παροιμιωδώς κακή σχέση που είχε με το χρήμα, παρά το πτυχίο στα οικονομικά, θα κάνει την εμφάνισή της, καθώς ο θιασάρχης Ηλιόπουλος διεύθυνε το θέατρό του μόνο με το φιλότιμο και το μεράκι του. Προσλάμβανε πλήθος αχρείαστων ηθοποιών και συντελεστών μόνο και μόνο για να δίνει μεροκάματα σε άνεργους συναδέλφους, πλήρωνε ακόμα και τις πρόβες των ηθοποιών (πράγμα ανήκουστο στην εποχή!), τάιζε τους συνεργάτες του κάθε μέρα και ξόδευε απίστευτα ποσά για να είναι όλοι ικανοποιημένοι.

 

 

Κι έτσι το 1966, μετά την παταγώδη αποτυχία ενός δικού του έργου («Κονσέρτο για Τρομπόνι»), στο οποίο εμφανιζόταν με τρόπο που δεν τον είχε συνηθίσει το κοινό, πτωχεύει! Άφραγκος ο ίδιος για να πληρώνει πάντα στην ώρα του τους ηθοποιούς του, μαστιζόταν τώρα οικονομικά και αναγκαζόταν να παίζει δεύτερους και τρίτους ρόλους σε αμφιβόλου ποιότητας έργα δίπλα σε άγνωστους συντελεστές.

 

Την ίδια ώρα, ήταν επίσης κάκιστος στο να διαπραγματεύεται την αμοιβή του στις ταινίες όπου συμμετείχε, παρά το καλό του όνομα. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου», θα πει τραγικά. Κι έτσι η μόνη λύση για να γλιτώσει από τον οικονομικό μαρασμό και να μπορεί να συντηρεί την οικογένειά του είναι να ξενιτευτεί στην Αμερική. Άφησε πίσω του τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά, όργωσε τις ΗΠΑ και τον Καναδά και κατάφερε τελικά να ξελασπώσει. Κάποια στιγμή επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα συνεχίζοντας τη μοναδική του καριέρα λες και δεν έλειψε λεπτό.

 

 

Τώρα στράφηκε στην επιθεώρηση, πρωταγωνίστησε σε μιούζικαλ, έπαιξε σε τραγωδίες και αριστοφανικές κωμωδίες στην Επίδαυρο και έγινε σταθερά στο νεοελληνικό θέατρο…

 

Κινηματογράφος και προσωπική ζωή

 

 

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ήδη από το 1948, στην κωμωδία του Τσιφόρου «Εκατό χιλιάδες λίρες». Παντοτινός λάτρης του σινεμά, έπαιξε σε περισσότερες από 70 ταινίες και χάραξε τη δική του υποκριτική σχολή στο εμπορικό μας σινεμά: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Η κοροϊδάρα» (1967), «Ο Στρατής παραστράτησε» (1969) και δεν συμμαζεύεται!

 

Το 1956 θα έρθει ο πιο αξιομνημόνευτος ίσως κόντρα ρόλος του στο κομψοτέχνημα του Κούνδουρου «Ο Δράκος». Το ελληνικό κοινό έρχεται σε επαφή με έναν άλλο Ηλιόπουλο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί!

 

 

Το 1986 θα παίξει άλλον έναν αξιοσημείωτο στη σπουδαία καριέρα του ρόλο στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μελισσοκόμος».

 

 

Πέρα από το θέατρο και το σινεμά, ο πολυτάλαντος Ηλιόπουλος ξεδιπλώθηκε σε τρεις δίσκους, δύο σατυρικά δοκίμια («Προσδεθείτε» και «Ο Ντίνος στη χώρα των θαυμάτων»), μια ποιητική συλλογή και την αυτοβιογραφία του φυσικά «Ένας Hλιόπουλος ονόματι Nτίνος» (1999).

 

Όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί του κινηματογράφου, έτσι και ο Ηλιόπουλος έζησε τη χρυσή εποχή αλλά και τη μαύρη του, όταν αναγκάστηκε να περάσει στην αρπαχτή της βιντεοκασέτας. Συχνά πυκνά εμφανιζόταν και στην τηλεόραση, παραμένοντας πάντα δραστήριος και ακούραστος εργάτης της τέχνης.

 

 

Το θέατρο βρισκόταν βέβαια πάνω απ’ όλα, ήταν η απόλυτη προτεραιότητά του: «Πολλά χρωστάω στο ελαφρό θέατρο. Αλλά του έδωσα πιο πολλά. Την ψυχή μου».

 

Στην προσωπική του ζωή, ο γυναικάς Ηλιόπουλος που λάτρευε το ωραίο φύλο, όπως και εκείνο αυτόν, παντρεύτηκε το 1963 την αυστριακή καλλονή Χίλντεργκαρντ Βίντσερ, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Χίλντα και την Εβίτα. Για την τεράστια προσφορά του στο θέατρο, τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.

 

 

Ο γεμάτος φαντασία, ποιητική διάθεση, ονειροπόληση και παιδική αφέλεια Ντίνος Ηλιόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Ιουνίου 2001, έπειτα από μακρά νοσηλεία σε αθηναϊκό νοσοκομείο. Στο μνήμα του χαράχτηκε, κατ’ απαίτηση του πάντοτε αστείου Ηλιόπουλου, η επιγραφή: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ»…

 

 

 

 

Πηγή