Δε ξέρω πόσο καλό μπορεί να σου κάνει η ενασχόληση με το διαδίκτυο, αυτό άλλωστε εξαρτάται από τον τρόπο που το χειρίζεσαι και φυσικά τις ώρες που σπαταλάς μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Ξεκινώντας να γράφω για τους μύθους του ελληνικού κινηματογράφου, άρχισα να αποκτώ φίλους διαδικτυακούς από το χώρο του θεάματος. Αξιόλογους καλλιτέχνες με μια τεράστια πορεία, που επιτέλους τους γνώριζα έστω και με αυτό το τρόπο. Ένας από αυτούς υπήρξε ο Βασίλης Νικολαΐδης ένας από τους σπουδαίους του Ελληνικού Θεάτρου, ένα χαρισματικό άτομο, ένας σύγχρονος “υπηρέτης” του Πολιτισμού μας. Ένας από τους λίγους που δίνουν αξία και φως στο σήμερα, παρότι διατηρεί χαμηλό προφίλ.
Ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι ο άνθρωπος που με βοήθησε να ασχοληθώ με το κινηματογραφικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι και να ξεκινήσω τη σειρά των ιδιωτικών εκδόσεων με όλα τα σάουντρακ του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη. Άλλωστε οι μουσικές του για τον εγχώριο και διεθνή κινηματογράφο θεωρούνται από τις πιο σημαντικές μουσικές δημιουργίες.
Ποιος όμως είναι ο Βασίλης Νικολαϊδης;
Ο Βασίλης Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι γονείς του ήταν δυο εξαιρετικοί άνθρωποι, οι οποίοι έκαναν το καλύτερο δυνατό για το παιδί τους. Σε συνέντευξη του στο “Κουτί της Πανδώρας”, ο Βασίλης θυμάται: “… ο πατέρας μου ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας κι εγώ τότε ψαχνόμουν επαγγελματικά, μια ήθελα αρχιτεκτονική, μια ζωγραφική, μια φιλοσοφία, μια θέατρο. «Εγώ είμαι εδώ και θα σε βοηθήσω όσο περνάει απ’ το χέρι μου» μου είχε πει, «αλλά να ξέρεις ένα πράγμα: Οι αποφάσεις είναι δικές σου». Μου δημιούργησε ένα αίσθημα ευθύνης ότι δεν εξαρτιέσαι από κανέναν, αλλά γενικά ήταν καλοί γονείς…“. Τελικά σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και Θεατρολογία στο Παρίσι (ειδικευόμενος στην Όπερα).
Το 1982 και ενώ ακόμη βρίσκεται στη Γαλλική πρωτεύουσα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Μαρία Κάλλας – Οι μεταμορφώσεις μιας Τέχνης“.Τελειώνοντας τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις θα εργαστεί στη δισκογραφική εταιρεία Lyra. Εκεί θα επιμεληθεί ένα άλμπουμ (βινύλιο) με 6 μονόπρακτα με την Έλλη Λαμπέτη. Ως θεατρολόγος ήταν ίσως ο καταλληλότερος για να επιμεληθεί μια τέτοια έκδοση. Παράλληλα θα γνωρίσει την κορυφαία ερμηνεύτρια Αρλέτα και μια δυνατή φιλία θα αναπτυχθεί ανάμεσα τους.
Οι γνωριμίες του με το Μάνο Χατζιδάκι – και λίγο αργότερα με το Γιάννη Τσαρούχη θα το σημαδέψουν: ” Για μένα οι δύο μεγάλοι εκλιπόντες της ελληνικής κουλτούρας είναι ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις. Ήταν ένας αστός με βαθιά σκέψη ο Τσαρούχης, που δεν του φαινόταν καθόλου. Έδινε την αίσθηση ενός παλιού λαϊκού οργανοπαίκτη. Σου μιλούσε για τα πάντα σαν να ήταν χειρώναξ και περιέγραφε τη δουλειά του. Ένας εξαιρετικός και σημαντικός άνθρωπος!” θα πει χρόνια αργότερα ο Βασίλης, νοσταλγώντας όλα όσα έζησε με τους σπουδαίους αυτούς Έλληνες.
Και Παραγωγός μουσικών εκπομπών!
Ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητες του, εργάστηκε ως παραγωγός μουσικών εκπομπών στο Γ΄ Πρόγραμμα (από το 1984) και ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο (από το 1988). Επιμελήθηκε τα προγράμματα της Ορχήστρας των Χρωμάτων και έγραψε άρθρα σε πολιτιστικά περιοδικά (Τέταρτο, Δίφωνο κ.ά.). Έχει διδάξει υποκριτική σε νέους τραγουδιστές στο Ωδείο Ατενέουμ και στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας. Διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Μουσικής και Θεάτρου (1998) και με το Βραβείο Σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν» (2000). Διετέλεσε μέλος του ΔΣ της ΕΛΣ (1994), για την οποία, στο διάστημα 1991-2012, σκηνοθέτησε 19 παραγωγές ή/και αναβιώσεις παραγωγών έντεκα λυρικών έργων, μεταξύ των οποίων: Ένας χορός μεταμφιεσμένων [Un ballo in maschera], Αδριανή Λεκουβρέρ [Adriana Lecouvreur], Ο βαφτιστικός, Τα παραμύθια του Χόφμαν [Les contes d’Hoffmann], Άννα Μπολένα [Anna Bolena], Ο τροβαδούρος [Il trovatore], Κάρμεν [Carmen], Ναμπούκκο [Nabucco] (Ηρώδειο, 2010-11). Σκηνοθέτησε τις πρώτες παρουσιάσεις από την ΕΛΣ των έργων Η όπερα του ζητιάνου [The beggar’s opera] του Τζων Γκέυ (1996-97) και Ο γυρισμός του Αργύρη Κουνάδη (1990-91).
“4 Συναντήσεις“
Σπουδαίο κεφάλαιο στην πορεία του κατέχει και το βιβλίο του “4 Συναντήσεις“, όπου καταγράφει κάποια δικά του πράγματα από τις συναντήσεις του με το Τσαρούχη, το Χατζιδάκι, τη Μαίρη Αρώνη και το Νίκο Γεωργιάδη.
Ο Βασίλης Νικολαΐδης ζει σήμερα στην Αθήνα, σ΄ένα χώρο που θυμίζει περισσότερο Ναό Τέχνης αφού στο σπίτι του αναπαύονται ανέκδοτες άγνωστες ηχογραφήσεις τραγουδιών, αμέτρητα βιβλία και φυσικά οι μεγαλύτερες στιγμές της όπερας του 20ου αιώνα σε dvd. Εκείνο που τον κάνει να πονά για τις νεότερες γενιές Ελλήνων είναι τα πρότυπα τους, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Είμαστε στο τέλος του Πολιτισμού, πρέπει να το πάρουμε χαμπάρι!“