Κρατά στα γόνατα του την γεροντοκόρη αδελφή του και της τραγουδά: «ώχου ώχου τα μικρούλια, που χουν μείνει μοναχούλια» στο «Δεσποινίς ετών 39», ενώ πάλι εκτροχιάζεται με την ξαδέρφη της γυναίκας του στο «Ένα βότσαλο στην λίμνη. Το The Look. Gr σκιαγραφεί, ίσως, τον μεγαλύτερο κωμικό που πέρασε, τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Τρυφερός, πληγωμένος, γενναίος, ευαίσθητος, αυτός, ο «ένας ήρωας με παντούφλες», ο ζηλιάρης σύζυγος που εγκλωβίζεται στο κόμβο της Θυμαριάς παρουσία της γυναίκας του και της φιλεναδίτσας του. Ο Βασίλης που μπορεί να παίζει με κάθε ανάσα, να σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να βουρκώνεις με μια αγνότητα κι έναν αυθορμητισμό και συνάμα μια αγωνιστικότητα μαζί με μια τρυφερότητα και να βγάζει γέλιο. Γέλιο, γέλιο καθάριο χωρίς να μπαίνει σε άσεμνες χειρονομίες ή εκφράσεις, παρα μόνο με το πηγαίο του ταλέντο.
Γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και το 1915 αποφοίτησε από το περίφημο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1918 ήρθε στην Αθήνα και την επόμενη χρονιά εντάχθηκε στο δυναμικό του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. . Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εμφανίστηκε μόνο σε 12 κινηματογραφικές ταινίες «Ένα βότσαλο στην λίμνη», «Σαντα Τσικίτα», «Η κάλπικη λίρα», «Δελησταύρου και υιός», «Δεσποινίς ετών 39», «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Ο ζηλιαρόγατος», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», ” Μαντάμ Σουσού”, “Κακός δρόμος”, “ούτε γάτα ούτε ζημιά”, αλλά άφησε εποχή με τις θεατρικές του ερμηνείες. Συμμετείχε σε περισσότερες από 110 ελληνικές κωμωδίες και σε πάνω από 200 ξένα θεατρικά έργα. Στις περισσότερες εμφανίσεις, παρτενέρ του ήταν η Ίλια Λιβυκού, με την οποία υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή, χωρίς όμως ποτέ να παντρευτούν. Οι δύο ηθοποιοί έζησαν ένα μεγάλο έρωτα, αλλά ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν, κατά βάση, μοναχικός άνθρωπος. Η Λιβυκού, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Αμαλία Χατζάκη ήταν παντρεμένη και είχε 3 παιδιά. Όταν γνωρίστηκαν η Λιβυκού είχε ήδη χωρίσει. Σαν χαρακτήρας ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος κι αυτή προέτρεψε τον Βασίλη να δημιουργήσει το δικό του θίασο. Τον στήριξε με την δυναμικότητα της και την επιμονή της.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν βρισκόταν στη σκηνή, σκόρπιζε το γέλιο με μία και μόνο γκριμάτσα. Ο κόσμος τον αγαπούσε ιδιαίτερα επειδή, όπως έγραψε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε τον λαό και που έπαιξε για τον λαό». Στη ζωή του όμως δεν ήταν κοινωνικός. Δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έμενε μόνος του στο Παλιό Φάληρο. Άλλωστε τα δύο του αδέρφια ζούσαν μακριά, μια αδερφή στην Αμερική και ένας αδερφός στην Κωνσταντινούπολη.
Όσοι τον έζησαν, περιγράφουν ένα μοναχικό άνθρωπο που απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις και είχε αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο.
Ο ηθοποιός τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε πρόβλημα με την καρδιά του. Το 1957 είχε πάθει έμφραγμα και παρά τις συστάσεις των γιατρών να μην κουράζεται και να είναι πολύ προσεκτικός, συνέχιζε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να περιορίσει το ποτό και το κάπνισμα. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, οι συνάδελφοί του παρατήρησαν ότι είχε χάσει τη ζωντάνια του και κουραζόταν εύκολα, αλλά δεν τα παρατούσε. Το θέατρο αποτελούσε το δεύτερο σπίτι του. Λίγο πριν από το μοιραίο, είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι θα ήθελε να πεθάνει στο θέατρο. Το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου, ο Λογοθετίδης ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο, όπου πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Ο τελευταίος τίμιος». Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η οικιακή βοηθός άκουσε έναν ασυνήθιστο θόρυβο και έτρεξε στο μπάνιο, όπου τον βρήκε νεκρό.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στο πένθος όχι μόνο τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και χιλιάδες κόσμου, που αγαπούσε και θαύμαζε τον ηθοποιό. Ύστερα από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Στο «τελευταίο του ταξίδι» συνόδευσαν τον ηθοποιό 50.000 άτομα!
Ο Δημήτρης Χόρν είχε πεί για τον Λογοθετίδη πως«Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον κόσμο ως ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας».
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε μόνος, αλλά η τελευταία του διαδρομή έγινε όπως του άξιζε. Σε ένα ασπρόμαυρο κόσμο αλλά με αθωότητα το πάνδημο πλήθος αποχαιρέτισε τον άνθρωπο που του χάρισε ένα γέλιο με ποιότητα.