Και αφού λόγω των συνθηκών πρέπει να μένουμε ακόμα στο σπίτι και να διαχειριστούμε την κατάσταση όπως ο καθένας μπορεί, μια από τις ενασχολήσεις που μπορούμε να επιλέξουμε, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθένα μας, είναι και τα θεάματα, όπως θέατρο, κινηματογράφος, χορός κλπ που προσφέρονται σε μεγαλύτερη κλίμακα αυτόν τον καιρό.
Ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν και τρεις παραστάσεις του Έλληνα χορογράφου και σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαϊωάννου, του εικαστικού καλλιτέχνη, που οι περισσότεροι γνωρίζουν από την πρωτοπόρα δημιουργία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004, που όμως δεν είναι μόνον αυτό. Οι σκηνοθετικές και χορογραφικές συλλήψεις του έφεραν στην ελληνική σκηνή μια πρωτοποριακή ανανέωση και τον έκαναν γνωστό και στο διεθνές στερέωμα.
-
«2» – 2006
https://vimeo.com/76409048
-
Inside – 2011
https://vimeo.com/74864424
-
Primal Matter – 2012
https://www.youtube.com/watch?v=fVYnDxC3yuE
Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα και μέσα από αρχεία, ρεπορτάζ και συνεντεύξεις που σκάλισα σε βάθος χρόνου και έρχομαι με το μικρό αυτό αφιέρωμα – παρουσίαση, επικεντρώνοντας στο έργο του, να δούμε μαζί τον Δημήτρη Παπαϊωάννου με μια ματιά.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964 και από πολύ νωρίς ένιωσε πως τον «διαπερνούσε ένα ρεύμα» που δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί και να μην εκφραστεί. Ο άνθρωπος αυτός, είχε κάτι το διαφορετικό.
Όπως έχει παραδεχτεί, η διαφορετικότητα του δεν είχε να κάνει μόνο με το σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον οποίο δεν έκρυψε ποτέ. «Είχε να κάνει και με την καλλιτεχνική μου φύση».
Το 1981 γνωρίζεται με τον Γιάννη Τσαρούχη του οποίου το εργαστήρι γίνεται δεύτερο σπίτι του. Με το που τελείωσε το σχολείο έφυγε από το πατρικό του γιατί ήθελε να γίνει ζωγράφος και να ζήσει την δική του ζωή. Μπαίνει πρώτος στη Σχολή Καλών Τεχνών, σπουδάζοντας στα εργαστήρια του Δημήτρη Μυταρά και της Ρένας Παπασπύρου, αλλά το ανήσυχο ταλέντο του δεν περιορίζεται μόνο στη ζωγραφική και περνάει στα κόμικς που σύντομα γίνεται ο αγαπημένος κομίστας της γενιάς του, δημοσιεύοντας τις έγχρωμες ιστορίες του στη ‘«Βαβέλ». Το 1991 μάλιστα κέρδισε και το πρώτο βραβείο στο «Marseilles Biennale’s Comic competition». Παράλληλα αναλαμβάνει το design, όλων των μεγάλων industrial club της εποχής του, όπως Εργοστάσιο, Αεροδρόμιο, Άτομο.
Παράλληλα σπουδάζει χορό στη Σχολή της Μαίρης Τσούτη, την οποία γνώρισε μέσω του τότε συγκάτοικου του Αλέξη Μπίστικα, ενώ το 1983 φεύγει για τη Νέα Υόρκη και το «La Mamma Experimental Theatre Company» όπου μελετά την ιαπωνική τεχνοτροπία σύγχρονου χορού Butoh και παράλληλα πειραματίζεται με τη σχεδίαση κοστουμιών και σκηνικών αλλά και το μακιγιάζ.
Το 1986 ο Παπαϊωάννου, επιστρέφει στην Ελλάδα και γνωρίζει την Αγγελική Στελλάτου. Μαζί ιδρύουν την περίφημη «Ομάδα Εδάφους» της οποίας είχε την πλήρη καλλιτεχνική επιμέλεια, ένα χορευτικό σχήμα που διεύρυνε τα όρια της χορογραφίας στην Ελλάδα κα με την οποία στα 16 χρόνια παρουσίας της έμελλε να γεννηθούν 17 έργα, αποσπώντας κρατικά βραβεία χορού και παραγωγής, με τα οποία κέρδιζαν σιγά-σιγά το εναλλακτικό κοινό της Αθήνας, εισάγοντας τους θεατές σε ένα προσωπικό εικαστικό σύμπαν, αφού βρίσκει οικονομική υποστήριξη από ιδιωτικά και δημόσια ιδρύματα, γεγονός που του επιτρέπει να εξελίξει τις παραγωγές της ομάδας και να δημιουργήσει δίνοντας έμφαση στον φωτισμό, τα σκηνικά και τον ήχο, παραστάσεις υψηλής αισθητικής για τα δεδομένα της εποχής.
Το πρώτο έργο Το Βουνό, ανεβαίνει το 1987 και τον ίδιο χρόνο ακολουθεί Το Αδιάβροχο για την εκπροσώπηση της Ελλάδας στη 2η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρώπης και Μεσογείου στην Βαρκελώνη και το 1988 το Δωμάτιο Ι με τον Σταύρο Ζαλμά που είχε προστεθεί όσο έλειπε η Αγγελική Στελλάτου στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1990 στο Τελευταίο τραγούδι του Richard Strauss, χρησιμοποιεί για πρώτη φορά μουσική.
Ιδιαίτερο σκηνογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση Φεγγάρια 1992, που αποτελείται από δύο αυτοτελείς ιστορίες, τη Σαπφώ και το Φάσμα του Ρόδου.
Στη συνέχεια έρχεται η Μήδεια το 1993, που απέσπασε το πρώτο κρατικό βραβείο χορογραφίας και η οποία μέχρι το 2000 παρουσιάστηκε 52 φορές σε Ευρώπη και Μεσόγειο, αλλά και στη Νέα Υόρκη, μια παράσταση που σηματοδότησε το πέρασμα της ομάδας στις μεγάλες σκηνές και θεωρείται το κατεξοχήν δείγμα γραφής της.
Λίγο αργότερα, η παράσταση του, με τον τίτλο Ενός Λεπτού Σιγή, ήταν βασισμένη στην τελευταία δουλειά του Μάνου Χατζιδάκι, «Τα τραγούδια της αμαρτίας», που συνέθεσε πάνω σε τρεις ποιητικές συλλογές του Ντίνου Χριστιανόπουλου και σε ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά. Τα παραπάνω τραγούδια έχουν ως θέμα τη σκληρή πλευρά του έρωτα μεταξύ ανδρών μέσα από ένα θεμελιώδες μοτίβο, την απελπισία της μοναξιάς.
Το 1997 σχεδιάζει τον Δράκουλα σαν ένα έργο ολόλευκο, αφού η μυθολογία γύρω από τον Δράκουλα τον συνάρπαζε πάντα. Στην προσωπική του ζωή είχε μόλις αντιμετωπίσει το δίλημμα να συνεχίσει να σχετίζεται ή όχι ερωτικά με κάποιον που μόλις είχε ανακαλύψει ότι είναι οροθετικός. Προτίμησε να φύγει επειδή φοβόταν. Σκέφτηκε τότε ότι το δίλημμα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι ήταν σαν την αιώρηση της Mina στον Δράκουλα, ότι μπορούσαν να δουν τον Κόμη ως την ενσάρκωση των επικίνδυνων, σκοτεινών και μεθυστικών ερωτικών ενστίκτων και τον Jonathan ως το φως του συμβατικού έρωτα, τον εξημερωμένο σύζυγο ενός πληκτικού «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
Με την Ανθρώπινη Δίψα το 1999, μια παράσταση με έξι έργα (Ευαγγελισμός, Η Βουτιά, Σκαλοπάτια, Τραγούδι ’99, Ζεϊμπέκικο, Το Τελευταίο Τραγούδι – χορογραφία 1990) απέσπασε Κρατικά Βραβεία Χορού, Καλύτερης Παραγωγής και Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας (Αγγελική Στελλάτου).
Τέλος, στα τελευταία προσωπικά του έργα, παρατηρείται μια υποχώρηση του εικαστικού στοιχείου έναντι του θεατρικού-δραματικού, ενώ αρχίζει παράλληλα να πειραματίζεται με την non linear αφήγηση, την οποία ακολουθεί στο Για πάντα (2001), που υπήρξε και η τελευταία δουλειά του με την Ομάδα Εδάφους, το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Χορού “Καλύτερης Παραγωγής».
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, όμως, δραστηριοποιήθηκε κι εκτός της Ομάδας Εδάφους με μία σειρά αξιόλογων παραστάσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συνεργάζεται με το Μέγαρο Μουσικής για το οποίο σκηνοθετεί μουσικά έργα, όπως Η Ιφιγένεια στο Γεφύρι της Άρτας (1995) του Γιώργου Κουμεντάκη για σοπράνο, τρομπέτα και sampled πιάνο, σε στίχους Δημήτρη Παπαϊωάννου – Γιώργου Κουμεντάκη και Καταιγίδα (1997).
Η Η Ιφιγένεια στο Γεφύρι της Άρτας ήταν παραγγελία της Ελένης Βαροπούλου για το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όταν πρωτοάνοιξε τις πύλες του στους Έλληνες χορογράφους. Zητήθηκε ένα μικρό σόλο έργο, με τη δυνατότητα συμμετοχής μέχρι δύο δευτερευόντων ερμηνευτών και μέχρι δύο μουσικών, αλλά καθώς ο Παπαϊωάννου εξάντλησε αυτές τις δυνατότητες, το έργο που συνέθεσε δεν έμοιαζε καθόλου με σόλο. Τραβώντας στα άκρα την αφηγηματική γλώσσα του βωβού κινηματογράφου, τη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη και τις κινήσεις των ερμηνευτών του, το έργο είναι ένα περιπαικτικό σχόλιο στο συνδυασμό των δύο αυτών μύθων, ενός αρχαίου και ενός λαϊκού, που και οι δύο αφορούν στη θυσία.
Με την Καταιγίδα φτιάχνει μια παράσταση πάνω στη μουσική σύνθεση του Γιώργου Κουμεντάκη, προσπαθώντας να αποδώσει κάτι από την μαυρόασπρη κομψότητας της ταινίας “La notte” του Αντονιόνι, μετά από παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής για μία μεγάλου μήκους παράσταση..
Το 1996 σκηνοθετεί σε μια συνεργασία με τον Γιώργο Κουμεντάκη και τον Σωκράτη Σωκράτους Τα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ, ένα σόλο για την Όλια Λαζαρίδου, που ήταν και η μοναδική παράσταση που έκανε για παιδιά.
Το 1999 σκηνοθετεί και χορογραφεί την Επιστροφή της Ελένης, μια μονόπρακτη όπερα σε τρεις χρόνους και έξι σκηνές, του Θάνου Μικρούτσικου, σε συνεργασία με την Όπερα του Montpellier και την Όπερα της Φλωρεντίας. Χρησιμοποίησε τις αισθητικές λύσεις που είχε δειγματίσει στο Ηφαίστειο της Άλκηστης Πρωτοψάλτη το 1997 και προσπάθησε να προσεγγίσει την όπερα σαν βωβό κινηματογράφο ή υπερμέγεθες κουκλοθέατρο.
Το 2000 ο Παπαϊωάννου είναι ενθουσιασμένος που αναλαμβάνει το έργο του Μπελίνι La Sonnambula, τις άριες του οποίου είχε ήδη χρησιμοποιήσει στη Μήδεια το 1993. Ενώ ήταν περήφανος για τον τρόπο κου συνέλαβε και κατανόησε το έργο, δεν έμεινε ικανοποιημένος με το ανέβασμα της, θεωρώντας ότι έπρεπε να είναι πιο τολμηρός και να υπάρχει περισσότερος χρόνος να δουλέψει.
Το 1998 του πρότεινε η Λίνα Νικολακοπούλου να σκηνοθετήσει την παράσταση για το τελευταίο της έργο με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη Σαν Ηφαίστειο που Ξυπνά. «Είμαι ευτυχής που έκανα την παράσταση, παρόλο που είχα τύψεις ότι ξεπουλιόμουν. Το γεγονός ότι ανέβηκε η παράσταση αντί σε νυχτερινό κέντρο σε θέατρο ήταν μια νίκη» είχε πει τότε ο Παπαϊωάννου. Και ήταν πραγματικά υπέροχο θέαμα που είχα κι εγώ την τύχη να το δω στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.
Την ίδια χρονιά σκηνοθετεί μια μουσική παράσταση της Χαρούλας Αλεξίου με μουσική από τον δίσκο το Παιχνίδι της αγάπης. Η Χάρις Αλεξίου τραγουδούσε κάτω από ένα μεγάλο ασημένιο πλάτανο. Καθώς ερμήνευε ένα δημοτικό τραγούδι, το δέντρο έσκυβε και χαμήλωνε τα φορτωμένα με φύλλα κλαδιά του, αγκαλιάζοντάς την. «Aυτή ήταν νομίζω η πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς» είχε πει…
Για τη δεύτερη παράσταση που σχεδίασε για την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, της έφτιαξε μια τετράγωνη πλατφόρμα που μπορούσε να ανασηκώνεται από το πάτωμα, να γίνεται επικλινής και να περιστρέφεται προς διάφορες κατευθύνσεις. «Η μεγάλη στιγμή αυτής της δεύτερης συνεργασίας ήταν η συμμετοχή του Σταμάτη Κραουνάκη. Αν και το κομμάτι του διαρκούσε μόλις 20 λεπτά – σε μια σκηνή με ένα πιάνο και ένα ψυγείο – και ήταν λιγότερο εντυπωσιακό και με μικρότερη συνδρομή της τεχνολογίας, κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Κατάφερνε πάντοτε να τραγουδά με έναν οικείο και προσωπικό τόνο, ακόμη και σε ένα νυχτερινό κέντρο» είχε πει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και απόλυτα το καταλαβαίνω έχοντας και προσωπική εμπειρία.
Το 2002 ο Παπαϊωάννου αναστέλλει την λειτουργία της Ομάδας Εδάφους, λίγο πριν αναλάβει την τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, αφού ήδη από το 2001 του είχε γίνει η πρόταση για την πρώτη παρουσίαση.
Μια εμπειρία που άλλαξε την ζωή του όταν μέσα σε μια νύχτα τα φώτα της παγκόσμιας δημοσιότητας έπεσαν πάνω του. Μια συναρπαστική εμπειρία σε όλους γνωστή, γι’ αυτό παραθέτω μόνο τα λόγια του ίδιου του δημιουργού της. «Η Τελετή που ονειρεύτηκα να συνθέσω είχε καθαρότητα στη φόρμα και οικονομία στο χρώμα, εστίαζε την προσοχή της αποκλειστικά στην ιστορία της τέχνης, ακολουθούσε μια αισθησιακή προσέγγιση της ελληνικής ταυτότητας και είχε μια υποδόρια σεξουαλικότητα που θα την έκανε ελκυστική και στα έγκατά της ύπαρξης μας. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια οικειότητα σε μια μεγάλη, θεαματική κλίμακα και να αποταθώ σε αρχετυπικά αισθήματα και εικόνες, για να μπορέσει να λειτουργήσει η τελετή σε πνευματικό αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο. Η Τελετή δεν θα μπορούσε να είναι μια ιστορία – μπορούσε μόνο να είναι το ξετύλιγμα μιας ονειρικής ακολουθίας».
Θέλω να σταθώ όμως σε κάτι που ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό. Την προσωπική του κρυφή στιγμή που τρύπωσε στην Τελετή Έναρξης, τον Έρωτα πού έβαλε να ίπταται πάνω από το Ολυμπιακό Στάδιο, που είχε αντιγράψει από το γνωστό άγαλμα του Έρωτα που σπάει στο πόδι του το τόξο, στο Ζάππειο. Όταν το έκανε αυτό ήξερε ότι αναφερόταν στο πρώτο του αίσθημα, έναν Γερμανό τον Πίτερ, όταν στα 17 του για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε «ότι μπορείς να πεθάνεις από τον πόθο».
Τα επόμενα χρόνια μετά τον θρίαμβο του 2004, πολλοί βιάστηκαν να μεμψιμοιρήσουν ότι θα έχει την ίδια τύχη με την Ολυμπιακή Αθήνα να ξεθωριάσει σιγά-σιγά, επειδή δεν παρουσίασε κάτι αξιόλογο με τα διεθνή πάντα στάνταρ, όπως οι περισσότεροι περίμεναν, αλλά δεν θα αργήσει να τους διαψεύσει.
Την επόμενη χρονιά, ο Παπαϊωάννου διακόπτει την περίοδο απομόνωσης και ξεκούρασης από την Ολυμπιακή εμπειρία, όταν του ζητήθηκε από τον Γιώργο Κουμεντάκη να επιμεληθεί καλλιτεχνικά μια συναυλία του. Το ΠΡΙΝ ήταν βασικά ένα μουσικό γεγονός και ανέλαβε να το επενδύσει σκηνοθετικά με διακριτικότητα και κομψότητα, κάνοντας αναφορές σε κάποιες εικόνες από τα παλιά του έργα Δράκουλα και Καταιγίδα, τη στιγμή που παιζόταν η αντίστοιχη μουσική.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα για να πλαισιώσει το προσωπικό του καλλιτεχνικό σύμπαν, σε παραγωγές όπως το “2” και το ΜΕΣΑ.
Το 2006 επιστρέφει στον χώρο της προσωπικής του έκφρασης με το “2” ένα έργο για 22 άντρες, σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Βήτα. Ήταν η πρώτη του δουλειά χωρίς την Ομάδα εδάφους μετά την Ολυμπιάδα. Ο ίδιος λέει: «Η παράσταση είναι σαν ένα παιχνίδι, σαν ένα ελαφρύ τσίρκο, από το οποίο προκύπτουν εικόνες που έχουν να κάνουν με το πώς εμείς τα αγόρια μεγαλώσαμε, τι μας ζητήθηκε όταν ήμασταν μικρά και με ποιον τρόπο αισθανόμαστε αυτό τον κόσμο, όντας και οι καταπιεστές του».
Μέσα σε αυτό το παιχνίδι φαντασίας υφέρπει η ανάγκη για την επαφή, την ολοκλήρωση του εγώ με το εμείς. Είναι η ανάγκη να γίνει σύστημα η μονάδα με κάποιον άλλο. Η ανάγκη για τη συνεργασία, τη συμπόρευση, τη φιλία, το ζευγάρωμα. Η ανάγκη να συνδιαλαγείς με έναν άλλο άνθρωπο. Πρέπει να ομολογήσω επίσης ότι είμαι περήφανος που πραγματεύθηκα το θέμα της ανδρικής φύσης με κατανόηση, στοργή αλλά και τον απαραίτητο κυνισμό». Ο Άρης Σερβετάλης εξαιρετικός, γίνεται ένα με το σύνολο και αποδεικνύεται επιτυχέστατη η επιλογή και ενός μη χορευτή.
Φυσικά υπήρχαν και εκείνοι που δυσανασχετούσαν με την θεματολογία της «Μπαλάντας για Αγόρια» και σχολίασαν την απουσία της γυναίκας. Η απάντηση ήρθε αργότερα όταν σε σχετική συζήτηση ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είπε ότι «τους άνδρες μπορώ και να τους ξεφτιλίσω και να τους απομυθοποιήσω. Τις γυναίκες πρέπει να τις μυθοποιώ. Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι κατευναστικό καλλιτεχνικά, αλλά δεν δύναμαι. Δεν μπορώ να τις κάνω κρέας. Δεν αισθάνομαι πως έχω το δικαίωμα».
Το «2» πέρα από την αναπάντεχη εισπρακτική επιτυχία, με πάνω από 100.000 χιλιάδες εισιτήρια, απέσπασε πέντε θεατρικά βραβεία του κοινού του Αθηνοράματος, μεταξύ αυτών και του καλύτερου Σκηνοθέτη.
Το 2008 ο Παπαϊωάννου, παρουσιάζει τη Μήδεια 2 κατά παραγγελία του Υπουργείου Πολιτισμού για το «Πολιτιστικό Έτος της Ελλάδας στην Κίνα», μία διαφορετική, σύγχρονη και μινιμαλιστική οπτική του μύθου.
Μια ασπρόμαυρη επανάληψη της Μήδειας του 1993, πιο αυστηρή από την πρώτη, νεανική εκδοχή του με την Ομάδα Εδάφους, πιο εγκεφαλική και πιο αφαιρετική, όμως με μια εξαιρετική Ευαγγελία Ράντου να παίρνει εδώ τη θέση της Αγγελικής Στελλάτου στο ρόλο της Μήδειας.
Το 2009 επιστρέφει ξανά αναλαμβάνοντας την έκθεση «Heaven Live» στην 2η Μπιενάλε της Αθήνας, ενώ εγκαινιάζει την ανακαινισμένη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού με το Πουθενά.
Ο σκηνοθέτης εμπνεόμενος από την ανακαινισμένη θεατρική σκηνή, δημιούργησε ένα έργο για τον συγκεκριμένο θεατρικό χώρο, που στόχο είχε να αναδείξει τις δυνατότητές του μέσα από την αναμέτρηση των ανθρώπινων σωμάτων με αυτόν.
Για τον λόγο αυτό, επέλεξε να παρουσιάσει τη σκηνή εντελώς «γυμνή» με μοναδικό σκηνικό και δραματουργικό περιεχόμενο τους απογυμνωμένους σκηνικούς μηχανισμούς της, επιχειρώντας να συνθέσει, όπως δήλωσε ο ίδιος, «ένα σκηνικό ποίημα υπαρξιακού περιεχομένου».
Το 2010 μετά την επιστροφή του από την Νέα Υόρκη που είχε πάει με υποτροφία του Ιδρύματος Fulbright αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια στο κτίριο Τσίλλερ του Εθνικού με την Ρένη Πιττακή να διαβάζει την Δ΄ Ραψωδία της Ιλιάδας, σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη.
Την ίδια χρονιά καταπιάνεται με το Κ.Κ. 13 ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη σε μουσική Λένας Πλάτωνος και ερμηνευτή τον Γιάννη Παλαμίδα.
Το 2011 ανεβάζει στο Παλλάς το ΜΕΣΑ, μια εξάωρη παράσταση – performance, όπου μέσα σε ένα δωμάτιο που είχε διαμορφωθεί η σκηνή του θεάτρου, στο οποίο 30 ερμηνευτές επαναλάμβαναν μια σειρά από δρώμενα βασισμένα σε καθημερινές στιγμές. H performance ξεκινούσε πριν μπει το κοινό στο θέατρο και τελείωνε αφού έφευγε και ο τελευταίος θεατής. Οι θεατές μπορούσαν να φύγουν όποια στιγμή το επιθυμούσαν.
Ολόκληρο το δωμάτιο έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μεγαλύτερη αίσθηση του βάθους, έχοντας ως κέντρο ολόκληρης της σύνθεσης τη θέα που αλλάζει διαρκώς. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η εντύπωση ενός πίνακα ζωγραφικής (το εξωτερικό τοπίο), μέσα σε έναν άλλον πίνακα, που είναι ο ίδιος ο χώρος της σκηνής με τους ερμηνευτές.
Το σκηνικό αυτό πείραμα τεράστιων διαστάσεων αν και θα μπορούσε να ονομαστεί ποιητικό, δεν είχε την αναμένουσα ανταπόκριση από το κοινό, ίσως γιατί οι περισσότεροι αντλούν το ενδιαφέρον τους από το τι θα επακολουθήσει πράγμα που δεν υπήρχε στη χωρίς πλοκή αυτή performance.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ανακοίνωσε το ψηφιακό ανέβασμα του ΜΕΣΑ, δηλώνοντας: «Τώρα που όλοι έχουμε σταματήσει για να μείνουμε μέσα, σας παρουσιάζω το ΜΕΣΑ. Ένα εξάωρο, αμοντάριστο μονοπλάνο. Χρησιμοποιήστε το για το desktop σας, για διαλογισμό, για συντροφιά, για αναστοχασμό, ως ένα νανούρισμα. Έχει στόχο να σε κάνει να «χαθείς» και να ξαναβρείς τον εαυτό σου».
Το 2012 έρχεται με ένα έργο για δύο άντρες, την Πρώτη Ύλη. Σύλληψη, Σκηνοθεσία, Σκηνικά, Κοστούμια και Φωτισμοί δικά του, με διθυραμβικές κριτικές από τον ελληνικό και διεθνή τύπο για την εντυπωσιακή αυτή επάνοδό του.
Χωρίς σκηνικά, χωρίς ειδικούς φωτισμούς, χωρίς μουσική, αλλά μόνο με τα απολύτως απαραίτητα υλικά, η Πρώτη Ύλη του Δημήτρη Παπαϊωάννου με τον ίδιο να ανεβαίνει ξανά επί σκηνής, καταγράφει τη διαδικασία της δημιουργίας.
Η παράσταση είχε παρουσιαστεί στο Εδιμβούργο, στο πλαίσιο της έκθεσης της συλλογής του Δημήτρη Δασκαλόπουλου «From Death to Death and Other Small Tales». όπου μπροστά σε ένα κοινό ιδιαίτερα ενημερωμένο και με μερικούς από τους σημαντικότερους επιμελητές τέχνης και διευθυντές μουσείων σύγχρονης τέχνης, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Μιχάλης Θεοφάνους κατόρθωσαν να καθηλώσουν με την σωματική αφήγηση που εκίνησε από τον Αριστοτέλη και περιηγήθηκε μοναδικά μέχρι και τον Dali, τον Τσαρούχη και τον Francis Bacon.
Το 2014 έρχεται με το Still Life, μια παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, με τους Άρη Σερβετάλη, Δρόσο Σκώτη, Μιχάλη Θεοφάνους, Αργύρη Πανταζάρα, Καλλιόπη Σίμου, Παυλίνα Ανδριοπούλου και τον ίδιο τον Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Ο Παπαϊωάννου, έχοντας πλέον ως γνώμονα ότι η ποίηση μπορεί να δημιουργηθεί από ευτελή υλικά, συνεχίζει τη σκηνοθετική του πορεία, αναδεικνύοντας όλο και περισσότερο την ουσία αυτών των υλικών και προβάλλοντάς τα πλέον ως πρωταγωνιστές.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από τον μύθο του Σίσυφου και όπως και σε προηγούμενα έργα, έτσι κι εδώ, όλες οι δράσεις εκτυλίσσονται στη σιωπή με στόχο να διακρίνονται μονάχα οι ήχοι που δημιουργούν οι ερμηνευτές από τη διαλογική τους σχέση με τα αντικείμενα.
Ακολούθησαν εγκωμιαστικά σχόλια, δεν έλειψαν όμως όπως γίνεται πάντα και κάποιες αντιρρήσεις σχετικά με ορισμένα στοιχεία της παράστασης. Ειδικότερα, έγινε αναφορά στη σκηνή με τη μεταλλική σκάλα, η οποία θεωρήθηκε ότι δεν ταίριαζε με την κατά τα άλλα απίστευτη συνέπεια του έργου, καθώς και στην απουσία της μουσικής σύνθεσης, η οποία έκανε την παράσταση λιγότερο ατμοσφαιρική.
Τέλος, τόσο για το Still Life, όσο και για την Πρώτη Ύλη, απονεμήθηκε στον Δημήτρη Παπαϊωάννου το βραβείο του καλύτερου χορογράφου για το 2015, από το ιταλικό περιοδικό Danza & Danza. Στο άρθρο του περιοδικού όπου ανακοινώθηκε η απονομή του συγκεκριμένου βραβείου γράφτηκε: «Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σκηνή σαν μια μεγάλη παλέτα ζωγραφικής στην οποία ο χρόνος διαστέλλεται και παίρνει μορφή σ’ ένα σύμπαν ανθρώπινων σωμάτων, ύλης και φωτός […] Ένας ζωγράφος της σκηνής που, ακόμα και από τον δάσκαλο του, Ρόμπερτ Ουίλσον […] καταφέρνει να μεταφέρει μία οξυδερκή αντίληψη της σύγχρονης κοινωνίας […]
Η τεράστια επιτυχία που γνώρισαν οι Τελετές Έναρξης και Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, απέδειξε την ικανότητα του Παπαϊωάννου στη διεξαγωγή μεγάλων εικαστικών θεαμάτων διεθνούς εμβέλειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να του ανατεθεί ένα αντίστοιχο έργο, ελαφρώς μικρότερης κλίμακας, που ήταν η Τελετής Έναρξης των Πρώτων Ευρωπαϊκών Αγώνων, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μπακού στις 12 Ιουνίου το 2015. Ο Παπαϊωάννου, γνωρίζοντας πλέον τις απαιτήσεις και τους σκοπούς ανάλογων τελετών και ανεξαρτήτως με την προσωπική του έκφραση, όσον αφορά στην τέχνη του, προσπάθησε και εδώ να δημιουργήσει ένα θέαμα αντίστοιχο των περιστάσεων.
Η τελετή έναρξης των πρώτων Ευρωπαϊκών Αγώνων, του 2015 στο Μπακού με τον τίτλο Origins συνδύασε την υψηλή αισθητική με την πλέον σύγχρονη τεχνολογία, οργανώνοντας μια μοναδική ιστορική αφήγηση της χώρας και χάρισε στον Δημήτρη Παπαϊωάννου έξι υποψηφιότητες των βραβείων Emmy.
Ειδικότερα, ο στόχος του σε αυτήν την Τελετή ήταν να διηγηθεί μια «παγκόσμια ανθρώπινη ιστορία» με βασικό αφηγηματικό υλικό την παράδοση μιας ξένης χώρας, αυτής του Αζερμπαϊτζάν, γεγονός που αποτέλεσε για τον ίδιο τιμή αλλά και πρόκληση.
Ακόμη, επεδίωκε ένα θέαμα σύγχρονο, ευρηματικό και καθολικό, επιδεικνύοντας παράλληλα ιδιαίτερο σεβασμό στην τεράστια και μακραίωνη κουλτούρα της χώρας. Τέλος, όπως και στις προηγούμενες Τελετές, επιθυμούσε να δημιουργήσει μια αίσθηση οικειότητας, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν χώρο τεραστίων διαστάσεων.
Τον Μάϊο του 2017 ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έρχεται στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση με τον Μεγάλο Δαμαστή, μια διεθνή υπερπαραγωγή που καθήλωσε και μάγεψε πλήθος θεατών ανά τον κόσμο και αποθεώθηκε στην πρεμιέρα του στο λονδρέζικο Sadler’s Wells, στο πλαίσιο του φημισμένου φεστιβάλ Dance Umbrella.
Δημιουργεί μια παράσταση μεγάλης εικαστικής και καλλιτεχνικής δύναμης, με αναφορές στην ελληνική μυθολογία, σε πίνακες των Andrea Mantegna, Gustave Courbet και Rembrandt ή σε ταινίες όπως η Οδύσσεια του Διαστήματος του Stanley Kubrick. Άλλες φορές με χιούμορ και άλλες με μελαγχολική διάθεση, η παράσταση προτείνει ένα ταξίδι με τις αισθήσεις προς τις βασικές δυνάμεις που ο άνθρωπος καλείται να δαμάσει μέσα του για να ολοκληρωθεί.
Ως μάστορας της ψευδαίσθησης, ο Παπαϊωάννου καταπιάνεται με θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης – το πεπρωμένο, ο θάνατος, η φιλότητα. Ζωγραφίζει κινούμενες εικόνες που ξεπερνούν την πραγματικότητα, σκηνές που συνδυάζουν την πλαστικότητα, το σωματικό θέατρο, το τσίρκο, το χορό, την performance, και αιχμαλωτίζουν όλες τις αισθήσεις. Ένα ερευνητικό έργο άκρως προσωπικό, δομημένο πάνω σε αμέτρητες υποβλητικές εικόνες, που μας καλούν να σκεφτούμε αλλά και να δραπετεύσουμε, να απολαύσουμε ελεύθερα ένα εικαστικό «συμπόσιο» καθηλωτικής ομορφιάς, να ανοίξουμε τα μάτια διάπλατα ενώπιον νέων πραγμάτων και να αφεθούμε μαγνητισμένοι σε μια παρέλαση σουρεαλιστικής εικονοποιίας. Ένα παράδοξο τσίρκο που ζωντανεύει εικόνες οι οποίες συνθέτουν και αποσυνθέτουν την ιστορία του βηματισμού του ανθρώπου πάνω στη Γη.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μιας¬ φαντασίωσης, ενός ονείρου, μιας φιλοσοφικής σκέψης στη σκηνή με μια σχεδόν υπερβατική δύναμη και διαισθητική λεπτομέρεια όσο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Η αναζήτηση και η συνάντησή του με μια ομάδα δέκα εξαιρετικών ερμηνευτών.
Ο Έλληνας χορογράφος με τον Μεγάλο Δαμαστή ήταν υποψήφιος στα βραβεία Olivier για την διάκριση «Outstanding achievement in dance». Υποψήφιοι ήταν επίσης ο John Macfarlane με τη «Λίμνη των Κύκνων» στη Royal Opera House και ο Akram Khan με το έργο «Xenos», ο οποίος ήταν και ο νικητής.
Ένα ακόμη επίτευγμα του σύγχρονου θεάτρου, όπου η κίνηση και η εικόνα καταλαμβάνουν σημαντικό ρόλο, αποτελεί το Χοροθέατρο (έννοια που μεταφράζει το γερμανικό Tanztheater). Όπως προδίδει και η ονομασία του, πρόκειται για μια σύζευξη στοιχείων τόσο του χορού, όσο και του θεάτρου. Το είδος αυτό καθιερώθηκε μέσα από το έργο της Γερμανίδας χορεύτριας και χορογράφου Pina Bausch, (1940-2009), η οποία αναζητώντας ένα διαφορετικό τρόπο έκφρασης, συνδύασε τη θεατρική τέχνη με τη χορευτική γλώσσα του σώματος, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο ύφος.
Εννέα χρόνια μετά την αιφνίδια απώλεια της Pina Bausch, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ τη σαιζόν 2017-2018, Adolphe Binder, προσκάλεσε για πρώτη φορά έναν χορογράφο, εκτός του σχήματος, να χορογραφήσει το θρυλικό ανσάμπλ, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Αποδεχόμενος τη μεγάλη πρόκληση, ο Παπαϊωάννου καταφέρνει στο Since she, με τις χαρακτηριστικές, μαγικές εικόνες του, να αποτίσει φόρο τιμής στη μεγάλη Pina Bausch και, ταυτόχρονα, να ξαναδώσει ζωή στην κληρονομιά που εκείνη άφησε στον χορό.
Η συγκεκριμένη συνεργασία αποδεικνύει τη μεγάλη αναγνώριση που απέκτησε το έργο του Παπαϊωάννου τα τελευταία χρόνια, καθώς και τη συγγένειά του με το Χοροθέατρο της Pina Bausch. Τέλος, ο σκηνοθέτης αναλογιζόμενος την πορεία που ακολούθησε δήλωσε σχετικά: “Είμαι έκπληκτος που η ζωή με οδήγησε εδώ. Και πολύ συγκινημένος. Είναι τιμή μου να δημιουργήσω σε συνεργασία με καλλιτέχνες που με συγκλόνισαν όταν ήμουν μόλις είκοσι χρονών. Καλλιτέχνες που από τότε παρακολουθώ πιστά ερωτευμένος. Η πρώτη μου επαφή μ’ ένα αριστούργημα στο θέατρο ήταν με την Pina Bausch. Η ζωή μου άλλαξε για πάντα. Είμαι ευγνώμων για την εμπιστοσύνη και θα δώσω τον καλύτερο μου εαυτό για ν’ ανταποκριθώ στην πρόκληση”.
Το New Piece Ι – Since she 2018, είναι η πρώτη δημιουργία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, για μια άλλη ομάδα και η πρώτη φορά που το Χοροθέατρο του Βούπερταλ παρουσιάζει ένα έργο χωρίς την υπογραφή της Pina Bausch.
Μια σειρά από εικόνες υπέροχης εικαστικής ομορφιάς αντλούν από τον κόσμο της Pina Bausch την κομψότητα και τον απρόσμενο σουρεαλισμό τους. Χωρίς ούτε στιγμή να χάνει το βάθος της εικαστικής του παιδείας και τις ελληνικές αναφορές του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου καταφέρνει να στήσει επί σκηνής έναν καθρέφτη που αναδεικνύει όλες τις αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πρεμιέρα της νέας δημιουργίας του Δημήτρη Παπαϊωάννου έχει προγραμματιστεί για τις 6 Μαΐου 2020 στην Αθήνα. Aυτή θα είναι η δεύτερη διεθνής συμπαραγωγή έργου του, μετά τον Μεγάλο Δαμαστή.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου μόλις ολοκλήρωσε στην Αθήνα τις ακροάσεις για την επιλογή των ερμηνευτών του νέου έργου. Για πρώτη φορά η πρόσκληση για τις ακροάσεις ήταν διεθνής.
Ας ελπίσουμε ότι όλα θα πάνε καλά και δεν θα αποκλειστούμε όπως με τον Μεγάλο Δαμαστή που μέσα σε δέκα λεπτά δεν υπήρχε εισιτήριο ούτε για δείγμα και για τις δύο ημέρες που παρουσιάστηκε τον περασμένο Νοέμβρη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση…
Στον Δημήτρη Παπαϊωάννου απονεμήθηκε η διάκριση «Εurope Theatre Prize 2017» και είναι ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που κερδίζει τη διάκριση από το 1987 όταν και ο Jacques Delors, πρόεδρος της Κομισιόν τότε, εγκαινίασε την πρωτοβουλία. O Έλληνας καλλιτέχνης ήταν ένας από τους εκλεκτούς πρωταγωνιστές του πολιτισμού της Ευρώπης που τιμήθηκαν με το βραβείο, ενώ παράλληλα, βραβεύθηκαν για τη μέχρι τώρα πορεία τους οι ηθοποιοί Jeremy Irons και Isabelle Huppert με ειδική αναφορά «στη σταδιοδρομία και την ικανότητά τους να περνούν από το θέατρο στον κινηματογράφο, όπως και το αντίθετο».
“Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει συμβάλλει ουσιαστικά στο χώρο του σύγχρονου θεάτρου. Έχει την ικανότητα να αφηγηθεί κάθε ιστορία -είτε αυτή είναι προϊόν μυθοπλασίας, είτε ιστορικό γεγονός, είτε ανθρώπινα συναισθήματα- και κάθε φορά το κάνει με ένα τρόπο που δεν μπορείς να λησμονήσεις” αναφέρει στο σημείωμα της η επιτροπή του θεσμού που έκλεινε 30 χρόνια επιβράβευσης των ανθρώπων του πνεύματος
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν να «πέσει» και να μην καταφέρει να «ξανασηκωθεί». Εκείνος καταφέρνει εδώ και τρεις δεκαετίες να αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι του με όποια πτυχή της τέχνης κι αν καταπιάνεται: ζωγραφική, κόμικς, εικαστικά, χορό, τελετές Ολυμπιακών και Ευρωπαϊκών Αγώνων. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν ζούσε μία ζωή χωρίς να παραδέχεται το ποιος πραγματικά είναι, αν δεν είχε επιλέξει να ζήσει στα 18 του χρόνια μακριά από την οικογένειά του, ανεξάρτητος, αν δεν είχε πιστέψει στα όνειρά του κι αν, για χάρη τους, δεν είχε ρισκάρει τα πάντα για να ζήσει αποκλειστικά για (και από) αυτό που αγαπά όσο τίποτα: την τέχνη.
Όταν ρωτήθηκε πώς θα ήθελε να βλέπαμε τα έργα του εκείνος απάντησε: «Εύχομαι να καταφέρνω να σας υπνωτίζω λίγο. Να σας προτείνω ενατένιση κι όχι παρακολούθηση. Να θέλετε περισσότερο να νιώσετε, παρά να καταλάβετε».
Και θεωρώ ότι το έχει πετύχει στο έπακρο, αφού η παραστάσεις του αποτελούν πάντα μια ποιητική και ονειρική ενατένιση, που σε ταξιδεύουν σε μονοπάτια του μυαλού σου που ίσως και δεν περίμενες…