Και μεταβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου…
Για 75 λεπτά ένα κυριακάτικο βράδυ του 21ου αιώνα απέκτησε τον ρομαντισμό σχεδόν 2 αιώνων πριν, σε μια γλώσσα αισθαντική, όπου παρόλη τη δυσκολία της, μαγεύει αυτιά και νου.
Στο θέατρο Αλκμήνη μια ομάδα νέων παιδιών εργάστηκαν, αισθάνθηκαν και έζησαν στιγμές που μόνο ο πλούτος της ανεξίτηλης στον χρόνο, λογοτεχνίας μπορεί να προσφέρει.
Αφορμή η δραματοποίηση ενός διηγήματος στα όρια της νουβέλας, του αξεπέραστου Γεωργίου Βιζυηνού. Δύσκολο εγχείρημα και μάλιστα εν έτει 2024.
Η γλώσσα αγκάθι, ίσως για πολλούς, η προσέγγιση του έρωτα πολύ διαφορετική από τη σημερινή, το κείμενο αν και αποτελεί θαυμάσιο δείγμα της λογοτεχνικής μας παράδοσης δεν παύει να αποτελεί για τους περισσότερους ένα ξεχασμένο σχολικό απόσπασμα κάποια τάξης του γυμνασίου ή του λυκείου. Πολλά πλην για μια παράσταση μαζεύονται ξαφνικά, τι όμως ισχύει;
Το πάθος συντρίβει.
Aυτή η αρχή δεν έχει χρονικούς περιορισμούς. Ο ήρωας, ο Πασχάλης, είχε στην Αθήνα μια σύντομη ερωτική σχέση, η οποία και τον «τραυματίζει» ανεξίτηλα. Θεωρεί τον εαυτό του ηθικά μολυσμένο από την προηγούμενη σχέση του, «μεταχειρισμένο», προδομένο για τα αγνά του αισθήματα, ακόμη και ρυπαρό, και γι΄ αυτό ακατάλληλο να ανταποκριθεί σ΄ ένα ιδανικό έρωτα, αυτόν της Κλάρας. Ο αφηγητής, παιδικός φίλος του Πασχάλη μας εντάσσει, με γρήγορο ρυθμό, στη ψυχικό κόσμο των δυο ερωτευμένων σε ένα κοσμοπολίτικο στις ιδέες, έργο. Στις αναδρομές του κειμένου δημιουργείται μια κατάσταση, που πέρα από τα φυσικά εμπόδια, οι ατραποί του μυαλού δημιουργούν πλείστες αγκυλώσεις. Αλλά ας μη σταθούμε στη υπόθεση του έργου, αλλά στην ίδια τη δραματοποίησή του.
Τρία παιδιά γνωρίζοντας τη παράδοση, αλλά ενδεδυμένα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παραστασιολογία συλλαμβάνουν τη μεταβλητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς γλυκερούς υπερσυναισθηματισμούς. Δίνοντας έμφαση στη φθορά του νου και στην αδιαπερατότητα του έρωτα ακολουθούν μεν πιστά το κείμενο με το ψυχογραφικό του βάρος επανεξετάζουν δε, μέσα από σκηνοθετικά ευρήματα, τον σκηνικό ρεαλισμό που διέπει το κείμενο.
Ακόμη στον αρνητισμό της ζωής, το λευκό (άσπρο πουκάμισο, βαμβάκι-χιόνι, πανί) ενισχύει τη λαμπερή ωχρότητα ανθρώπων και συναισθημάτων. Λευκό που λειτουργεί άλλοτε ως χάδι, δείγμα αγνότητας, αλλά κυρίως ως διαφάνεια της ψυχής των ηρώων.
Η σωστή λειτουργία του φωτισμού με την πρέπουσα χρήση του, φώτισε τις αναδρομές του κειμένου, αλλά και τις ψυχικές καταστάσεις των ηρώων, σκιαγραφώντας πέρα από τον εσωτερικό τους κόσμο, κινητικές δεξιότητες ξεχωριστών ηθοποιών που η επιμονή στην αρτιότητα φαντάζει μονόδρομος.
Μέσα από την ερμηνεία της εξαιρετικής σε λυρισμό γλώσσας του κειμένου, οι ηθοποιοί πρόταξαν την υψηλή τους τέχνη και μετέδωσαν στο θεατή το κύριο νόημα του έργου: το ατελές της ανθρώπινης φύσης, το αδύνατον της πλήρους τελείωσή της. Οι ήρωες ρημαγμένοι όλοι οδηγούνται σε σκοτεινούς δρόμους, άλλος της τρέλας, άλλος του θανάτου, άλλος της μοναξιάς και του οριστικού αποχωρισμού.
Αλληλουχία του λόγου, προσαρμογή του στις απαιτήσεις του κειμένου… εκεί… ἐν Γοττίγγῃ, μικρᾷ τοῦ Ἀννοβέρου πόλει… κι ύστερα λαβόντες εἰσιτήριον διὰ Κλάουσθαλ…
Τα γεμάτα από συγκίνηση μάτια των παιδιών που εκτέλεσαν με τον πιο θαυμάσιο τρόπο όσα επί μήνες διδάχθηκαν, καταμαρτυρούν το σθένος της ψυχής τους αποδεικνύοντας γι’ άλλη μια φορά την ηθική διάσταση του θεάτρου.