Ήμασταν κι εμείς εκεί, τη Δευτέρα το βράδυ 14 Σεπτέμβρη κάτω από τον Ιερό βράχο της Ακρόπολης, που φωτιζόταν αδρά από το εξασθενίζοντας ημισεληνοειδές φεγγάρι, όπου «αναβίωσε» και πάλι η θρυλική «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη, μια σύγχρονη μουσικοθεατρική υπερπαραγωγή, που δημιούργησε ο Γιώργος Βάλαρης, γεμάτη φως, τραγούδι, ποίηση και Ελλάδα.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Βάλαρης, έχει ερευνήσει την ιστορία της ιστορικής παράστασης του 1962 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, ήδη από σπουδαστής του Εθνικού.
Και με τον σεβασμό που τρέφει προς τον μεγάλο δημιουργό, που θεωρεί και πνευματικό του πατέρα, έφτιαξε μια σύγχρονη απόδοση, την «Όμορφη Πόλη» του 2020.
Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, αφού τότε είχε επιθεωρησιακό χαρακτήρα, σε μιαν άλλη εποχή όπου και η ανανέωση της επιθεώρησης φαινόταν επιτακτική.
Ο Θεοδωράκης καταθέτει εκεί την πλούσια επέκταση του οράματος του για ένα λαϊκό τραγούδι με βάση την μελωδικότητα, εστιάζοντας σε έννοιες όπως έρωτας, θάνατος, άνθρωπος, ξενιτιά, ρωμιοσύνη, επανάσταση.
Τα τραγούδια του και ειδικότερα αυτά με την επαναστατική αύρα, έμειναν περισσότερο συνδεδεμένα με την γενιά του Πολυτεχνείου, που ενθάρρυνε αυτήν την ανανεωτική ανάγκη.
Ήταν όμως και από τους πρώτους που μελοποίησε τους ποιητές μας και τους έφερε πιο κοντά στον κόσμο. Δίκαια σήμερα συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους δημιουργούς μας. Το έργο του είναι τεράστιο και αναγνωρίσιμο στον καθένα ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων
Ο ίδιος ο Γιώργος Βάλαρης, μας λέει ότι οδηγήθηκε μοιραία σε μονοπάτια που πολλές φορές χρησιμοποίησε ο σπουδαίος δημιουργός και κυρίαρχα σε αυτό της αρχαίας τραγωδίας. Έτσι, έδωσε στη νέα προσέγγιση του έργου τη μορφή της «σύγχρονης λαϊκής τραγωδίας».
Και με άξονα πάντα τις ίδιες έννοιες, που την καθιστούν διαχρονική και πάντα επίκαιρη στο πέρασμα του χρόνου, με την αμερικανοποίηση του τρόπου ζωής,
«την απομάκρυνση από τις ρίζες μας, και την μεθοδευμένη εξαθλίωση του νου και της αισθητικής του Έλληνα»,
όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο σκηνοθέτης.
Ακόμα και σήμερα, στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, το πλήγμα που δέχεται το θέατρο και γενικά οι τέχνες και ο πολιτισμός, αλλά και η έκπτωση των ιδανικών και η διαστρέβλωση εννοιών όπως ο πατριωτισμός, έκαναν πιο επιτακτική την ανάγκη να θυμηθούμε τις ρίζες μας και της δικαιοσύνης τον ήλιο τον νοητό.
Αυτή η σύγχρονη λαϊκή τραγωδία σε σπονδυλωτή μορφή, περικλείει ολόκληρο το έργο του μεγάλου δημιουργού, με τραγούδια από την παλιά επιθεώρηση, αλλά και άλλες διαχρονικές επιτυχίες του.
Τα τραγούδια αυτά λειτουργούν ως χορικά, άρρηκτα συνδεδεμένα και με την ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, που δεν είναι ευρέως γνωστή και ανεβαίνει για πρώτη φορά στην θεατρική σκηνή, μαζί με τα πεζά κείμενα του Γιώργου Βάλαρη.
Τον ρόλο του χορού και των «υποκριτών» αυτής της «τραγωδίας» αναλαμβάνει ένα άξιο καστ ηθοποιών, τραγουδιστών και χορευτών που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για να αναδείξουν το τεράστιο αυτό έργο.
Με μια σύγχρονη χορογραφία του Φώτη Νικολάου να θυμίζει αρχαία τραγωδία, στήνει το χορικό του με μια καλοστημένη ομάδα με τους Ιωάννα Θεοδώρου, Αλέξανδρο Κεϊβανάι, Ηλία Μπαγεώργο, Φαίδρα Νταϊόγλου, Αλέξανδρο Σταυρόπουλο και Στεφανία Σωτηροπούλου να δίνουν τέμπο και ρυθμό.
Ίσως να με ξένισε λίγο η «μπαλετοποίηση» του χασάπικου, κάτι που έχουν δοκιμάσει αρκετοί ξένοι, όμως εδώ θα το ήθελα στην πρωταρχική του μορφή σαν Έλληνας.
Οι ηθοποιοί αντάξιοι όλοι της περίστασης, έδωσαν καθένας με τον τρόπο του την δύναμη και τον ήχο που άγγιζε τις εσωτερικές μας συναισθηματικές χορδές, με τις απαγγελίες του πεζού και του ποιητικού λόγου.
Μοιραία κάποιοι θα ξεχώριζαν, γιατί η κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη με την επιβλητική παρουσία της, σκόρπισε ρίγη συγκίνησης με εκείνη τη σπαρακτική φωνή, την γεμάτη παράπονο για το αδικοχαμένο παιδί της.
Από τον Γιώργο Κιμούλη που τον έβλεπα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες, δεν περίμενα κάτι λιγότερο από το να κυριαρχήσει στην σκηνή με την κάθε λέξη και κάθε ανάσα σωστά μετρημένες, να ανεβάζει το ποίημα εκεί που του έπρεπε.
Μα πόσο αναπάντεχα υπέροχη και συγκινητική και η δραματική ερμηνεία της Ελισάβετ Μουτάφη στην ενότητα έρωτας.
Ο Κωνσταντίνος Καζάκος με μια οικεία φωνή απήγγειλε κι ερμήνευε όμορφα τις λέξεις, ενώ από τις νεότερες θεατρικές παρουσίες ο Άκης Σιδέρης πατούσε γερά και ανταπεξήλθε στις απαιτήσεις του λόγου και της κίνησης, όπως και ο Αιμίλιος Ράφτης, που ενώ έχει το εκτόπισμα θα μπορούσε να είναι περισσότερο κινητικός.
Όσο για την Πέγκυ Σταθακοπούλου, ήταν μια λαμπερή παρουσία που στάθηκε ως ομότιμη δίπλα στους μεγάλους.
Αισθητή δυστυχώς από όλους η απουσία του Κώστα Καζάκου από την σκηνή, για λόγους που δεν γνωρίζουμε. Μας άφησε με τη γεύση της στιβαρής φωνής του, που ακούστηκε στην υψηλής αισθητικής υποστηρικτική video art, όπου και εκφράζει κυρίαρχα είτε το υποσυνείδητο των πασχόντων προσώπων είτε την ατμόσφαιρα και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες γράφτηκαν τα τραγούδια.
Όπως και στην αρχαία τραγωδία έτσι κι εδώ εναλλάσσονταν ο πεζός λόγος και ο διάλογος με το τραγούδι που υποστήριξαν ο Δημήτρης Μπάσης, ο Μίλτος Πασχαλίδης, η Φωτεινή Βελεσιώτου και η Σαλίνα Γαβαλά.
Ο καθένας χωριστά αλλά και όλοι μαζί ενώνοντας τις φωνές τους ύμνησαν για μια ακόμα φορά τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Γκάτσο, τον Λειβαδίτη… Ο Μίλτος Πασχαλίδης δυνατά πατούσε σε γνώριμες γι’ αυτόν νότες, ενώ η Φωτεινή Βελεσιώτου δυστυχώς δεν είχε το σθένος να ανταποκριθεί σε αυτό το μήκος κύματος.
Όσο για τον Δημήτρη Μπάση, ήταν αυτός που ξεχώρισε σηκώνοντας τον πήχη ψηλά, αφού η στεντόρεια και μεστή φωνή του απογείωνε τις νότες και τα συναισθήματα, άγιος ερμηνευτής μεγάλων τραγουδιών.
Και φυσικά ένας ακόμα μεγάλος πρωταγωνιστής, η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» με βιρτουόζους οργανοπαίχτες που δίκαια προκάλεσαν αβίαστα το χειροκρότημα σε στιγμές έξαρσης.
Και κλείνει η παράσταση με ένα παιδί που παίζει βιολί, την μικρή Παναγιώτα Χριστίνα Ζαρείφη, ένα παιδί που συμβολίζει το μέλλον, την ελπίδα.
Με εναλλαγές χρωμάτων, τα φώτα έλουζαν πλούσια τα δρώμενα επί σκηνής και μαζί με την video art minimal προβολή στον μεγαλοπρεπή τοίχο του Ηρώδειου, συμπλήρωναν την φαντασμαγορική αυτή παράσταση.
Η δύναμη ψυχής και το πάθος του Γιώργου Βάλαρη, που αναγνωρίστηκαν και από τον ίδιο τον μουσικοσυνθέτη, ήταν οι βάσεις γι’ αυτήν την Όμορφη Πόλη που υμνείται ο έρωτας, η ξενιτιά, ο θάνατος, το «Άξιον εστί», η επανάσταση… η Ελλάδα.
Η «Όμορφη πόλη» δεν είναι καν Πόλη. Είναι το κρίταμο, το ευχαριστώ, η ανάσα σου… κάθε τι που κάνει την όμορφη πόλη πιο όμορφη. Μην την ψάξεις στον χάρτη. Είναι δίπλα σου, είναι ο άνθρωπός σου, η φωνή σου…είναι οι φωνές μας.
Αυτή ήταν η Όμορφη Πόλη του Γιώργου Βάλαρη μια αντάξια ωδή για το μέγεθος του μεγάλου μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, στην οποία ανταποκρίνεται με μια συγκινητική επιστολή, μετά την πρώτη παράσταση του Γενάρη στο Μέγαρο Μουσικής.
«Αγαπητέ μου Γιώργο,
Έφυγα μετά την παράσταση ευτυχής και προβληματισμένος. Όχι για σένα και τους εξαίσιους συνεργάτες σου αλλά για μένα και για το έργο μου.
Η σκηνοθεσία και η ερμηνεία με επηρέασαν βαθιά. Τελικά αυτό που είδα και που άκουσα ήταν ένα Όνειρο! Και νομίζω ότι έτσι το εισπράττει και το κοινό.
Τα στοιχεία, τα υλικά υπήρχαν.
Τι έλειπε; Έπρεπε να έρθει ένας άνθρωπος όπως εσύ, με δύο βασικές ιδιότητες πέραν της αξίας του: την Αγάπη και την Πίστη.
Έτσι κατόρθωσες να αναδείξεις την πνευματικότητα και τους κρυμμένους συμβολισμούς του έργου μου πλάθοντας τελικά ένα νέο πρόσωπο που να πατάει γερά στη σύγχρονη πραγματικότητα και ταυτόχρονα να στοχεύει στο Μέλλον. Στο Αύριο της Ελλάδας και του Κόσμου.
Κι αυτό είναι μια νίκη για μένα, γιατί οι δοκιμασίες που επέλεξα να ζήσω με βοήθησαν να γεννήσω ιδέες και έργα σαν κι αυτό της Όμορφης Πόλης.
Η παρουσία σου στη ζωή μου δεν είναι τυχαία. Ήρθες στις πιο κρίσιμες στιγμές ενός ανθρώπου για τον οποίο η δικαίωση αποτελεί την τελευταία αλλά και μέγιστη επιθυμία.
Σε ευχαριστώ θερμά και σε παρακαλώ να διαβιβάσεις τις θερμές μου ευχαριστίες και σε όλους τους συντελεστές της παράστασης.»
Αθήνα, 21.1.2020
Μίκης Θεοδωράκης
Στο Ηρώδειο παραυρέυηκε πλήθως επώνυμων, φίλοι και συνάδελφοι των συντελεστών, για να τους συμπαρασταθούν και να τους χειροκροτήσουν, ενώ ξεχώριζε η παρουσία του γλυκύτατου 93χρονου Γιάννη Βογιατζή που δεν θα ήθελε να λείπει από αυτή την γιορτή.
Περισσότερο όμως θα σταθώ στις χιλιάδες ανώνυμων που παρά τις αντίξοες συνθήκες, έδωσαν το παρόν, τηρώντας τα περιοριστικά μέτρα, δείχνοντας έτσι την ανάγκη να ξεφύγουν από τον ασφυκτυκό κλοιό που ζούμε.