Μια απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο θέατρο Ροές, αφού επιμείναμε και ξαναπήγαμε μετά από την προσωρινή αναβολή λόγω τραυματισμού… το «9.25» από την ομάδα χορού και ακροβασίας «Κι όμΩς κινείται»… Μια εκπληκτική performance μοναδικής σύλληψης και άψογης εκτέλεσης από ένα ενιαίο ensemble…

 

Κριτική – Παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής

 

 

Μια ελεγεία για το αδυσώπητο κυνήγι του χρόνου και την δυνατότητα επαναπροσδιορισμού και επανεκκίνησης… Εκπληκτική πρωτότυπη μουσική πρωταγωνιστής και αυτή στην δράση της συνεχούς ροής εκφρασμένης με τελειότητα από την ομάδα με σύγχρονο χορό, ακροβατικά, παντομίμα, ποίηση… Ένα θέαμα υψηλών προδιαγραφών και αισθητικής, μοντέρνο, ποιητικό… Ένα μικρό αριστούργημα από την χορέυτρια και χορογράφο Χριστίνα Σουγιουλτζή και την Ομάδα.

Μια Ομάδα που γεννήθηκε από τη συνύπαρξη χορευτών και ακροβατών, δυο αγόρια και δύο κορίτσια ορμάνε στην «αχανή» όπως φαίνεται στα μάτι μας/τους αίθουσα, κάτι σαν μικρογραφία του σύμπαντος και μπαίνουν σε ένα αδυσώπητο κυνήγι του χρόνου, αυτό που βιώνουμε όλοι σήμερα με τους ρυθμούς που μας έχουν επιβληθεί.

 

 

Γιατί ο χρόνος ρέει και καμιά στιγμή δεν είναι ίδια με την άλλη κι εμείς έχουμε πολλές φορές την αίσθηση ότι δεν προλαβαίνουμε, τρέχουμε ασθμαίνοντας και πόσες φορές νοιώθουμε αυτήν την ανάγκη να σταματήσουμε τον χρόνο, ή να τον πάμε πίσω για έναν αναπροσδιορισμό.

Τέσσερα σώματα που δεν ξέρουμε και δεν μα νοιάζει αν είναι χορευτές ή ακροβάτες ή οτιδήποτε άλλο γιατί τα βλέπουμε με αέρινη κίνηση, υποβλητική, πλαστική, ξεκάθαρη και να μπλέκονται με έναν τρόπο αλλόκοτο με τους τροχούς που αλληγορικά και αυτοί αποτελούν γρανάζια του χρόνου.

Δύο ανισομεγέθεις  τροχοί ενωμένοι με ένα αντιστάθμισμα στη μέση αποτελούσαν την μεταλλική κατασκευή του Σταύρου Μάνεση, μια πολύ έξυπνη σύλληψη που παρέσυρε μαγικά τα τέσσερα σώματα με έναν τρόπο μοναδικό κάτω από τους ήχους ηλεκτρονικούς και όχι μόνο και σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με μελωδίες και ήχους που παίζονταν επί σκηνής και κάθε τόσο άλλαζαν από νοσταλγικοί, μελωδικοί, αγχωτικοί, έτρεχαν και οι ήχοι σαν τον χρόνο.

 

 

Την μουσική διέκοπταν μόνο οι ήχοι και το τρίξιμο των τροχών. Τα βιαστικά ποδοβολητά των ανθρώπων που τρέχουν να προλάβουν, κάποιες σαν άναρθρες μα και με κάποιο νόημα κραυγές, κάποια σαν παιδικά τραγούδια και κάπου-κάπου στο μικρόφωνο ευθυτενής ο Νίκος Μάνεσης συνοδεύει την μουσική με λέξεις επαναλαμβανόμενες, εμμονικές, ακαθόριστες, βουητά, βγαλμένα από ψυχή με μια τόσο υπέροχη φωνή που σε υπνωτίζει.

Έχουμε λοιπόν πολλούς πρωταγωνιστές σε αυτήν την ιδιαίτερα θεαματική performance, τους τέσσερεις χορευτές-ηθοποιούς-ακροβάτες που είναι όλα μαζί, Νώντα Δαμόπουλο, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Νίκο Μάνεση και Αντιγόνη Λινάρδου, ντυμένους ευφάνταστα με γεύση σουρεάλ από την Φανή Μουζάκη.

 

 

Έχουμε τον μουσικό επί σκηνής με την μπάσο κιθάρα και τα ηχογραφημένα μουσικά κομμάτια από την πρωτότυπη μουσική του Κλέωνα Αντωνίου και της Ομάδας, που την βρήκα συναρπαστική να ρέει αβίαστα όπως ο χρόνος και να συνοδεύει εντυπωσιακά τα σώματα που μπερδεύονταν με τους τροχούς.

Και όλα αυτά φωτισμένα όπως πρέπει από την Μαρία Αθανασοπούλου. Και έχουμε και την «μηχανή» του Σταύρου Μάνεση να δεσπόζει στη σκηνή και να παρασέρνει τα πάντα.

Ίσως θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν είναι ευδιάκριτη η ιστορία που πραγματεύεται η παράσταση. Μα τόσο όσο ευδιάκριτη είναι και η ροή του χρόνου. Και δεν σε νοιάζει καθόλου αφού μπορείς να το δεις από πολλές οπτικές γωνίες. Είτε σαν σύγχρονο χορό με ακροβατικά ρυθμού, είτε σαν μια χορογραφική παράσταση.

 

 

Σε κάθε περίπτωση ήταν ένα θέαμα μοναδικό, σύγχρονο, ποιητικό, καθηλωτικό. Και ήταν σημαντικό που το θέατρο ήταν γεμάτο και σε κάθε παράσταση ορδές περιμένουν να μπουν, γιατί αυτό σημαίνει πως αρκετός κόσμος ακόμα και ειδικά νέοι σε ηλικία ψάχνουν και ψάχνονται.

Και κλείνει η παράσταση με μια «γιορταστική» παρέλαση από τα υπόλοιπα παιδιά της Ομάδας ντυμένα με τα ίδια χαρούμενα κοστούμια τους να τρέχουν και να μετρούν και αυτά ανάποδα τον χρόνο σαν να θέλουν να τον επαναπροσδιορίσουν και αυτοί.

Μια παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιούνιο του ’21 στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Το «9.25» του τίτλου αναφέρεται σε ώρα. Κι όλο το έργο είναι μια αλληγορία πάνω στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ίδιοι οι δημιουργοί του έργου «9.25: Η στιγμή της αναχώρησης, η βία της αναχώρησης, η βία του «αφήνω πίσω», η αναγκαιότητα του «αφήνω πίσω», του «πάω αλλού», η αναγκαιότητα της αναγέννησης, ενός νέου κύκλου ζωής.»

Μια παράσταση που μπορεί κανείς να την επεξεργαστεί με τον δικό του τρόπο και αν μη τι άλλο να την αφιερώσει στον ίδιο του τον εαυτό, που η αέναη ροή του χρόνου σε κάνει πολλές φορές να μην μπορείς να έχεις μιαν αποκλειστική συνάντηση μαζί του, να τον γνωρίσεις καλύτερα, να συμφιλιωθείς μαζί του και να τον αγαπήσεις περισσότερο.

Συμπαθάτε με, αλλά είναι από αυτές τις φορές που τα βρήκα όλα τέλεια…