Είδαμε το σκληρό μα και τραγικό έργο του Νηλ Λαμπιούτ «Πως Να Νικήσεις Την Μοναξιά», που πραγματεύεται την βαθύτερη υπαρξιακή διάσταση της απώλειας, του πένθους και της μοναξιάς, σε αποφάσεις ζωής που δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να σηκώσει το βάρος τους.

 

Κριτική – Παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής

 

 

Ο Νήλ Λαμπιούτ γνωστός ήδη στην Ελλάδα ανήκει στην αιρετική θεατρική πρωτοπορία του αμερικανικού θεάτρου και στο έργο αυτό θίγει το  ευαίσθητο ζήτημα της εθελούσιας υποβοηθούμενης ευθανασίας, εκεί που η παράταση της ζωής είναι μια οδυνηρή μακρόσυρτη πορεία προς ένα προδιαγεγραμμένο θάνατο.

Μέσα από προσωπικά του βιώματα παρουσιάζει χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα, πέρα από τα όρια του Νόμου και της Ηθικής, μέσα από ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις.

Η Τζόντυ (Μαρία Μπρανίδου) και ο Μπραντ (Χρίστος Λύγκας) είναι ένα από αυτά που λένε αγαπημένα ζευγάρια, δείχνουν να είναι δεμένοι στη ζωή και να νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Τίποτα δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να διαταράξει την αρμονία τους, αν η Τζόντυ δεν είχε την κακή τύχη να διαγνωστεί με ανίατη ασθένεια.

 

 

Μια κατάσταση επίπονη που την σιγοβασανίζει και αυτήν και τον σύντροφο της που προσπαθεί να είναι δίπλα της, να την συμπαραστέκεται και να την φροντίζει. Η Τζόντυ αισθάνεται κάποια στιγμή ότι δεν έχει πλέον τις αντοχές να συνεχίσει να ζει έτσι με μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς ένα θάνατο που συμπαρασέρνει και τις αντοχές του άντρα της.

Παίρνει μια απόφαση τελικά αλλά θεωρεί ότι πρέπει να την μοιραστεί με το έτερον της ήμισυ ο οποίος όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα.

Αναζητούν λοιπόν την βοήθεια ενός τρίτου που δεν θα βρισκόταν καταλληλότερος από τον Τέιτ, παλιό της γνώριμο από το σχολείο. Ο Τέιτ (Γεράσιμος Μαύρος) επιλέχτηκε λόγω ενός αδιευκρίνιστου βεβαρημένου παρελθόντος, ενώ ο ίδιος δέχεται να βοηθήσει λόγω της ιδιαίτερης συμπάθειας που έτρεφε για την κοπέλα και ίσως κάτι σαν προσωπική εξιλέωση.

Το έργο αυτό ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Χρίστο Λύγκα, ιδρυτή και καλλιτεχνικό Διευθυντή του Οργανισμού Πρώτες Ύλες, ο οποίος φαίνεται να είναι εξοικειωμένος με τον Νηλ Λαμπιούτ, αφού είχε καταπιαστεί και παλιότερα με το «Σκοτεινό Σπίτι».

Δύσκολο και τολμηρό εγχείρημα το έργο αυτό εξ’ αιτίας της λεπτής θεματικής του, αλλά τα καταφέρνει άψογα με το να μεταφέρει αυτό το θέμα στον θεατή, χωρίς να παίρνει θέση, που είναι και το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει, αλλά να δώσει τροφή για σκέψεις και προβληματισμό και να τον αφήσει μόνο του να το επεξεργαστεί ο καθένας από την δική του οπτική γωνία.

Έχει όμως και τον δύσκολο ρόλο να σκηνοθετήσει τον εαυτό του αφού ερμηνεύει τον Μπραντ, τον οποίον ζωντανεύει με θαυμάσια απλότητα και εναλλαγή συναισθημάτων, όντας ο σύζυγος που ενώ εκ πρώτης όψεως συμφώνησε με την απόφαση της γυναίκας του, στην ουσία αδυνατεί να το δεχτεί θέλοντας την δίπλα του και κάθε επιπλέον πολύτιμο για εκείνον λεπτό.

 

 

Ο Χρίστος Λύγκας μια εντυπωσιακή παρουσία με άνεση στις εναλλαγές συναισθημάτων παρουσιάζει έναν Μπραντ βαριά φορτισμένο, κάπως εμμονικό, λίγο φοβισμένο, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτό που του συμβαίνει, έναν άνθρωπο που από την μια θέλεις να του συμπαρασταθείς και από την άλλη να θυμώνεις με την υπερβολή της εμμονής του.

 

 

Ο Γεράσιμος Μαύρος σωστή επιλογή για τον ρόλο του Τέιτ, ερμηνεύει με στωικότητα ενσυναίσθηση αλλά και αποφασιστικότητα, ενώ η αντιπαραθέσεις των δύο αντρών είναι εκρηκτικές και σε κάποιες στιγμές προκαλούν έναν ίλιγγο από την προσπάθεια τους για επικράτηση.

 

 

Η Μαρία Μπρανίδου είναι η πρωταγωνίστρια που φέρει το βάρος της απόφασης και είναι καθόλα λιτή, σκεπτικιστική, αλλά και αποφασισμένη για τη μοίρα της, έρχεσαι αμέσως κοντά της όταν βλέπεις καθαρά ζωγραφισμένη την κούραση και την απόγνωση. Εξαιρετική και συναρπαστική στην τελευταία σκηνή που οδεύει προς τα φώτα που δεν υπάρχει γυρισμός.

Το εικαστικό περιβάλλον και τα σκηνικά αρκετά λιτά απλά διεκπαιρεοτικά που τα ξεχνάς γρήγορα με την ένταση της δραματουργίας και την αφοσίωση στις συναισθηματικές εκρήξεις.

Τα φώτα μόνο σε κάποια σημεία θέλουν λίγο προσοχή να μην τυφλώνουν τους πλαϊνούς θεατές στην μικρή αίθουσα που όμως έχει το αβαντάζ να σε κάνει να βρίσκεσαι σχεδόν δίπλα τους και να συμμερίζεσαι τις αγωνίες και τα συναισθήματα τους.

 

 

Η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη προσδίδει στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μιας πραγματικά πρωτότυπης και τολμηρής παράστασης σωστά δοσμένης, από την οποία φεύγεις με ένα μεγάλο βάρος συναισθημάτων που πρέπει να αναλύσεις όταν καταλαγιάσει η φόρτιση, ίσως κάπου μόνος σου… και τότε θα συνειδητοποιήσεις και θα πεις μα πως είναι ναι δυνατόν να νικήσεις την μοναξιά… το πολύ να την ξεγελάσεις…

 

Ταυτότητα παράστασης

Συγγραφέας: Νήλ Λαμπιούτ

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη

Σκηνοθεσία: Χρίστος Λύγκας

Δραματουργική Επιμέλεια: Τόρστεν Ίσραελ

Εικαστικό Περιβάλλον: Γιάννης Μετζικώφ – Πρώτες Ύλες

Μουσική: Γιώργος Κουμεντάκης

Μουσική Επιμέλεια: Νίκος Τριβουλίδης

Σχεδιασμός φωτισμού: Πρώτες Ύλες

Φωτογραφίες: Νάσια Στουραΐτη

Γραφιστικά: Γιώργος Κτενίδης

Επικοινωνία/ Δημόσιες Σχέσεις: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: Θεατρικός Οργανισμός «Πρώτες Ύλες»

Διανομή: Μαρία Μπρανίδου, Χρίστος Λύγκας, Γεράσιμος Μαύρος