Μια κριτική ματιά στην παράσταση «Εγώ η Λένγκω» του Βασίλη Γιαννόπουλου σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαντέλη, με αφορμή την φιλοξενία της απόψε στο θέατρο Αλτιναλμάζη στην Αλεξανδρούπολη, με τους Γεωργία Ζώη, Σταύρο Βόλκο, Κατερίνα Βολίκα και Γιώργο Σίσκο.
Κριτική – παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής
Το καλοκαίρι του 2021 που διανύουμε συνέπεσε με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την επιστροφή στις υπαίθριες θεατρικές σκηνές μετά από τον πολύμηνο εγκλεισμό.
Το θέατρο βέβαια δεν έμεινε αμέτοχο σε αυτόν τον εορτασμό και έτσι είδαμε πληθώρα παραστάσεων από έργα συγγραφέων που άντλησαν έμπνευση τους από τους δυο αυτούς αιώνες, αλλά και σύγχρονα έργα που γράφτηκαν ειδικά για την επετειακή αυτή περίοδο.
Έργα που παρουσιάζουν γνωστές και άγνωστες πτυχές της επανάστασης και των ηρώων της, με ιστορικές μυθοπλασίες, άλλα με χιούμορ και καυστικότητα, επιχειρώντας να εξετάσουν εκ νέου τη σχέση μας με τις έννοιες του Ελληνισμού και της ελληνικότητας.
Ένα από αυτά που είδαμε ήταν και το έργο «Εγώ η Λένγκω» που έγραψε ο Βασίλης Γιαννόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς της ελληνικής δισκογραφίας. Το έργο αυτό γράφτηκε ειδικά για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο στοιχεία από το 1821, αλλά προχωράει στον χρόνο και φτάνει μέχρι το σήμερα, ένα έργο διαχρονικό.
Τη σκηνοθεσία της παράστασης που περιλαμβάνει πρόζα, αλλά μουσική και κινησιολογία, αναλαμβάνει η Κατερίνα Μαντέλη με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Αδαμαντίας Μαντελένη.
Πρωταγωνίστρια είναι η Λένγκω μια γυναίκα Ηπειρώτισσα, μια ηρωίδα, που την βλέπουμε σε μια αλληλουχία ζωών, από την περίοδο της επανάστασης του 1821, την Γερμανική κατοχή του 1940, τις αιματοβαμμένες ημέρες του Πολυτεχνείου, την Μεταπολίτευση, που ζει σε κάθε περίοδο κάτω από την σκιά του πολέμου, με διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά.
Κοινός παρανομαστής, τα ίδια προβλήματα από τον φόβο του εκάστοτε κατακτητή, την πείνα και την εξαθλίωση. Ένα ταξίδι που είναι γεμάτο από ηρωισμούς, αλλά και προδοσίες.
Στο ρόλο της Λένγκως της ανώνυμης αυτής ηρωίδας γυναίκας, ηρωίδας μάνας, που αντιπροσωπεύει κάθε γυναίκα σε κάθε εποχή, δεν θα μπορούσε πιο κατάλληλη να βρεθεί από την Τζουμερκιώτισσα Γεωργία Ζώη, η οποία ωσάν πρωθιέρεια στο βωμό κάθε εποχής παλεύει ενάντια στα δεινά και γίνεται προστάτης των παιδιών της και των παιδιών όλου του κόσμου κατ’ ακολουθία.
Όμως οι σπονδές της Γεωργίας Ζώη σε τούτο τον βωμό, αποκτούν εξέχοντα ρόλο με το τραγούδι αφού όλα τα ηπειρώτικα μοτίβα και μοιρολόγια τόσο τα πρωτότυπα όσο και τα διασκευασμένα στηρίζονται στη δική της βιωματική σχέση και ενασχόληση με το ηπειρώτικο μοιρολόι.
Έχει την τύχη όμως να συνοδεύεται από δύο ταλαντούχα παιδιά της νέας γενιάς με υπέροχες φωνές που θα την συνοδεύουν σε αυτό το ταξίδι, τον Σταύρο Βόλκο, με τη εξαιρετική φωνή που έχει εξειδικευτεί στο μιούζικαλ και την επίσης μουσικό Κατερίνα Βολίκα, στους ρόλους του Αυγέρη και της Τασιάς αντίστοιχα.
Στην τελευταία της ζωή που φτάνει στο σήμερα, υπερασπίζεται τους αγώνες των σημερινών γυναικών κατ’ αντιστοιχία με τις ηρωίδες των εκάστοτε Εθνικών αγώνων, περνώντας το μήνυμα, ότι οι ήρωες υπάρχουν και ζουν ανάμεσα μας και αυτοί οι ήρωες θα ανακαλυφθούν αργότερα όπως συνηθίζεται, αλλά και ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από το τότε στο σήμερα.
Πάντα ήμασταν και θα είμαστε οι άνθρωποι με τις ίδιες αρετές και τα ίδια ελαττώματα, όσο και αν αυτό δεν ακούγεται τόσο παρήγορο.
Ένας άλλος εμβληματικός ρόλος, αυτός του «από μηχανής» θεού, που κάθε τόσο βλέπει στα όνειρα της η ηρωίδα μας, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των «ζωών» της αλλά παράλληλα αφήνει και κάποια ερωτηματικά στον θεατή με σκοπό να «σπρώξει» τα νοήματα του έργου πιο βαθειά στην ψυχή του.
Έναν ρόλο που επωμίζεται ο Γιώργος Σίσκος, που στην πρεμιέρα που τον είδαμε ήταν συγκινητικός και παρόλο που βρέθηκε σε στιγμές αμηχανίας κάποιες στιγμές, με τη στόφα του μεγάλου ηθοποιού που τον διακρίνει, πέρασε τόσο γλυκά, που μόνο χαμόγελο αγάπης σου έφερνε στα χείλη.
Τα σκηνικά της Ιωάννα Κατσιαβού, απλά λειτουργικά ώστε να προσαρμόζονται στην εκάστοτε σκηνή στα θέατρα που θα ανεβαίνει κατά την περιοδεία της η παράσταση. Θα προτιμούσα να τα είχε σχεδιάσει η ίδια η Γεωργία Ζώη αν είχε τον χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη την αρχιτεκτονική της τόλμη και ευαισθησία.
Τα κοστούμια θα έλεγα ότι έδιναν την πρέπουσα εντύπωση στις προσαρμογές των ζωών της Λένγκως με αποκορύφωμα το υπέροχο λευκό φόρεμα της τελευταίας της ζωής του σήμερα.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Δανεσή ακολουθούσαν με το κόκκινο και το μπλε την προσήκουσα συναισθηματική κατάσταση.
Η μουσική όμως έπαιξε έναν ιδιαίτερο ρόλο με την πρωτότυπη σύνθεση, αλλά και τις διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών, από ένα πολύπλευρο ταλέντο, την δημιουργό Αρετή Κοκκίνου.
Σημαντικό πλεονέκτημα να βλέπουμε ζωντανά επί σκηνής αυτούς τους μουσικούς, την Αρετή Κοκκίνου να παίζει κιθάρα και λαούτο, τον Πάρι Μαμμά στο κλαρίνο και στα κρουστά τον Σταύρο Βόλκο και την Κατερίνα Βολίκα.
Τα κινηματογραφημένα σποτάκια που χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον στην πρεμιέρα με σκοπό να συνδέσουν την πληροφορία της κάθε εποχής με την δραματουργία, ίσως θα μπορούσαν και λίγο καλύτερα.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι είναι μια παράσταση που δεν έχει σκοπό την ανάταση του πατριωτικού αισθήματος, αφού καθένας το επεξεργάζεται και αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο, αλλά να μας θυμίσει την πορεία μας σαν Έλληνες μέσα στο χρόνο από το 1821 έως σήμερα και ίσως να διδαχθούμε και να αποτινάξουμε τα όποια ελαττώματα μας βαραίνουν.
Μια παράσταση που απογειώνεται με την υποκριτική δεινότητα της Γεωργίας Ζώη, που την αισθάνεσαι σαν να τη ζει στην πραγματικότητα την κάθε εποχή της, αλλά και οι δύο συμπρωταγωνιστές της ικανοποίησαν κάθε προσδοκία.
Μια παράσταση που έγινε με μεράκι και πολλή αγάπη, μια και ήταν η πρώτη παραγωγή της εταιρίας της Γεωργίας Ζώη, «Διώνης Αίνιγμα» ΑΜΚΕ.