Η συνταρακτική «Φωνή της Λουντμίλα» ακούστηκε και πάλι στην Θεσσαλονίκη. Ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο γροθιά στο στομάχι, που αναφέρεται στο χρονικό του Τσέρνομπιλ. Μια κατάθεση ψυχής από την Ηρώ Μουκίου σε μια καθηλωτική, ειλικρινή, υψηλού επιπέδου υποκριτική.
Κριτική – Παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής
Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του σουηδού δημοσιογράφου και σκηνοθέτη Gunnar Bergdahl και αφορά στη δραματική αφήγηση-εξομολόγηση της Ljudmila Ignatenko και τις φρικιαστικές στιγμές που έζησε στα 23 της μετά την έκρηξη του πυρηνικού αντιδραστήρα, με τον σύζυγό της Vasilij να είναι από τα πρώτα θύματα από τους πυροσβέστες που βρέθηκαν να βοηθήσουν στο τραγικό συμβάν.
Ένα έργο τόσο επίκαιρο, που έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι οι πυρηνικές δοκιμές και τα ατυχήματα συνεχίζουν να μας απειλούν, ειδικά μετά το πιο πρόσφατο γεγονός με το ατύχημα στη Φουκουσίμα, αλλά και τα παλαιότερα πυρηνικά ατυχήματα με την μερική τήξη πυρήνα στους πυρηνικούς σταθμούς του Three Mile Island και Fermi 1 των Ηνωμένων Πολιτειών που κινδύνεψε να εξαφανιστεί το Ντιτρόϊτ.
Επίκαιρο για τον σημερινό άνθρωπο που θα αναγνωρίσει μέσα από την αφήγηση των τραγικών συμβάντων καταστάσεις και έννοιες, όπως αποκλεισμός, καραντίνα, φόβος , νοσοκομεία, επιβίωση, μέσα από τα βιώματα και την απειλή του αόρατου εχθρού που ακούει στο όνομα πανδημία.
Ένα πραγματικά «ζωντανό» κείμενο, που μέσα από τις αφηγήσεις της Λουντμίλα, ξεδιπλώθηκε η φρίκη που έζησε η νεαρή τότε κοπέλα και οι επιπτώσεις στο πέρασμα του χρόνου ενός τέτοιου τραγικού συμβάντος.
Αυτό το κείμενο το μεταφράζει η Ηρώ Μουκίου και δραματοποιείται κατάλληλα από τον Άρη Μπαφαλούκα, για να μας δώσουν έναν μοναδικό σε ζωντάνια και συγκίνηση μονόλογο, που με την μη γραμμική αφήγηση των γεγονότων σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.
Γιατί η Ηρώ Μουκίου με την υποκριτική της δεινότητα και την καλή γνώση του κειμένου που τόσα χρόνια ζωντανεύει επί σκηνής, καταφέρνει με μιαν άνεση και φυσικότητα να είναι μόνη της μεν αλλά να συνομιλεί με τον άντρα της, την φίλη της και τόσους άλλους περαστικούς στο διάβα της και να μεταπηδάει με φυσικότητα και άνεση από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο σε όλες τις χρονικές στιγμές
Όλα είναι στημένα προσεκτικά στην σκηνή. Δεξιά στο τραπέζι όπου κάθεται η ηρωίδα του σήμερα και μας ξεδιπλώνει τις μνήμες της σύμφωνα με την αφήγηση, δείχνει μια γυναίκα ήρεμη και χαλαρή μα και πονεμένη συνάμα από τις στιγμές που έχουν μείνει μέσα της ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και ανήμπορης πια να αλλάξει κάτι.
Αριστερά, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όπου επισκεπτόταν τον άντρα της, όσο και όταν της το επέτρεπαν… Ήταν σαν συνομιλούσε μαζί του και ας μην τον βλέπαμε εμείς.
Στο βάθος, ένα διάφανο τουρμπάνι κάπως άχαρα ριγμένο εκ πρώτης όψεως, μας χώριζε από τις μακρινές στιγμές του τότε. Τις πρώτες χαρούμενες και ελπιδοφόρες στιγμές μιας πρόσχαρης κοπέλας που περιμένει μια νέα ζωή να μεγαλώσει με τον άνδρα που αγαπάει.
Και πάλι η Ηρώ Μουκίου μεταφέρει με μια ομορφιά τις χαρές, την ανεμελιά και τις αγωνίες του μέλλοντος που έχει μια κοπέλα, με τέτοιο ανεπιτήδευτο και χαριτωμένο τρόπο , που σε απορροφάει και σε μεταφέρει στα μονοπάτια της του παρελθόντος.
Στη μέση της σκηνής, αφού έχουν ήδη ακουστεί οι σειρήνες και πανικός παντού επικρατεί, έρχεται με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της να μάθει τα καθέκαστα και την μοίρα του άντρα της. Εκεί μας παρασέρνει στους δρόμους του Τίπιατ και της Μόσχας όπου τρέχει κόσμος αλαφιασμένος.
Οι προβολές σε video wall των πανικόβλητων κατοίκων των γύρω από το ατύχημα περιοχών που έχει φροντίσει να παίζονται ο σκηνοθέτης, τα ηχητικά αγωνιώδη εφέ αλλά και η κατάλληλη μουσική με τους φωτισμούς του Ανδρέα Μπέλλη, σε φέρνουν ακόμα πιο βαθειά στα τραγικά γεγονότα ενώ υπάρχουν υποσυνείδητα στιγμές, που ξεχνάς ότι βλέπεις μονόλογο.
Μέσα σε αυτά τα λιτά και συμβολικά σκηνικά του Δημήτρη Κακριδά, η Ηρώ Μουκίου καταφέρνει να κυριαρχήσει στην σκηνή και με μια φυσική άνεση και χωρίς ίχνος προσπάθειας μεταπηδάει από την μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, από το ανέμελο κορίτσι που υπήρξε πριν συμβεί το κακό, στην βαθειά πονεμένη και με αγωνία ζωσμένη υπεύθυνη γυναίκα που πρέπει να φροντίσει για τα πάντα.
Να μεταπηδάει στον χρόνο από την ανέμελη κοπέλα του κάποτε στην γεμάτο από τις σκιές του παρελθόντος γυναίκα του σήμερα, «χωρίς μακιγιάζ» και χωρίς να μιμείται ηλικίες, με μοναδικό όπλο την φωνή της και τις εκφράσεις του προσώπου της που σε καμία περίπτωση δεν διέκρινες υπερδραματικές φιοριτούρες.
Εν κατακλείδι πρόκειται για μια καλοστημένη παράσταση προσεγμένη στις λεπτομέρειες, που δίκαια συμπεριλήφθηκε στις 10 καλύτερες της χρονιάς. Μια παράσταση που θα κάνει και τους λιγότερο αμύητους να ξαναδούν μονόλογο, με μια Ηρώ Μουκίου στην πλέον ώριμη θεατρικά περίοδο, που καταλαβαίνεις ότι μπορεί να παίξει ότι θέλει.
Για τον ρόλο της Λουντμίλα απέσπασε το Βραβείο Ερμηνείας από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης και το Βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου στα Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης και θα μπορούσε να πάρει άλλα τόσα, καθώς ήταν και Υποψήφια Καλύτερης Ηθοποιού στα Βραβεία Αθηνοράματος.
Τι περισσότερο να πω γι’ αυτήν την παράσταση που έχει υμνηθεί από κοινό και κριτικούς και σας διαβεβαιώνω ότι κανένας από τους ύμνους δεν είναι υπερβολικός… το αντίθετο…!!!