Μια άλλη κριτική ματιά σε μια ανανεωμένη επιθεώρηση μέσα από την ποιητική προσέγγιση του Φοίβου Δεληβοριά και του Δημήτρη Καραντζά, που αντλούν έμπνευση από τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά συμπίπτει και με την επάνοδο στην μέθεξη τη θεατρική, μετά από τον πολύμηνο αναγκαστικό εγκλεισμό που επέφερε η πανδημία.
Κριτική – παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής
Αλλά ας ανατρέξουμε αρχικά στην ιστορία και τον σκοπό της επιθεώρησης, για να δούμε αν η αυτή η σημερινή ανανεωμένη του είδους επιθεώρηση, πετυχαίνει τον στόχο της.
Η επιθεώρηση μετράει σχεδόν πάνω από εκατό χρόνια ζωής στο ελληνικό θέατρο.
Παρά το γεγονός ότι μελετητές τοποθετούν με απόλυτη ακρίβεια τη γέννηση του είδους στα τέλη του 19ου αιώνα, θα μπορούσε κανείς μεταφορικά αλλά πειστικά να υποστηρίξει ότι η Επιθεώρηση είναι ένα αξιαγάπητο νόθο.
Στις φλέβες της έτρεχε αίμα όχι μόνο από την ισπανική θαρθουέλα Gran Via, που προηγήθηκε και βοήθησε αποφασιστικά στον τοκετό της, αλλά και από μια μεγάλη γκάμα προγονικών κειμένων: από τα μονόπρακτα και τις έμμετρες σάτιρες του Γ. Σουρή στο «Ρωμηό», από το Κωμειδύλλιο, από την κωμωδία, τη φάρσα, ακόμα και το Θέατρο Σκιών, όπως θα δούμε.
Η ελληνική Επιθεώρηση δεν αρκέστηκε στο πρότυπο της ισπανικής Gran Via για να διαμορφώσει τη δική της συνταγή επιτυχίας. Χρειάστηκαν άφθονα διαφορετικά υλικά μέχρι να κατασταλάξει στο γνωστό μας αλλά πάντα εξελισσόμενο σχήμα.
Η ιδέα ήταν να παρουσιαστεί στη σκηνή αυτό ακριβώς που περιγράφει η ονομασία του είδους, μια σατιρική Επιθεώρηση όλων των κοινωνικών γεγονότων της χρονιάς που πέρασε, μια κωμική θεατρική ανασκόπηση της Επικαιρότητας. Αυτή η επικαιρότητα άλλαζε φυσικά στις διάφορες χρονικές περιόδους και προσαρμοζόταν στις εκάστοτε ανάγκες του κόσμου.
Στην μεγάλη αυτή διαδρομή της η επιθεώρηση αγαπήθηκε από τον κόσμο, χλευάστηκε και πολεμήθηκε από τους λόγιους, αλλά τα πολιτικά επιτελεία των κυβερνήσεων. Ήκμασε και παρήκμασε, αλλά και διχάστηκε ανάμεσα σε παράδοση και νεωτερικότητα.
«Με την Επιθεώρηση η ελληνική κοινωνία αποκτούσε για πρώτη φορά ένα είδος θεάτρου που καθρέφτιζε τον κόσμο όχι σαν μια στατική και αιωνίως αμετάβλητη τάξη πραγμάτων, αλλά σαν ένα ιστορικό γίγνεσθαι που διαρκώς εξελίσσεται, ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται – σαν μια ατέλειωτη κίνηση προς το μέλλον. Δεν θα ήταν άστοχο να μιλήσει ίσως κανείς για μια “ιδεολογία της επικαιρότητας”»
Θ. Χατζηπανταζής – Λ. Μαράκα, Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση
Με την μεταπολίτευση ήκμασε πάλι η επιθεώρηση ενώ στη συνέχεια στα χρόνια της «ευημερίας» όταν με την διεύρυνση της μεσαίας τάξης μικραίνει η ψαλίδα των ανισοτήτων, δεν υπάρχει υλικό και βλέπουμε την παρακμή της σε σημείο που να αγγίζει τα όρια του κιτς και γιατί όχι και του σαχλού.
Μονοπώλησαν συγκεκριμένες παραστάσεις του είδους με το επαναλαμβανόμενο «χιούμορ», εκβιάζοντας το γέλιο ακόμα και με την φτηνή υπερσκέλιση των ορίων θίγοντας ορισμένες ομάδες.
Κι έτσι φτάνουμε στο σήμερα που βιώνουμε ακόμα ένα «πανδαιμόνιο» κάτω από την απειλή ενός καινούργιου «εχθρού», έναν διχασμό, μια αβεβαιότητα… που βιώσαμε έναν ακούσιο εγκλεισμό, την έλλειψη κάθε μορφής Τέχνης, μιαν αγωνία για την τιμωρία φασιστικών μορφωμάτων μια καταπάτηση κεκτημένων
Μια δυσφορία μεγάλης μερίδας του κόσμου να αποδεχτεί το διαφορετικό, ένα #metoo, μια τελετή έναρξης του 2004, σε βερσιόν Καλλιμάρμαρου, reality shows, που ακόμα βιώνουμε, η αδιαφορία, ακόμα και άγνοια των περισσότερων της νέας γενιάς για την ελληνική επανάσταση, τους ήρωες και τα ιδεώδη που αντιπροσωπεύουν και πάει λέγοντας…
Πλούσιο υλικό λοιπόν για έναυσμα, για να επαναφέρει κανείς το λαμπερό χρώμα της επιθεώρησης που είχε με τον καιρό ξεθωριάσει.
Το υλικό αυτό είχαν την ιδέα να εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δύο ετερόκλητοι δημιουργοί όπως ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, γνωστός για το μεταμοντερνιστικό του ύφος και τους πειραματισμούς, αλλά με μεγάλη θεατρική παρακαταθήκη και ο πολύπλευρος τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς.
Ξεκινώντας τις ιδέες για την δημιουργία των σκετς, καλούν στη συνέχεια και άλλα άτομα με διαφορετικές κουλτούρες για να ολοκληρωθεί μια ομάδα που θα δώσει το τελικό αποτέλεσμα , που είδαμε στη σκηνή, όπως η ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτιδα Λένα Κιτσοπούλου, η φιλόλογος και ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη, ο αρθογράφος Κώστας Κωστάκος, ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιάννης Αστερής, ο δημοσιογράφος Κώστας Μανιάτης και η ηθοποιός Κέλλυ Παπαδοπούλου.
Καθένας έβαλε το δικό του λιθαράκι και εμένα προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος έγραψε πιο, αλλά το τελικό συνολικό αποτέλεσμα.
Κάποια σκετς όπως το «Rebranding Greece» ίσως θα μπορούσε να μην είναι τόσο μεγάλο σε διάρκεια, αλλά και από την άλλη τι θα μπορούσες να κόψεις από το άκρως απολαυστικό «Ο Γερο Δήμος πέθανε».
Παρόλα αυτά ο ρυθμός ήταν γρήγορος και τα μουσικά «τεράστια» όπως αποδείχτηκε κομμάτια με καταβολές από το δημοτικό μέχρι την τζαζ, έντυναν με τον καλύτερο τρόπο τα δρώμενα με την ζωντανή και δροσερή τους εκτέλεση από την επί σκηνής τετραμελή μπάντα με τους Ανδρέα Γυφτάκη (πλήκτρα), Σταμάτη Σταματάκη (ηλεκτρικό μπάσο), Δημήτρη Κλωνή (τύμπανα), Βασίλη Παναγιωτόπουλο (τρομπόνι)
Όσο για το κεντρικό τραγούδι της παράστασης «Γιάννα μου, το μαντήλι σου θα κάνω εγώ πανάκι, να φτάσω στην Ιθάκη»… τι πιο καλύτερο όταν σε παραπέμπει στον Ελληνάρα που θέλει πάντα πρώτος να σύρει το χορό…!
Τα σκηνικά από την Μαρία Πανουργιά και την Μυρτώ Λάμπρου ίσως θα τα περίμενα πιο μεγαλοπρεπή για μια τέτοια φαντασμαγορική παράσταση που επιθυμεί να αναβιώσει την χαμένη αίγλη της επιθεώρησης.
Εντυπωσιακή βρήκα την σκηνογραφική αναφορά στο τηλεοπτικό «The Time Tunnel» του 1966, αφού και στην παράσταση κεντρικός άξονας ήταν μια νοητή διαδρομή στο παρελθόν και το αντίθετο.
Το ίδιο και τα νέα άρματα που παρέλασαν για να μας μεταφέρουν με συνοπτική διαδικασία κάποια από τα καλώς ή κακώς τεκταινόμενα των τελευταίων χρόνων, που ήταν κάπως στατικά χωρίς ιδιαίτερη φαντασία. Το χαμόγελο προερχόταν μόνο από το συγκεκριμένο γεγονός που μας μετέφερε νοητά.
Από την άλλη τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη με τα στρας, τις παγιέτες, τα φτερά και τα καπέλα, μα και τις υπερβολές με τα ψηλοτάκουνα τσαρούχια, ήταν τόσο φαντασμαγορικά, αλλά και διαλεγμένοι ηθοποιοί που τα φορούσαν τα υποστήριζαν με τον καλύτερο τρόπο.
Ένα μεγάλο ατού φυσικά της παράστασης ήταν οι ηθοποιοί, προσεγμένα επιλεγμένοι και περισσότερο από το νέο αίμα των καλλιτεχνών, οι οποίοι αν και δεν είχαν τις προσλαμβάνουσες και τις εικόνες της επιθεώρησης στις δόξες της, είχαν μια δίψα να βρεθούν και πάλι στη σκηνή και έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.
Και φυσικά στο επίκεντρο η μεγάλη παρουσία της συγκινητικής Μίρκας Παπακωνσταντίνου, που ήταν και ο μόνος συνδετικός κρίκος με την παλιά επιθεώρηση, προερχόμενη από το Ελεύθερο θέατρο.
Στις δύο μικρές εμφανίσεις της η ηθοποιός αυτή που μας έχει χαρίσει απλόχερα το γέλιο, αλλά και μας έχει συγκλονίσει με τις ερμηνείες της όπως «Με την σιωπή» του Αλεχάντρο Κασόνα, έλαμψε στη σκηνή με πλήρη επίγνωση του βάρους των προσδοκιών του κόσμου.
Κι ύστερα η εθνική μας Γιάννα να αλωνίζει επί σκηνής επί παντός επιστητού παρούσα, δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλον από τον Θάνο Λέκκα που είχα την τύχη να δω σε αυτήν την διανομή. Με την λάμψη, το μπρίο και την άνεση που τον διακατείχαν μας έδωσε μια Γιάννα… καλύτερη και από την αληθινή.
Η Ελένη Κοκκίδου σε παρέσυρε σε μια υπέρτατη ευφορία γέλιου με το ντελίριο για την ανδρεία των ηρώων, ενώ ο Πάνος Παπαδόπουλος απολαυστικός στον ρόλο του ανιστόρητου μαθητή της, αλλά και στον νιρβάνα ρόλο του Sin Boy έδωσε ρέστα.
Και βέβαια σίγουρα ξεχώρισε ο Γιάννης Νιάρρος, είτε σαν Λίζα Μινέλι, είτε σαν Ελληνάρας στο ρόλο του «μαλάκα» και σε ότι έκανε τέλος πάντων, αφού έχει αποδείξει ότι μπορεί να παίξει με άνεση οτιδήποτε και να το κάνει καλά.
Ο Νίκος Καραθάνος το έφτασε ψηλά με τη αριστοφανική καρικατούρα του gay αγωνιστή Τακούνα, ενώ η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο ρόλο της μάνας του, σε άφηνε άναυδο με την φυσικότητα που έλεγε τα πιο ακραία και απίθανα πράγματα, ενώ στο «The Voice» θα έλεγα κάπως υπερβολική.
Τα σκετς με γεύση επανάστασης αφιερωμένα στους Οικονομίδη, Λάνθιμο και Παπακαλιάτη, ειδικά για τους σινεφίλ σκόρπισαν το γέλιο αβίαστα.
Μια πανδαισία ποικιλόμορφή προς το τέλος ήταν και το τραπέζι με τους ετερόκλητους προσκεκλημένους.
Ο Γιώργος Οικονόμου από την άλλη δεν βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τους ρόλους που είχε να εξυπηρετήσει ώστε να φανεί το ταλέντο του, με ευχάριστη εξαίρεση στο ρόλο του Κώστα Πρέκα που τον απογείωσε.
Ο Ηλίας Μουλάς απολαυστικός σαν Jonathan Opoulos και αλλά και οργιώδης ως Σουλιώτης, ενώ η Ιωάννα Πιατά, σίγουρα συμπαθέστατη σε ένα σκετς που το χιλιοειπωμένο της χρήσης τουρκικών λέξεων δεν νομίζω ότι προσφέρονταν για γέλιο. Ένα σκετς π.χ. που θα μπορούσε να έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο που δεν προκρίθηκε.
Όχι ότι ενοχλούσε η μη πρωτοτυπία, όπως και σε κάποια άλλα σκετς, αλλά η τυποποίηση και ό τρόπος ή ο λόγος για τον οποίον αυτό υπάρχει.
Η Βάσω Καβαλιεράτου ως δημοσιογράφος στην προσπάθεια της να ανακρίνει τον αγωνιστή Τακούνα ήταν χειμαρρώδης αλλά τόσο όσο.
«Η Επιθεώρηση ωστόσο ως είδος του κωμικού θεάτρου δεν στηρίζεται στο λεπτό και πνευματώδες ευφυολόγημα αλλά στο αδρό εύληπτο καλαμπούρι, δεν επιδιώκει την πρωτοτυπία, αλλά την τυποποίηση που αποτελεί βασική συνισταμένη του κωμικού στοιχείου.
Όπως έχει εντοπιστεί από την ψυχολογία δεν είναι τόσο η πρωτοτυπία που μας κάνει να γελάμε, αυτή κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον μας, γέλιο αντίθετα βγάζει η επανάληψη του γνωστού και του αναμενόμενου»
Λίλα Μαράκα, «Επιθεώρηση: Είδος υπό εξαφάνισιν» στο Δράμα και Παράσταση
Η παρουσία των γνωστών ηθοποιών από τις «Άγριες Μέλισσες» που θα κέντριζε το ενδιαφέρον του θεατή ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα, παρότι ο Γιώργος Γάλλος και ο Γιάννης Κουκουράκης ήσαν αξιοπρεπείς.
Όσο για την Μάρθα Φριντζήλα, που πέτυχα σαν guest στην παράσταση… υπέροχη…!!!
Μετά από 2,5 ώρες παράσταση χαράς και ευφροσύνης το στοχαστικό επιμύθιο «Με το καλό», όταν οι ηθοποιοί σκεπάζουν τα σκηνικά αντικείμενα με πλαστικό και ξαναβγαίνουν στη σκηνή η Ελένη Κοκκίδου ως Μαντώ Μαυρογένους, ο Γιώργος Γάλλος ως Αθανάσιος Διάκος και ο Θάνος Λέκκας ως Μπάιρον για ένα τελευταίο, σύντομο, μελαγχολικό σχόλιο επί του θέματος, δεν αφήνει και την ωραιότερη γεύση, χωρίς βέβαια να ακυρώνει τα προηγούμενα.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι σε μεγάλο βαθμό το ετερόκλητο αυτό δίδυμο Δεληβοριάς – Καραντζάς, πετυχαίνει το σκοπό του, στο να ενώσει μεγάλη μερίδα κόσμου να χειροκροτήσει κάτω από την σκηνή και να φύγει με μια ευχάριστη γεύση, φέρνοντας στο μυαλό του τα όσα πέρασαν μπροστά του
Σίγουρα δεν ήταν η μαχητική επιθεώρηση με το την ανελέητη σάτιρα που έκανε να τρέμουν κυβερνήσεις άλλες εποχές. Ίσως χάιδευε περισσότερα αυτιά από όσο θα έπρεπε, κρατώντας μιαν πολιτική ισορροπία, που δεν είναι ίδιον της επιθεώρησης.
Ακόμα και έτσι φυσικό επόμενο ήταν να μην αρέσει σε όλους για ευνόητους λόγους.
Ένας άλλος λόγος που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ή να παρερμηνευτεί εκούσια ή ακούσια, ήταν το πάντρεμα των λέξεων στον φερόμενο τίτλο.
Μια πολύ καλή πρώτη προσπάθεια όμως για την αναγέννηση της επιθεώρησης, αφού φαίνεται ότι υπάρχει συγγραφικό δυναμικό, αλλά και νέο αίμα ηθοποιών που είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν πιστά και με ευκολία σκηνοθετικές επιταγές.
Η δύναμη υπάρχει, λίγο περισσότεροι τόλμη χρειάζεται…!
Ταυτότητα της παράστασης:
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς – Δημήτρης Καραντζάς
Κείμενα: Λένα Κιτσοπούλου, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Πρωτότυπη μουσική: Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά – Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Κομμώσεις: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη -Video social: Δημήτρης Μακρής
Φωτογραφίες-Video-Artwork: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παραγωγή: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:
Μίρκα Παπακωνσταντίνου
Eλένη Κοκκίδου
Νίκος Καραθάνος
Γιώργος Γάλλος
Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Γιάννης Νιάρρος
Μιχάλης Οικονόμου
Γιάννης Κουκουράκης
Θάνος Λέκκας
Βάσω Καβαλιεράτου
Πάνος Παπαδόπουλος
Ηλίας Μουλάς
Ιωάννα Πιατά
ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Ανδρέας Γυφτάκης – πλήκτρα
Σταμάτης Σταματάκης – ηλεκτρικό μπάσο
Δημήτρης Κλωνής – τύμπανα
Βασίλης Παναγιωτόπουλος – τρομπόνι