Είμαστε ακόμα φτωχοί χωρίς θέατρο, όμως προσπαθούμε τουλάχιστον να κρατάμε την επαφή με τους ανθρώπους του, που τόσα μας έχουν προσφέρει και θα συνεχίσουν ελπίζουμε το συντομότερο δυνατόν. Έτσι φέρνουμε κοντά μας αγαπημένους καλλιτέχνες για να κουβεντιάσουμε για θέατρο, να μοιραστούμε τις ανησυχίες τους και να θυμίσουμε την πορεία τους.

 

 

 

Σήμερα θα είναι μαζί μας ο Μάνος Αντωνιάδης, ένας άνθρωπος ευγενικός, χαμηλών τόνων, που όταν τον γνωρίσει κανείς σίγουρα θα τον αγαπήσει και στην χειρότερη περίπτωση θα τον συμπαθήσει. Ένας καλλιτέχνης με εντυπωσιακό background μουσικών σπουδών, που το όνομα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέατρο, με διττό ρόλο. Με τη μουσική και τα τραγούδια του, ο Μάνος Αντωνιάδης έχει ντύσει παραστάσεις που έχουν ξεχωρίσει και έχουν αγαπηθεί.

Παράλληλα είναι ο ένας από τους δύο ιδρυτές του Πολυχώρου VAULT, που μαζί με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Δημήτρη Καρατζιά, ένωσαν τις δυνάμεις τους και δημιούργησαν αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο που κοσμεί τον Βοτανικό, μαζί με πολλά άλλα ακόμη μαγαζιά, θέατρα και χώρους πολιτισμού.

 

 

Μάνο μου χαίρομαι πολύ που δέχτηκες να είσαι κοντά μας σήμερα, ειδικά αυτές τις δύσκολες μέρες και μας δίνεις την ευκαιρία να μιλήσουμε για σένα, το VAULT, το θέατρο και το μέλλον του.

Η χαρά είναι δική μου! Και μπορεί όντως να διανύουμε μια πρωτόγνωρη περίοδο αλλά δεν πρέπει να χάνουμε ούτε το κουράγιο, ούτε την πίστη σε αυτό που κάνουμε. Μην ξεχνάς ότι εμείς ανοίξαμε το VAULT, το 2012, μέσα στην οικονομική κρίση. Εκεί που όλα άρχισαν να καταρρέουν, αντί να αφεθούμε να βουλιάξουμε, πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά, πήραμε ρίσκα και καταφέραμε όχι μόνο να επιβιώσουμε αλλά να πετύχουμε και κάτι καλό.

 

 

Κι όπως εμείς, έτσι και πολύς κόσμος. Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια το θέατρο βρίσκεται ίσως, στην πιο παραγωγική του περίοδο. Οι καλλιτέχνες κινητοποιήθηκαν και δημιούργησαν ομάδες, διαμόρφωσαν θεατρικούς χώρους κι άρχισαν να δουλεύουν. Και όσοι εργάζονται σκληρά καταφέρνουν να ξεχωρίσουν.

Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο αλλά έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν είναι εύκολο όταν ξεκινάς μόνος σου και προσπαθείς να δημιουργήσεις κάτι απ’ το μηδέν. Έτσι και τώρα, πρέπει να βρούμε τρόπους να σώσουμε αυτό που αγαπάμε και ίσως να πετύχουμε και το κάτι παραπάνω!

 

Πες μας λίγο, πότε και πως ξεκίνησε αυτή ιδέα της δημιουργίας του VAULT, που του κάνατε και γενέθλια από όσο γνωρίζω εν μέσω καραντίνας και ποια είναι η συνταγή που έγινε ένα από τα πιο φιλόξενα στέκια;

Η ιδέα «μπήκε» ένα – δυό χρόνια πριν αρχίσουμε την υλοποίηση της και αφού είχαμε ήδη κάνει την πρώτη μας παράσταση.

Από τον Μάρτιο του ’12, που πρωτοανοίξαμε, κάθε χρόνο κάνουμε ένα μεγάλο πάρτυ, στο μπαρ του VAULT, με όλους τους φίλους και συνεργάτες του χώρου. Φέτος κάναμε καραντινάτα γενέθλια, χωρίς ποτά και δυνατή μουσική αλλά με πολλές ευχές και μηνύματα, κυρίως μέσω social media.

 

 

Όσο για την συνταγή, πιστεύω πως η καλή ποιότητα των υλικών κάνει την διαφορά στη γεύση. Στη δική μας περίπτωση οι παραστάσεις έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ενδιαφέροντα έργα, ωραίες ιδέες, καλοδουλεμένες σκηνοθεσίες και δυνατές ερμηνείες. Αυτό από πίσω κρύβει πολλή δουλειά, καλές συνεργασίες και πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες.

Βέβαια δεν θα μιλάγαμε για φιλοξενία χωρίς την Δήμητρα, την Δέσποινα, την Κική, τη Χριστίνα, τον Θοδωρή και όλους τους ηθοποιούς και συντελεστές των παραστάσεων, που έρχονται πάντα με χαμόγελα και κέφι για δουλειά και αντιμετωπίζουν το VAULT σαν το σπίτι τους. Το «περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω» ισχύει στην δική μας περίπτωση και εγώ το φυλάω ως κόρη οφθαλμού.

 

Πολλοί από εμάς το γνωρίζουμε από τις ιδιαίτερα ψαγμένες και πρωτοποριακές παραστάσεις που πολλές από αυτές, παρά την μη εμπορική τους θεματολογία έχουν τύχει της αποδοχής και της αγάπης του κοινού. Πόσο τολμηρή αυτή η επιλογή;

Συνήθως επιλέγουμε έργα τα οποία θίγουν θέματα που μας ενδιαφέρουν και μας προβληματίζουν ή ιστορίες ανθρώπων που είναι σημαντικό να ανέβουν στην σκηνή, να τις μάθει ο κόσμος. Έργα που έχουν να κάνουν με τα κακώς κείμενα της κοινωνίας όπως η βία, η καταπίεση, η υποτίμηση της γυναίκας, ο σεξισμός, ο ρατσισμός και παράλληλα ζωές ανθρώπων που άλλοτε μας δίνουν ελπίδα και άλλοτε ψάχνουν για δικαίωση.

Σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ως κριτήριο ο εντυπωσιασμός μέσα από ένα «ακραίο» ή πολύ τολμηρό έργο, όμως η πραγματικότητα είναι πολλές φορές πιο σκληρή, πιο ευαίσθητη και πιο σοκαριστική από κάθε φαντασία. Εμείς απλώς προσπαθούμε να δείξουμε κάθε ιστορία όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται και χαίρομαι αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί πρωτοποριακό.

Πάντως και λόγω του μεγέθους και της διαμόρφωσης του χώρου, ο θεατής εισπράττει το αποτέλεσμα πιο άμεσα και πιο ωμά, κάτι που κάνει την εμπειρία ακόμη πιο έντονη.

 

 

Και να έρθω τώρα σε σένα και τις μέρες που σε γνώρισα μαζί με κάποια άλλα εξαιρετικά παιδιά με περίσσιο ταλέντο. Ήταν στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Lars von Trier σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Από τις πρώτες νότες του intro μιας πρωτότυπης μουσικής, φάνηκε ότι κάτι ιδιαίτερο πρόκειται να γίνει και έδωσε το κατάλληλο υλικό στους ηθοποιούς να αναδείξουν πέρα από το υποκριτικό και το φωνητικό τους ταλέντο. Πες μου γι’ αυτό το εγχείρημα να διασκευάσετε ένα τέτοιο μουσικό έργο που είχε πρωταγωνιστήσει η μεγάλη Bjork;

Πρόκειται για ένα από τα πολύ μεγάλα έργα του Von Trier και ίσως το σημαντικότερο του, από άποψη κοινωνικού μηνύματος. Είναι η ιστορία μιας μετανάστριας, με σοβαρό πρόβλημα οράσεως, που προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να μεγαλώσει σωστά το παιδί της, με ολόκληρη την κοινωνία στραμμένη εναντίον της. Κάτι που είναι πολύ επίκαιρο και στις μέρες μας, δυστυχώς στις περισσότερες χώρες του κόσμου.

Συζητάγαμε πολλά χρόνια γι αυτό με τον Δημήτρη και τελικά αποφασίσαμε να το ανεβάσουμε. Για καλή μου τύχη η Bjork δεν δίνει τα δικαιώματα της μουσικής, για το συγκεκριμένο έργο, κι έτσι βρέθηκα να γράφω πρωτότυπη μουσική για μια παράσταση τύπου μιούζικαλ, κάτι που ήθελα από καιρό να κάνω.

 

«Χορεύοντας στο σκοτάδι»

 

Ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα να ανέβει μιούζικαλ στη σκηνή του VAULT και μάλιστα με εννιά ηθοποιούς συνέχεια επί σκηνής να παίζουν, να χορεύουν και να τραγουδούν. Γι αυτό επιλέγηκε μια ομάδα με εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς οι οποίοι έχουν και πολύ ωραίες φωνές. Ήταν μια υπέροχη συνεργασία και μια από τις αγαπημένες μου δουλειές.

Τους στίχους για τα τραγούδια έγραψε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, και μαζί με την Δήμητρα Κολλά, που πρωταγωνιστούσε και φωνητικά, αλλά και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς – τραγουδιστές, φτιάξαμε ένα αποτέλεσμα που με έκανε πολύ περήφανο.

 

Στη συνέχεια είδαμε άλλο ένα δύσκολο έργο, τον «Άνθρωπο ελέφαντα» του Bernard Pomerance με τον Δημήτρη Καρατζιά αυτή τη φορά στη σκηνή, να σηκώνει επάξια στους ώμους του έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο. Μια μουσική να ανεβοκατεβάζει τους ρυθμούς ακολουθώντας με ακρίβεια την δραματουργία, που σε κρατούσε από την αρχή μέχρι το τέλος σε εγρήγορση.  Πόσο εύκολο ήταν να αναπαραστήσετε δραματουργικά και μουσικά μια τέτοια παράσταση στη μικρή αίθουσα του VAULT;

Αυτή ήταν μια από τις παράστασης που διακόπηκε απότομα λόγω κορονοϊού. Για το πόσο δύσκολο ή εύκολο εγχείρημα ήταν, θα πρέπει να μιλήσουμε με τον Κοραή Δαμάτη που το σκηνοθέτησε. Ένας άνθρωπος με τεράστια ιστορία πίσω του κι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες σήμερα.

Συχνά η μουσική, ιδιαίτερα στις παραστάσεις μας στο VAULT, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, και μαζί με τα φώτα μεταφέρουν τους ηθοποιούς αλλά και τους θεατές στο μέρος που γίνεται η δράση. Άλλες φορές αποτελεί το ηχητικό τοπίο, που καθορίζει την ατμόσφαιρα του έργου κι άλλες φορές παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πορεία του έργου.

Στον «Ανθρωπο Ελέφαντα», υπάρχει μουσική στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, αλλάζοντας ύφος, ηχόχρωμα και ρόλους μέσα στο έργο. Ο Κοραής Δαμάτης είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό του. Γι αυτό αφέθηκα κι εγώ στην δική του καθοδήγηση, όπως κι όλοι οι συντελεστές της παράστασης. Και το να δουλεύεις μαζί του είναι μαγικό.

 

 

«Ο άνθρωπος ελέφαντας»

 

Παρόλο που από τις πρώτες πρόβες, φαινόταν ότι οι ερμηνείες των ηθοποιών θα ήταν καθηλωτικές, δεν μπορούσα να φανταστώ το πως θα γινόταν η παράσταση μέχρι το τελευταίο διάστημα που άρχισε να στήνεται το παζλ. Και ξαφνικά… το τσίρκο τεράτων, η φυλακή, το πανεπιστήμιο, το νοσοκομείο, ο έρωτας, το όνειρο, η πραγματικότητα! Κι όλα αυτά στην σκηνή του VAULT.

Σε μια απόλυτα ενορχηστρωμένη και χορογραφημένη παράσταση, που νομίζω ότι δεν υπήρξε θεατής που να έμεινε ανεπηρέαστος από τις εικόνες και τα γεγονότα που διαδραματίζονται επί σκηνής. Άλλη μία αληθινή ιστορία με τρομερό ενδιαφέρον κι ένα τεράστιο στοίχημα για τον πρωταγωνιστή που ενσαρκώνει τον Τζον Μέρικ, τον Άνθρωπο Ελέφαντα!

 

Έχουν προηγηθεί και άλλες γνωστές παραστάσεις που έχουν γίνει και ταινία, όπως το «Marvin’s Room» και το «Bent». Θεωρώντας ότι είναι ενσυνείδητη επιλογή, ήθελα να ρωτήσω πως και δεν σας ανησυχεί μια σύγκριση;

Στις περισσότερες περιπτώσεις τα έργα αυτά ήταν θεατρικά και μετά έγιναν σενάριο για ταινία. Άρα, παίρνεις το έργο στην αρχική του μορφή και σε καμία περίπτωση δεν ακολουθείς τον δρόμο που τράβηξε η κινηματογραφική του εκδοχή. Αν μεταφέρεις ένα κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό σενάριο στο θέατρο, σημαίνει πως θες να δώσεις μια δική σου ματιά στο έργο ή να «φωτίσεις» την ιστορία από διαφορετική πλευρά.

Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί το θέατρο με τον κινηματογράφο. Είναι σαν ένα σπίτι με κήπο και μια πολυκατοικία, που αν και αποτελούνται από τα ίδια υλικά είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Tο «Bent» του  Martin Sherman ήταν η παράσταση με την οποία εγκαινιάσαμε το VAULT και η οποία συνεχίστηκε για δύο χρόνια. Το σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καρατζιάς ο οποίος πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Στέφανο Κακαβούλη και με τις κριτικές που απέσπασε μας εισήγαγε δυναμικά στα θεατρικά δρώμενα τις Αθήνας.

Ένα πολύ δυνατό project και για εμένα, αφού πέρα από την μουσική υπόκρουση κατά την διάρκεια της παράστασης, το έργο ξεκινούσε από το φουαγιέ, που είχε μετατραπεί σε Βερολινέζικο club του 1936, με ένα τραγούδι που θύμιζε καμπαρέ εποχής και το τραγουδούσε η Drug-queen «Γκρέτα».

 

«Bent»

 

Την πρώτη χρονιά τον ρόλο της Γκρέτα είχε ο Θοδωρής Πανάς ο οποίος πέρα από την live ερμηνία του τραγουδιού, χορογράφησε και όλη την δράση του club, ενώ την δεύτερη χρονιά το ρόλο της Γκρέτα είχε ο Πωλ Ζαχαριάδης, που με την φωνή του έδωσε άλλο χρώμα στο τραγούδι. Δύο υπέροχες συνεργασίες για εμένα.

Στο «Marvin’s Room», με τις Αθηνά Τσιλύρα και Αλεξάνδρα Παλαιολόγου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, ήρθε και η πρώτη υποψηφιότητα για πρωτότυπη μουσική από τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του Αθηνοράματος.

 

 

Πέρα όμως από τους γνωστούς συγγραφείς έχει δοθεί χώρος και για νέα ταλέντα όπως η Κωνσταντίνα Δελημήτρου με την «Ψιλικατζού», ο Βασίλης Τσιγκριστάρης με την «Μπομπονιέρα» ή ο Παναγιώτης Μπρατάκος με τις «Μικρές Ιστορίες Φόνων», άκρως επιτυχημένες και οι τρεις. Σκέφτεστε να το επαναλάβετε αυτό, γιατί πραγματικά κι εγώ που γυρίζω και σε άλλες μικρές θεατρικές σκηνές, υπάρχουν αξιόλογοι νέοι δημιουργοί, τόσο στην συγγραφή και την υποκριτική, όσο και στην σκηνοθεσία και σε άλλους τομείς.

Το να δίνουμε βήμα σε νέα ταλέντα ήταν πάντα μια από τις προτεραιότητες μας. Όλοι ξεκινάμε από κάπου και εξάλλου το θέατρο έχει ανάγκη από νέα κείμενα, φρέσκιες ιδέες, σύγχρονες ιστορίες. Βέβαια οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες έχουν ήδη μεγάλα βιογραφικά πίσω τους.

Ο Παναγιώτης Μπρατάκος έχει δεκάδες θεατρικά έργα στο ενεργητικό του, πολλά από τα οποία έχουν ανέβει σε μικρά και μεγάλα θέατρα σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο, η Κωνσταντίνα Δελημήτρου, αν και δεν είναι θεατρική συγγραφέας, υπήρξε η πρώτη μπλόκερ της Ελλάδας και τα βιβλία της είναι ανάρπαστα, ενώ αντίστοιχα έχουμε δει αρκετά έργα και του Βασίλη Τσιγκριστάρη  στο θέατρο και πάντα με μεγάλη επιτυχία.

 

Νομίζω ότι όπως στον κινηματογράφο, το ίδιο και στο θέατρο η μουσική προσδίδει στο έργο την ταυτότητα του. Η μουσική επένδυση, τα τραγούδια, ακόμα και η μουσική επιμέλεια παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως για παράδειγμα «Η Μπομπονιέρα» του Βασίλη Τσιγκριστάρη που δεν είχε πρωτότυπη μουσική.

Η μουσική είναι ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα στοιχεία σε μια ταινία ή σε μια παράσταση. Δεν έχει τύχει ποτέ να δω μια καλή ταινία η οποία να είχε μέτριο ή κακό soundtrack ενώ αντίθετα, αρκετές μέτριες ταινίες έχουν μείνει στην ιστορία λόγω της μουσικής τους.

Αντίστοιχα η μουσική παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία μιας παράστασης. Γι αυτό και είναι σημαντικό να γράφεται η μουσική με βάση το έργο και την σκηνοθεσία, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις που πρέπει ο θεατής να αναγνωρίσει κάποιο γνωστό κομμάτι.

Στην «Μπομπονιέρα», για παράδειγμα, διαδραματίζεται όλο το έργο πάνω από ένα γαμήλιο πάρτυ. Έτσι, καθόλη τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται τα τραγούδια από το πάρτυ, με τα οποία, σε στιγμές, αλληλεπιδρούν και οι ήρωες του έργου.

 

«Η Μπομπονιέρα»

 

Και πάμε στην «Ψιλικατζού» όπου η Ελένη Ουζουνίδου τραγούδησε μια μελωδική, γλυκιά λαϊκή μπαλάντα, η οποία και έτυχε δύο διακρίσεων. Ένα είδος διαφορετικό από ότι σε έχουμε συνηθίσει που μαρτυράει την ποικιλομορφία και το εύρος των μουσικών σου προτιμήσεων.

Είναι αλήθεια πως δεν είχα ποτέ πριν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έντεχνο ή το λαϊκό τραγούδι. Προσπαθώ όμως σε κάθε νέα δουλειά να πηγαίνω χωρίς στεγανά και να αφουγκράζομαι την ατμόσφαιρα και την αίσθηση που υπάρχει στο έργο και ταυτόχρονα το τι θέλει να βγάλει ο σκηνοθέτης.

 

«Η ψιλικατζού»

 

Με τον Δημήτρη Καρατζιά έχουμε δουλέψει πολλές φορές και είναι πλέον πολύ εύκολο να καταλάβω το όραμα του κι αυτός το δικό μου. Σε αυτή την περίπτωση όμως είχα και άλλη μια πηγή έμπνευσης. Την Ελένη Ουζουνίδου που την είχα ήδη ακούσει να τραγουδά. Ήταν για μένα πλέον ξεκάθαρο το ύφος που έπρεπε να ακολουθήσω.

Ήθελα να γράψω ένα γλυκόπικρο, τρυφερό τραγούδι, που να θυμίζει κάτι από παλιά και να μιλάει, με λόγια απλά, για την ιστορία της Κωνσταντίνας Δελημήτρου, της «Ψιλικατζούς». Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που έγραψα στίχο.

 

 

Αν πάμε ακόμα πιο πίσω στο 2015 με τις «Μικρές Ιστορίες Φόνων», του Παναγιώτη Μπρατάκου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, μια παράσταση που πολύ θα ήθελα να δω, ακούγονται δύο ακόμα υπέροχα τραγούδια σου, τελείως διαφορετικά και με κάποια διάκριση κι εδώ. Θα ήθελα να μας πεις δύο πράγματα γι’ αυτήν την παράσταση.

Αυτή η παράσταση μιλούσε για εγκλήματα αγάπης. Πέντε ιστορίες που έληξαν άδοξα, με φόνο. Η παράσταση είχε τη μορφή τηλεοπτικού σόου με καλεσμένους, σε κάθε ιστορία, ένα αυτόπτη μάρτυρα, τον δολοφόνο και το ίδιο το θύμα. Κάθε ιστορία κι ένα τραγούδι “για να διασκεδάσει το κοινό” όπως έλεγε η παρουσιάστρια.

 

 

Εδώ είχα την τύχη να συνεργαστώ ξανά με τον Πωλ Ζαχαριάδη που από «Το Αγόρι Της Διπλανής Πόρτας» τραγούδησε το ομώνυμο κομμάτι που επίσης τραγούδησε και ο Γιάννης Καραούλης. Η Αλεξάνδρα Κόνιακ και η Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη τραγούδησαν το «Σκότωσε Με Αν Μ’ Αγαπάς» και το «Άλλο Υλικό».

 

 

Οι Δήμητρα Κολλά και Βάνα Παρθενιάδου τραγούδησαν «Το νανούρισμα της Μαριώς», η Δώρα Χρυσικού ερμήνευσε το «Λευκό Κελί» και η Τζένη Διαγούπη το «Κοιμήσου Να Ονειρευτείς», όλα σε στίχους Παναγιώτη Μπρατάκου. Αυτή η παράσταση διήρκησε δύο χρόνια και απέσπασε το βραβείο πρωτότυπης μουσικής από τα Queer Awards για το «Το Αγόρι Της Διπλανής Πόρτας».

 

Στην αντίπερα όχθη έρχεσαι με ηλεκτρονική μουσική να ντύσεις το αντιπολεμικό «Other Side» του Dejan Dukovski. Είναι το σενάριο του εκάστοτε έργου το οποίο σε οδηγεί στο ύφος που θα ακολουθήσεις;

Παίζουν ρόλο πολλά πράγματα. Η υπόθεση του έργου, ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, ο χώρος που θα γίνει η παράσταση… Στο «Other Side» επηρεάστηκα και από το ίδιο το έργο αλλά κυρίως από την σκηνοθέτιδα, την Φένια Αποστόλου.

Μια καλλιτέχνις με ιδιαίτερη ματιά που αποδίδει κάθε έργο με πολύ πρωτότυπο τρόπο. Δημιουργήσαμε μια παράσταση με μουσική σε όλη σχεδόν την διάρκεια της. Με σκληρό ήχο, σχεδόν πειραματικό, με αρκετό Noise αλλά και με Dance κομμάτια.

 

 

Νομίζω ότι η καλλιτεχνική σας προσέγγιση όσον αφορά στην επιλογή των παραστάσεων, έτυχε πλήρους αποδοχής από καλλιτέχνες, κοινό και κριτικούς. Έχουν παρελάσει από τις σκηνές του VAULT λίγο πολύ όλα τα είδη με ιδιαίτερη έμφαση σε έργα με κοινωνικοπολιτική θεματολογία, βία, ρατσισμό, ισότητα, δικαιώματα… Εσείς πιστεύετε ότι ανταποκρίνεται ο κόσμος στο όραμα σας;

Πιστεύω πως ναι. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Ο κόσμος έχει αγκαλιάσει τις παραστάσεις μας κι έχουν γραφτεί πολύ καλές κριτικές για τις περισσότερες από αυτές, παρά το γεγονός ότι τα θέματα που επιλέγουμε συχνά, δεν είναι καθόλου «ευχάριστα». Άσχετα με το ύφος της παράστασης και αν πρόκειται για κωμωδία ή δράμα, προσπαθούμε να ασχολούμαστε πάντα με σημαντικά ζητήματα.

Νομίζω ότι και ο κόσμος επιλέγει για την ψυχαγωγία του κάτι, όχι μόνο για να τον χαλαρώσει αλλά και για να τον αγγίξει, να τον προβληματίσει, να τον πληροφορήσει.

 

Η λίστα λοιπόν ατελείωτη, από «Γέρμα» μέχρι το αντιπολεμικό «The Curing Room» και το εμβληματικό «Bent». Πως ελπίζετε να συνεχίσετε μετά από το «άχαρο» αυτό διάλλειμα στο θέατρο;

Το «The Curing Room» υπήρξε ένα από τα πιο σκληρά έργα που ανεβάσαμε στο VAULT, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Οι παραστάσεις διήρκησαν δύο χρόνια με απανωτά sold out και αρκετές υποψηφιότητες και βραβεία. Μια ιστορία που δεν θα πίστευε κανείς ότι είναι αληθινή ή ότι θα είχε τέτοια πορεία στο θέατρο.

 

«The Curing Room»

 

Η «Γέρμα», ένα κλασικό έργο ανεβασμένο από την σύγχρονη ματιά της Λίλλυς Μελεμέ έκανε επίσης μεγάλη αίσθηση και επιτυχία. Μια βραβευμένη παράσταση η οποία μιλούσε για την υπογονιμότητα, όπως «Η Ψιλικατζού».

Για την επόμενη σεζόν έχουμε πολύ ωραίες ιδέες και ετοιμάζουμε ένα αρκετά δυναμικό προγραμματισμό. Έχουμε λάβει υπόψη μας όλα τα μέτρα που θα χρειαστεί να ακολουθήσουμε, μέχρι να ξεπεραστεί εντελώς ο κίνδυνος και νομίζω ότι θα επανέλθουμε δριμύτεροι παρά τις δυσκολίες της ερχόμενης χρονιάς. Τηρώντας όλα τα μέτρα και για όσο καιρό χρειαστεί, διαμορφώνουμε ένα ρεπερτόριο για την επόμενη σεζόν που δεν θα έχει τίποτα να ζηλέψει από τις προηγούμενες.

Εύχομαι μόνο να τηρηθούν από τώρα όλα τα μέτρα υγιεινής ώστε να μην έχουμε αυτό το δεύτερο κύμα, που όλοι φοβόμαστε.

 

 

Είναι σίγουρο τελικά, ότι και τυχαία να περάσει κάποιος από το VAULT, είναι βέβαιο ότι κάτι θα βρει να τον προσελκύσει, αφού πέρα από το θέατρο φιλοξενούνται κατά καιρούς και άλλα εικαστικά projects, όπως το «Open September» ή εκθέσεις φωτογραφίας, θεατρικά εργαστήρια. Για πες μας λίγο τι ακριβώς είναι αυτά;

Η ιδέα ήταν από την αρχή να δημιουργήσουμε ένα χώρο έκφρασης που, με πυρήνα το θέατρο, να αγκαλιάζει όλες τις μορφές τέχνης. Έτσι για πολλά χρόνια «ανοίγαμε» την σεζόν με το «Open September», ένα φεστιβάλ τεχνών για δημιουργούς από κάθε μορφή τέχνης, όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να απολαύσουν εικαστικές εκθέσεις, μουσικές βραδιές, σεμινάρια, θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις κλπ.

 

«Open September»

 

Τα τελευταία χρόνια οργανώσαμε δύο διαγωνιστικά φωτογραφικά projects, το «SEVEN» βασισμένο στα θανάσιμα αμαρτήματα και το «FEELINGS». Παράλληλα από το 2017 λειτουργούν καθημερινά θεατρικά εργαστήρια για ερασιτέχνες αλλά και επαγγελματίες ηθοποιούς ενώ στο μπαρ του χώρου οργανώνονται συχνά συναντήσεις καλλιτεχνών, συζητήσεις, ημερίδες και φυσικά κάθε βράδυ μαζευόμαστε φίλοι, συνεργάτες, επισκέπτες και θεατές για να χαλαρώσουμε ή να διασκεδάσουμε με μουσικούλα και ποτό.

 

Πέρα από τη μουσική και τα τραγούδια για το θέατρο κάνεις κάτι παράλληλα και με τι ασχολήθηκες στην προ VAULT περίοδο;

Σε γενικές γραμμές ασχολιόμουν σχεδόν πάντα με το soundtrack. Έχω ντύσει ταινίες μικρού μήκους, video arts, επιδείξεις μόδας, διαφημιστικά σποτάκια κλπ.

Παράλληλα έχω ασχοληθεί με μαθήματα μουσικής, κυρίως για ηθοποιούς, έχω λάβει μέρος σε μουσικές εγκαταστάσεις, μουσικά σχήματα και στον ελεύθερο μου χρόνο μ’ αρέσει να πειραματίζομαι με νέους ήχους, όργανα και ιδέες που μπορεί να χρειαστώ στο μέλλον.

 

Στη μουσική στο θέατρο έχεις δώσει μια φρέσκια πνοή που δείχνει άνθρωπο που οραματίζεται. Έχεις κάνει όμως Masterclass και στη Σύνθεση για τον κινηματογράφο, οπότε ένα soundtrack μιας μεγάλης ταινίας του Μάνου Αντωνιάδη αρκετοί θα το θέλαμε. Το έχεις σκεφτεί καθόλου;

Ναι, το έχω σκεφτεί και είναι κάτι που θέλω πολύ να κάνω όταν μου δοθεί η ευκαιρία.

 

Μετά από όλα όσα έχεις κάνει για το θέατρο και ειδικά για το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» νομίζω ότι είσαι έτοιμος για ένα δικό σου μιούζικαλ. Γυρίζει κάτι τέτοιο στο μυαλό σου, έτσι δεν είναι;

Είναι κι αυτό μέσα στα μελλοντικά μου σχέδια. Για το πότε ακριβώς δεν ξέρω ακόμη αλλά υπάρχει ήδη η ιδέα και σχεδόν όλη η ομάδα για να το πραγματοποιήσουμε.

 

 

Πιστεύω ότι εκτός από μένα, θα υπάρχουν και άλλοι που θα ήθελαν να ακούσουν τη δουλειά σου. Φοβάμαι όμως την απάντηση για να ρωτήσω αν έχεις ένα blog ή μια προσωπική σελίδα.

Δυστυχώς ακόμη δεν έχω φτιάξει κάτι οργανωμένο. Υπάρχουν κάποια σκόρπια βιντεάκια στο YouTube αλλά σύντομα θα ανοίξω μια ιστοσελίδα με συγκεντρωμένο όλο το υλικό μου.

 

Ερχόμαστε στο σήμερα τώρα όπου σε βρίσκουμε με πανό έξω από ένα κλειστό θέατρο, μια εικόνα καθόλου ευχάριστη για κανέναν. Και μάλιστα σε μια εποχή όπου οι θεατρικές αίθουσες είχαν τετραπλασιαστεί και το θεατρόφιλο κοινό ήταν πιο υποψιασμένο.

Εδώ θα ήθελα τις πρώτες σου σκέψεις και ανησυχίες για το πλήγμα αυτό του θεάτρου και γενικά των Τεχνών και του Πολιτισμού.

Σίγουρα διανύουμε μια πολύ παράξενη και δύσκολη περίοδο, όχι μόνο για τον πολιτισμό αλλά γενικότερα για όλη την οικονομία της χώρας, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη και με τις τέχνες. Όταν όμως τίθεται θέμα υγείας προέχει αυτό πάνω από όλα.

Όσον αφορά ειδικά το θέατρο, θα είναι αρκετά δύσκολο να ανακάμψουμε από αυτή την κρίση. Χωρίς έσοδα πως θα κρατηθούν οι θεατρικές επιχειρήσεις. Από την άλλη, πρόκειται για μια μορφή τέχνης που απαιτεί συλλογική και ομαδική εργασία με ελευθερία και ασφάλεια στην κίνηση και την επαφή μεταξύ των συντελεστών και κυρίως των ηθοποιών. Επίσης θέατρο χωρίς κοινό δεν υφίσταται.

 

 

Θα χρειαστεί λοιπόν και η κυβέρνηση να ενισχύσει τους χώρους, τους παραγωγούς και τους εργάτες της τέχνης και του θεάτρου. Από την πλευρά του το φιλοθεάμον κοινό θα πρέπει να στηρίξει με την παρουσία του τις παραστάσεις, τηρώντας τα μέτρα ασφαλείας και από την δική μας πλευρά θα πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε να παράξουμε έργο, έστω και με τις παρούσες δυσκολίες.

Εγώ πάντως προσπαθώ να μένω αισιόδοξος και πιστεύω ότι όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Ελπίζω μάλιστα ότι σύντομα θα βγει φάρμακο ή εμβόλιο το οποίο θα δώσει τέλος στον κίνδυνο. Μέχρι τότε όμως πορευόμαστε με την κατάσταση ως έχει.

 

Μετά την αναγκαστική παύση του θεάτρου, σύμφωνα με κάποιες εξαγγελίες το καλοκαίρι θα δούμε κάποιες παραστάσεις καθώς φαίνεται, όπως Πέρσες και Λυσιστράτη από το Εθνικό, Όρνιθες από το ΚΘΒΕ ή Οιδίποδα του Δημήτρη Καραντζά, καθώς και κάποιες άλλες εικαστικές δράσεις. Με το υπόλοιπο θέατρο τι μέλλει γενέσθαι;

Κατ΄αρχάς θεωρώ πολύ καλό το ότι οι μεγάλοι φορείς, που έχουν την δυνατότητα, συνεχίζουν τις δράσεις έστω και με τις παρούσες συνθήκες. Είναι ένας τρόπος να μην χαθεί η επαφή του κόσμου με το θέατρο αλλά και να στηριχθούν  οικονομικά κάποιοι καλλιτέχνες.

Βέβαια με αυτές τις πέντε – δέκα δράσεις από τους κρατικούς και μεγάλους φορείς δεν μπορεί να σωθεί το θέατρο ή οι χιλιάδες καλλιτέχνες που δουλεύουν στις παραστάσεις του ελεύθερου θεάτρου.

Κάθε χρόνο ανεβαίνουν πάνω από χίλιες ανεξάρτητες παραγωγές στις οποίες εργάζονται ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί, φωτιστές, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, χορογράφοι, φωτογράφοι, τεχνικοί θεάτρου και πολλές άλλες ειδικότητες.

Ενώ υπάρχουν δεκάδες μικροί και μεγάλοι θεατρικοί χώροι, ο καθένας με την δική του ταυτότητα, που όλοι μαζί, καλλιτέχνες και χώροι, συνθέτουν τον πλούτο που έχει σήμερα το θέατρο στην Ελλάδα.

Είναι σημαντικό λοιπόν, να στηριχθεί και αυτό το κομμάτι το οποίο είναι και το μεγαλύτερο αλλά και το πιο ευαίσθητο σε τέτοιου είδους κρίσεις.

 

 

Αν συνεχίσουμε να μιλάμε για σένα και το VAULT θα θέλαμε πολλές ενότητες, γι’ αυτό κλείνοντας θα ήθελα να μου πεις πως αντιμετώπισες αυτό το κενό δίμηνο και για τυχόν σχέδια που ελπίζω ότι είχες καιρό να ταξινομήσεις.

Πέρασα από πολλές φάσεις. Στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που συνέβη. Μου φάνηκε όλο σαν σενάριο από ταινία. Δεν θα σου κρύψω ότι ανησύχησα πάρα πολύ και για την υγεία των αγαπημένων μου αλλά και για την οικονομική δυσχέρεια που έμελλε να ακολουθήσει.

Παρόλα αυτά όμως προσπάθησε να εκμεταλλευτώ δημιουργικά τον χρόνο που πέρασα σπίτι και αποδείχθηκε μια πολύ χρήσιμη περίοδος, ειδικά το πρώτο διάστημα. Ασχολήθηκα με πράγματα που είχαν μείνει χρόνια σε εκκρεμότητα, άρχισα να κάνω κατασκευές για το σπίτι και το πιο σημαντικό… ξεκουράστηκα.

 

 

Τα τελευταία χρόνια, ειδικά με το VAULT, δεν είχα κάτσει καθόλου. Από αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι μέσα Ιουλίου είμαστε κανονικά κάθε μέρα εκεί, με μόνο ρεπό ένα δεκαήμερο μέσα στο Πάσχα και την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Το υπόλοιπο διάστημα συνήθως προετοιμαζόμαστε για την επόμενη σεζόν εκτός από την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου που έχουμε για διακοπές.

Αυτό λοιπόν το δίμηνο τώρα, και μη μπορώντας να κάνουμε σχέδια ή προετοιμασία,  χαλάρωσα πραγματικά. Βέβαια μετά άρχισε πάλι η ανησυχία για το πως θα πορευθούμε μέσα σε αυτό το αμφίβολο περιβάλλον. Τώρα όμως που βλέπω πως πάνε τα πράγματα και αρχίσαμε την προετοιμασία και τα σχέδια για την επόμενη σεζόν, είμαι και πάλι αισιόδοξος.

 

Μάνο, σ’ ευχαριστώ και πάλι που ήσουνα σήμερα μαζί μας και εύχομαι την επόμενη φορά, σε καλύτερες συνθήκες από κοντά στο φιλικό πια μπαράκι-φουαγιέ του VAULT για μια καλή ρακή, μιας και οι παπαράτσι σας μαρτύρησαν ότι τις έχετε δοκιμάσει όλες….!!!

Με μεγάλη μου χαρά να πιούμε και ρακές και ότι άλλο μας προτείνουν οι ευφάνταστες barmaids του χώρου μας. Η χαρά είναι δική μου γι αυτή την συζήτηση και χαίρομαι γιατί μου θύμησες και πολύ ωραίες στιγμές από τα περασμένα χρόνια.

Με το καλό, σύντομα κι από κοντά!

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Μάνος Αντωνιάδης γεννήθηκε στη Λεμεσό. Εκεί παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα στη μουσική στο «Ωδείο Κρασίδη», παράρτημα του «London College of Music», στην Κύπρο. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, στο Ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας», στη Γερμανία στο «Universitåt Leipzig“, και στην Ιταλία, στην Ακαδημία Μουσικής “A.I.D.A” της Ρώμης όπου και πήρε το Δίπλωμα Σύνθεσης.

Παράλληλα παρακολούθησε σεμινάρια σύνθεσης για Θέατρο και Κινηματογράφο, ηλεκτρονικής μουσικής και sound design.

Ως συνθέτης δραστηριοποιείται από το 2006 έχοντας γράψει μουσική δωματίου, ηλεκτρονική μουσική, έργα για ορχήστρα, σόλο όργανα και φωνή, μουσική για video και ταινίες μικρού μήκους αλλά κυρίως μουσική για το Θέατρο. Το 2012, με τον συνεργάτη του Δημήτρη Καρατζιά, δημιούργησε το VAULT. Ένα μικρό πολυχώρο με δύο θεατρικές σκηνές, εκθεσιακό χώρο και music bar, όπου παρουσιάζονται εικαστικά δρώμενα, εκθέσεις και παραστάσεις, θεάτρου, χορού και μουσικής.

Έγραψε μουσική και τραγούδια για τις παραστάσεις: «Ο άνθρωπος ελέφαντας» του B. Pomerance, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Lars von Trier, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά «Η ψιλικατζού» της Κ. Δελημήτρου, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά.

«Οι φυλακισμένες» των «I. del Moral» και «V. Fernandez», σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά «Ζωή μετά χαμηλών πτήσεων» του Αρκά, σκηνοθεσία Δ. Αγορά «Curring Room» του David Ian Lee, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά «Marvin’s Room» του Scott McPherson.

«Οι Πρακτόρισσες» του Γιάννη Καλαβριανού, σκηνοθεσία Α. Ρεμούνδου, «Other Side» του Ντέιαν Ντουκόφσκι, σκηνοθεσία Φ. Αποστόλου.

«Μικρές Ιστορίες Φόνων» του Πάνου Μπρατάκου, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά, «Αρκετά πια με την Αντέλα» του Δ. Καρατζιά, σκηνοθεσία Λ. Μελεμέ, «Ο Πελεκάνος» του A. Strindberg, σκηνοθεσία Φ. Αποστόλου.

«Πνιγμονή», βασισμένη στο «Σπίτι της Bernarda Alba», σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά, «Η Μαμά Μου Ποτέ Δεν Πεθαίνει» της C. Castillon, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά.

«Bent» του M. Sherman, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά, «Με Τη Βούλα» της Σ. Ζάμπρα, σκηνοθεσία Γ. Μποστατζόγλου, «Elizadeth», βασισμένη στους Βασιλικούς Μετά Τρούλου» του Χ. Ρώμα, σκηνοθεσία Δ. Καρατζιά κ.α.