Και ξεκινάμε με την πρώτη συνέντευξη της νέας χρονιάς, με έναν κωμικό ηθοποιό, σεναριογράφο και γελοιογράφο που το χιούμορ ρέει στις φλέβες του, τον Γιώργο Γαλίτη, επανερχόμενοι στο να γνωρίζουμε μέσα από την κουβέντα μας το έργο νέων καλλιτεχνών και να θυμίζουμε των παλαιότερων. Αυτοί οι άνθρωποι πάντα έχουν κάτι ενδιαφέρον να μας πουν, καθένας με τον δικό του τρόπο.

 

Συνέντευξη στον Γιάννη Ζαμπατή

Photos: by Daniel Felipe from FIST AK Productions

 

 

Τον συναντήσαμε στον φυσικό του χώρο, που είναι το θέατρο, εν μέσω πυρετωδών προετοιμασιών και προβών. Ήταν ανάμεσα στις δύο πρεμιέρες του στο Θέατρο Αλάμπρα, των παραστάσεων «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και κοντός» και «Τα ραδίκια ανάποδα».

Δυστυχώς όμως, ανέκοψε την φόρα τους, όπως και όλων ο εγκλεισμός, υπαίτιος και όχι μόνον αυτός, για την δυσοίωνη κατάσταση που διανύουν τα θέατρα και γενικά ο κόσμος του θεάματος.  

Ο Γιώργος Γαλίτης, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, γαλουχημένος από τον παλιό κινηματογράφο του Μπάστερ Κίτον και του Τζέρι Λιούις και τον πρώτο Έλληνα stand-up κωμικό Χάρρυ Κλυνν. Ένας άνθρωπος με σοβαρότητα και ήθος σε αντίθεση με το κωμικό του ταμπεραμέντο, μας μίλησε με τον χειμαρρώδη λόγο του για τις δύο αυτές παραστάσεις, αλλά και με ειλικρίνεια και τόλμη για το θέατρο μέσα από την πολύχρονη πορεία του, την τηλεόραση και τα καλώς ή κακώς εκάστοτε κείμενα.

 

Γιώργο, όπως όλοι γνωρίζουμε, κι εσύ ακόμα περισσότερο, διανύουμε τις πιο σκοτεινές μέρες που περνάει το θέατρο και γενικά τα θεάματα. Πόσο αισιόδοξος είσαι για τη νέα αυτή περίοδο και για την στήριξη του κόσμου;

Ήταν ένα πείραμα όλο αυτό. Καταρχήν ο θεατής πρέπει να είναι ο άρχοντας στο θέατρο, να είναι σε μια ωραία σάλα, ωραία θέση, για να δει ιδανικά μια παράσταση. Για μένα αυτό είναι το θέατρο… κι από κει και πέρα να απολαύσει όσο πιο πολύ χαλαρός την παράσταση του.

Τα πράγματα λίγο περίεργα, το ότι έρχεται με κάποιο φόβο, φοράει μάσκα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, αλλά όπως είδαμε στην πρεμιέρα, λειτουργεί και έτσι μια παράσταση. Γελάσανε, ευχαριστηθήκανε, χειροκροτήσανε, ακούσαμε τα μπράβο τους, τα γέλια τους, έστω και πίσω από τη μάσκα.

H κωμωδία θέλει κόσμο, συμμετοχή, ο θεατής να είναι ενεργός. Είναι μια πνευματική λειτουργία, όπως όλα τα είδη του θεάτρου, αλλά η κωμωδία θέλει το θεατή να εκδηλώνεται, να παίρνει δουλειά για το σπίτι. Όσο πιο σπουδαία είναι η κωμωδία, τόσο περισσότερη δουλειά θα πάρεις και πρέπει να εκδηλωθεί και ευτυχώς ακόμα αυτό μπορεί να γίνει, έστω και με αυτή την περίεργη συνθήκη

Όπως είπε και ο Χάρης στην πρεμιέρα η τέχνη θα νικήσει. Όλες τις δυσκολίες τις κερδίζουμε, γιατί η ζωή προχωράει.

 

 

Οπότε ξεκινάς με τη μεταφορά στο σανίδι της ταινίας του 1961 «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη. Τι είναι αυτό που σε κάνει να μην φοβάσαι τη σύγκριση με κάτι το οποίο έχει αγαπηθεί και καθιερωθεί στο μυαλό του θεατή και τι θα έρθει να δει στη συγκεκριμένη παράσταση;

Αυτά τα έργα αν τα δούμε, ας πούμε, επιστημονικά και τα διαβάσουμε είναι απλά έργα με απλούς ρόλους. Δεν είναι ούτε αρχαία τραγωδία, ούτε Σαίξπηρ. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να δεις το ρόλο και από κει και πέρα αν η κωμική σου προσωπικότητα ταιριάζει πάνω σ’ αυτό, αλλά και να μην ταιριάζει θα βρεις εσύ ένα κλειδί.

Εγώ σκέφτηκα να φτιάξω έναν ανθρωπάκο καταπιεσμένο. Ένα ανθρωπάκι καταπιεσμένο, ζορισμένο που όλοι το βλέπουν σαν ένα πράγμα που δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Αυτός τώρα κάποια στιγμή βρίσκει την ευκαιρία να τσιλημπουρδίσει, να μεθύσει και να ξεδώσει. Και κάποια στιγμή επανέρχεται και να ξανάρθει στο ύψος με την κληρονομιά που του έρχεται. Έχει μια πορεία πολύ ωραία ο ρόλος, στον οποίο δεν μπορείς να μείνεις μόνο στο σχήμα.

Την ταινία την θυμάμαι σαν μια εικόνα, αλλά δεν κάθισα να την δω για να την μελετήσω. Από κει και πέρα πρέπει να βάλεις το δικό σου  χαρακτήρα και τη δική σου προσωπικότητα, να κάνεις τον κόσμο να ξεχάσει την ταινία.

Όπως και στο «Αλλοίμονο στους νέους» αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε. Να δει ο θεατής κάτι το τελείως διαφορετικό, να τον ξαφνιάσεις τον θεατή.

Στη διασκευή του Ρώμα έχουν μπει πολλές ατάκες και πολλά αστεία μέσα στο κείμενο. Στρογγυλεύτηκαν κάποιοι χαρακτήρες, κάποιοι δεύτεροι ρόλοι. Και από κει και πέρα στους πρώτους ρόλους το χαρακτηριστικό που έβαλε στο ρόλο της Βασιλειάδου ήταν μια κυρία η οποία τα έχει τα κιλά της, οπότε πάνω σ’ αυτήν την περσόνα και πάνω σ’ αυτήν την συνθήκη χτίστηκαν πολλά αστεία και το πιο σημαντικό ότι τη κάνει μια Μαντάμ Σουσού που δεν ήταν τόσο πολύ στην ταινία.

Μπήκαν στοιχεία στρογγυλέψανε οι ρόλοι για να μπορούν να σταθούν στο θέατρο. Γιατί είναι πολύ διαφορετικό να είσαι θεατής σε μια ταινία του 60 καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ σου και άλλο να σηκωθείς να πας στο θέατρο. Θέλεις κάτι πολύ παραπάνω και για να μπορείς να κρατηθείς και σε αυτήν εδώ την συνθήκη. Αλλά αυτό που πιστεύω είναι ότι καταφέραμε να φτιάξουμε μια πολύ διασκεδαστική παράσταση.

Ο άλλος έρχεται να δει Τσιφόρο με τον Χάρη, την Τάνια, τον Γιώργο, με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς και δεν θα προδοθεί, δεν θα θυμώσει με αυτό που θα δει. Έχω παίξει πάρα πολλούς ρόλους, του Χατζηχρήστου, του Χορν, έχω παίξει του Ηλιόπουλου, με τον Θύμιο Καρακατσάνη.

Όταν παίζεις με τον Θύμιο είναι σαν να παίζεις με όλους αυτούς ταυτόχρονα. Δηλαδή ο Θύμιος ήταν και Μακρής και Αυλωνίτης και όλα. Τι να ζηλέψω ας το πούμε σαν ηθοποιός, όταν είμαι πάνω στην σκηνή μαζί του. Όπως και με άλλους που είχα την χαρά να βρεθώ, με τον Κωνσταντίνου, τον Μουστάκα και με τον Βουτσά.

Και βλέπω ότι οι άνθρωποι που μείνανε από τους παλιούς και που συνέχισαν μέχρι και τα τελευταία τους ήταν αυτοί που δεν σνόμπαραν την νέα γενιά. Υπήρχαν πολλοί από τους παλιούς μεγάλους ηθοποιούς γύρω στην δεκαετία του 90, που ήταν πολύ σκληροί με τα νέα φυντάνια.

 

 

Όσο για τη δεύτερη παράσταση σε βλέπω να προχωράς σε γνώριμα μονοπάτια, αφού είναι η ένατη χρονιά που το ανεβάζεις. Ποιο πιστεύεις ότι είναι το συστατικό αυτής της μακρόχρονης επιτυχίας στα «Ραδίκια ανάποδα»;

Βασικά είναι μια παράσταση που την έχω αγαπήσει πάρα πολύ, έχει φανατικούς φίλους, ανθρώπους που την έχουν δει πάνω από πέντε φορές και πάνω και 30 και 40 φορές και όταν συμβαίνει αυτό, κάτι σημαίνει. Είναι κάτι διαφορετικό, μαύρο χιούμορ, πολύ αστεία σαν παράσταση πράγμα που αποδεικνύεται και στην πορεία του.

Όταν ήταν να ξεκινήσω την παράσταση ήμουνα πάρα πολύ φοβισμένος, επειδή ερχόμουνα και από μία ανεργία, ήμουνα και κάποια χρόνια έξω από την τηλεόραση και είχα φάει και τις σφαλιάρες μου γενικότερα στο ελληνικό θέατρο, ενώ δούλευα πολύ κάθε χρόνο αλλά έτυχε να μείνω μια χρονιά εκτός και σκέφτηκα να κάνω κάτι μόνος μου.

Πήγαινα σε διάφορους θεατρικούς επιχειρηματίες και τους έλεγα να τι κάνουμε εδώ στο φουαγιέ με λίγο κόσμο γιατί περίμενα ότι θα έρθουν κάποιοι να το δούνε. Είχα πάει σε αρκετά θέατρα, αλλά δεν προέκυψε.

Βρέθηκα κάποια στιγμή με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη για να του γράψω για κάποιο μονόλογο που ήθελε να κάνει και του διάβασα κάποια κομμάτια, του άρεσαν. Βρεθήκαμε εκείνο τον καιρό στο θέατρο Ζήνα όπου ο Μάνος ο Τάγαρης είχε το θέατρο κενό κάποιες μέρες, οπότε κούμπωσε το πράγμα και ο Βλαδίμηρος ήθελε να το σκηνοθετήσει.

Από κει και πέρα, ειδικά ο μήνας των προβών, ήταν από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Σαν σκηνοθέτης ο Βλαδίμηρος, όχι μόνον οδήγησε, αλλά ήταν η χαρά του κωμικού. Το να τον βλέπεις από κάτω να γελάει, να λέει ναι, μπράβο, ήταν σπουδαία προσφορά και οι ιδέες του και στη συνέχεια άνοιξε το πράγμα, όμως όχι στο φουαγιέ αλλά στη σκηνή.

Και πριν ξεκινήσουμε μέσα στις πρόβες άλλαξα και κάποια κείμενα, απλοποίησα κάποια άλλα, και χτίστηκε η παράσταση. Προς το τέλος των προβών μαθαίνω από τον επιχειρηματία ότι είχαμε και πολλά χτυπήματα στις κρατήσεις των εισιτηρίων. Έχω πάει και σε κινηματοθέατρα, έχω παίξει και σε άδεια σχεδόν. Τα έχω ζήσει όλα με αυτήν την παράσταση, και σε μικρούς χώρους και σε μεγάλους και έξω και μέσα και στην επαρχία.

Στο θέατρο είναι διαφορετικά τα πράγματα από τον κινηματογράφο, όταν έχεις λίγο κόσμο και ειδικά όταν είσαι μόνος.

Υπήρξαν παραστάσεις που ναι μεν στεναχωριέσαι που δεν έχει πολύ κόσμο, αλλά μπορείς να χτίσεις μια ατμόσφαιρα και να πας την παράστασή σου ωραία. Είναι διαφορετικά γιατί θέλεις κόσμο για να λειτουργήσει το αστείο και όλο το πράγμα.

 

Στην κωμωδία, πιστεύω ότι είναι δύσκολο να πετύχει το κωμικό κομμάτι ώστε να προκαλέσει το γέλιο αβίαστα. Εσύ πως το διαχειρίζεσαι ώστε να φέρεις το θεμιτό αποτέλεσμα;

Στην κωμωδία πρέπει να τον κατακτήσεις τον θεατή. Υπάρχουν μεν αυτό που λέμε τα χαριστικά γέλια, όταν είσαι γνωστός ηθοποιός και έρχονται να σε δουν γιατί είσαι ο τάδε και θα σου χαριστούνε γιατί ήρθαν έτοιμοι. Σε μένα δεν υπάρχει χαριστικό γέλιο γιατί δεν είμαι γνωστός ηθοποιός από την τηλεόραση. Δεν είμαι ο ηθοποιός που θα έρθουν οι φαν οι ταγμένοι για να με δουν.

Όπως εγώ πήγαινα παλιά να δω τον Χάρρυ Κλυνν. Δεν με ενδιέφερε ποιοι έπαιζαν μαζί του, αν και είχε σπουδαίους ηθοποιούς γύρω του, αλλά εγώ πήγαινα να δω τον Χάρρυ Κλυνν γιατί για μου άρεσε από μικρό παιδί και συνεργαστήκαμε αργότερα. Όταν έρχεται ο άλλος ταγμένος για να σε δει είναι τελείως διαφορετικά.

Αυτό που κάνω εγώ είναι να μην προσπαθώ να βγάλω γέλιο. Δηλαδή αν είναι δύσκολο το κοινό κάτω δεν θα προσπαθήσω να κάνω πολλά, θα κάνω ίσως και λιγότερα γιατί είναι καλύτερο να ανεβάσεις τον θεατή πάνω στην σκηνή, παρά να κατέβεις εσύ κάτω.

Όταν βλέπουν το άγχος και την υπερπροσπάθεια σου επάνω, τότε είναι χειρότερα όπως και το αποτέλεσμα. Λίγοι μπόρεσαν να διαχειριστούν την κωμωδία της υπερβολής, με άλλη δύναμη και άλλη κατάσταση.

Μόνο ο Τζέρι Λιούις έκανε τα αδιανόητα. Για μένα κωμωδία είναι αυτό που κάνει ο Τσάπλιν, ο Μπάστερ Κήτον, που για μένα είναι ο πρώτος.

Υπάρχουν πολλά είδη κωμωδίας. Η κωμωδία που βγαίνεις και λες αστεία, όπως και ένα έργο που στη γραφή του είναι πολύ αστείο. Υπάρχει η κωμωδία καταστάσεων, όπου συμβαίνουν αστεία πράγματα, όπως στη Φάρσα, όπου πρέπει να είσαι τρομερός μάστορας σαν ηθοποιός για να μπορέσεις να το στηρίξεις. Αυτό το ελαφρό για να το κάνεις έργο θέλει μεγάλη μαεστρία.

 

 

Η επιθεώρηση κυρίως, βασίζεται στη σάτιρα που ναι μεν είναι θεμιτή, όμως τις περισσότερες φορές ξεπερνάει κάποια όρια και θίγει κάποιες ομάδες ή μειονότητες, στο πλαίσιο του να προκαλέσει το γέλιο. Η συνταγή πιάνει πολλές φορές γιατί υπάρχει το αντίστοιχο κοινό. Θα μπορούσαμε όμως σ’ αυτήν την περίπτωση να πούμε ότι πέτυχε το σκοπό της;

Για μένα η κωμωδία και η σάτιρα είναι ένα είδος ελευθερίας, με κάποια όρια βέβαια. Αν και ο Μελ Μπρουκς και ο Τζίμης Πανούσης λέγανε ότι η σάτιρα δεν έχει όρια. Τα όρια τα δίνει το κοινό.

Κάτι μπορεί να φαίνεται προσβλητικό και χυδαίο, αλλά μπορείς να πεις το χειρότερο πράγμα με τέτοια παιδική αφέλεια και με τέτοια αγνή πρόθεση που βγαίνει πολύ αστείο.

Ας πούμε για τις οποιεσδήποτε μειονότητες, να τις αποκλείσουμε από την κωμωδία, από την τέχνη;

Για παράδειγμα, εγώ στα «Ραδίκια ανάποδα» έχω έναν στρατηγό, αναφέρεται σε έναν που έχει πεθάνει ο οποίος από όλο αυτό φαίνεται ότι είναι ομοφυλόφιλος. Αλλά ο στρατηγός τον παρουσιάζει σαν έναν πολύ άντρα. Ένα κείμενο που αν το πάρεις από μόνο του, αν το δεις πολύ στεγνά, θα πεις αυτό τώρα τι σατιρίζει;

Οι έγχρωμοι στην Αμερική έκαναν δικιά τους κωμωδία, η οποία είχε και μεγάλη επιτυχία. Δηλαδή όταν η όποια μειονότητα κάνει δικιά της κωμωδία, αυτοσαρκαστεί και από κει και πέρα αρχίζει και σατιρίζει την εξουσία, αποκτάει μια άλλη δύναμη και μια άλλη διάσταση. Για μένα αυτό είναι, να βγει ένας stand-up κωμικός και να πει, ναι είμαι ότι είμαι, αυτοσατιρίζομαι γιατί έχω περάσει αυτά και αυτά, γελάνε οι ας το πούμε όμοιοί μου από κάτω και χαίρονται και είναι ένα πανηγύρι.

Το να αποστειρώνουμε και να λέμε μη το ένα μη το άλλο… Αν διαβάσουμε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη θα πρέπει να τις βάλουμε σε ένα συρτάρι και να τις πετάξουμε. Ήταν πολύ δεικτικός και σε μια κοινωνία που ήταν πάρα πολύ ανοικτή. Και γιατί τώρα ενοχλεί η σάτιρα. Γιατί η κοινωνία μας, η δημοκρατία μας έχει έλλειμμα.

Σήμερα όμως σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο συντηρητική και λιγότερο δημοκρατική, λείπει η σάτιρα. Σε ποιο κανάλι θα δεις σάτιρα, ποιος τολμάει να σατιρίσει.

Αυτό που λέγαμε εμείς στους Διαπλεκόμενους, και μόνο ο τίτλος έλεγε πολλά. Υπάρχουν κωμικοί και stand-up κωμικοί όπως ο Χάρρυ Κλυνν γιατί αυτός έφερε πρώτος το είδος, άλλο αν το ανακαλύψανε, υποτίθεται αργότερα.

Έχουμε stand-up comedy στην Ελλάδα από το 1975. Ξεκινάς πρώτα σαν συγγραφέας. Οι κωμικοί που κάνουν stand-up είναι πρώτα συγγραφείς και μετά ερμηνευτές

 

 

Το κοινό αναγνωρίζει στο πρόσωπό σου κωμικούς ρόλους και σε έχει συνδέσει με αυτούς. Πόσα κοινά έχει ο Γιώργος Γαλίτης που βλέπουμε, με τον Γιώργο της καθημερινότητας.

Πάντα κουβαλάμε τον εαυτό μας, το θέμα είναι πόσο τον αφήνουμε λίγο έξω από τους ρόλους. Για μένα όταν εμπνευσθώ να κάνω ένα σκιτσάκι ή να γράψω ένα κείμενο ή όταν είμαι στην διαδικασία της πρόβας ή την διαδικασία της παράσταση προτιμώ να μην είμαι ο εαυτός μου.

Προτιμώ μα είμαι κάποιος άλλος και αυτό είναι που μου αρέσει. Το θέμα είναι πως θα το φτιάξεις πάνω στην σκηνή που τις πιο πολλές φορές φεύγουμε και αυτό είναι το πιο ωραίο πράγμα.

 

Έρωτας και θάνατος είναι δύο θέματα που απασχολούν ανά τους αιώνες τους καλλιτέχνες σε όλες τις μορφές της τέχνης. Όπως και με τους επικήδειους στα «Ραδίκια ανάποδα» έτσι και στον «Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς» παίζει με την θνησιμότητα του ανθρώπου.

Μιλάμε για ένα κείμενο του Τολστόι, από τα πιο σπουδαία και μοναδικά του. Μιλάμε για την παρουσία ενός εφιάλτη, όπου κάποιος πεθαίνει και υπάρχει μια κωμική αντιμετώπιση. Αυτό βγαίνει από το έργο που σατιρίζει την μεγαλοαστική τάξη της Ρωσίας, του τι θα γίνει μετά τον θάνατο με την σύνταξη της χήρας και ποιος θα πάει στην κηδεία και διάφορες καταστάσεις όπου γίνεται ένα ξεμπρόστιασμα πολύ ωραίο και γλαφυρό.

Και ξεκινάει η διήγηση πως ήταν η ζωή του Ιβάν Ίλιτς. Με τον Θανάση τον Κουρλαμπά μοιραζόμασταν 18 ρόλους, χωρίς να αλλάζουμε κοστούμια, μόνο με το σώμα μας και τη φωνή μας, αλλά και την βοήθεια της μουσικής και του φωτισμού. Ήταν από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω κάνει.

Με τον Θανάση δέσαμε αδιανόητα ωραία, ένας συνάδελφος που είναι πολύ σπουδαίος ηθοποιός, που πάνω στην σκηνή δεν έχει ούτε ανταγωνισμούς ούτε τίποτα. Προσπαθήσαμε ο καθένας να χτίσει τον ρόλο αυτό δικό του. Το ρόλο του άλλου. Το ρόλο που θα χτίσει ο ένας πρέπει να τον πάρει ο άλλος και ειδικά όταν έχεις να κάνεις με ένα ρόλο που έχει μια διάρκεια.

Ο Ιβάν Ίλιτς είχε σχεδιαστεί με πολλές λεπτομέρειες. Οι άλλοι ρόλοι, οι περιφερειακοί, ρόλοι πιο γκροτέσκ είναι με χοντρές γραμμές γραμμένοι, για να είναι και πιο ευδιάκριτοι. Με την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη που έκανε τη σκηνοθεσία, που το είχε όραμα και όνειρο πως θα φτιάξει την παράσταση. Ίσως ανάλογα με τις καταστάσεις που θα επικρατήσουν, να την επαναλάβουμε την παράσταση.

 

Πόσο σημαντικές είναι για σένα οι κάθε είδους διαπροσωπικές σχέσεις, έρωτας, φιλία, σχέση και πόσο επηρεάζουν την πορεία σου σαν άνθρωπο και καλλιτέχνη;

Η ζωή μας σε εμάς τους ηθοποιούς δεν είναι μόνο το θέατρο. Είναι αυτό που λέμε το pic της ημέρας. Η αγάπη μας είναι το θέατρο αλλά και το γύρω-γύρω. Και αυτό είναι που χτίζει, γιατί από αυτό το γύρω-γύρω τσιμπολογάμε πράγματα.

Μέσα από τη σχέση μου με έναν άνθρωπο, ακόμα και με τη φίλη μου, προσπαθώ από παντού να κλέψω. Πολλές φορές όμως είναι και διαστροφή το επάγγελμα μας. Πολλές φορές γελάς με ένα αστείο που βλέπεις με τον μηχανισμό που έχει ειπωθεί ή έχει γραφτεί και να μην το ευχαριστιέσαι.

Δεν έχω πάρα πολλούς φίλους, αλλά προσπαθώ αυτές οι σχέσεις, οι φιλίες να είναι γερές. Από κει και πέρα προσπαθώ να είμαι εντάξει και ευγενικός με τους συνανθρώπους μου

 

 

Αλήθεια, μπορεί μια αντρική φιλία να καλύψει ένα έγκλημα; Η αντρική φιλία έχει Ομερτά;

Μιλάμε για το έργο. (γέλια). Ανάλογα, ευτυχώς το έργο είχε happy end. Άλλη μια παράσταση, μια κωμωδία με δραματικά στοιχεία.

Η «Ομερτά: Η σιωπή των ανδρών» είναι Ιταλικό έργο το οποίο το έφερε στο σήμερα της Ελληνικής επαρχίας ο Κώστας Σπυρόπουλος με την Κατερίνα Μπέη που έκαναν την διασκευή του έργου και την μεταφορά του στα Ελληνικά.

Εκεί μιλήσαμε πολύ για την φιλία, αλλά και για αυτό που λέμε Ελληνική επαρχία και αυτόν τον μικρόκοσμο που μπορεί να κρύβει πράγματα. Γιατί έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε τα πράγματα την δεκαετία του 60, τη ζωής στο χωριό κτλ

 

Το μιούζικαλ, ένα είδος που έχει δώσει φαντασμαγορικά δείγματα στο εξωτερικό. Πιστεύεις ότι μπορούν να γίνουν αντίστοιχες παραγωγές στην Ελλάδα;

Δε νομίζω. Όλα αυτά τα τεράστια θέατρα έχουν και τις τεχνικές δυνατότητες και μια παράδοση στους ηθοποιούς και στους συντελεστές και γενικά σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που το στήνουν αυτό το πράγμα.

Για μας είναι κάτι που το ανακαλύπτουμε τα τελευταία χρόνια. Όπως όταν ξεκινάς από το σπίτι για να πας στο θέατρο έτσι και σε αυτή την περίπτωση ξεκινάς για να πας στο Λονδίνο, ξεκινάς για να πας εκεί πας εκεί που είναι πηγή. Έξω, όλη η πόλη σε βάζει στη διάθεση και στο κάθισμα για να δεις την παράσταση.

Το ότι υπάρχουν ηθοποιοί και ότι έχουμε την δυνατότητα είναι άλλο. Για μένα είναι ξένο από αυτό που λέμε Ελλάδα. Το να πάμε να τα δούμε έξω είναι σαν να πάμε να δούμε ταυρομαχίες. Είναι σαν να έρθουν απέξω να δούνε τις Μπούλες στη Νάουσα ή τα αποκριάτικα δρώμενα. Αυτά πρέπει να τα δεις στον τόπο τους.

Εμείς πάμε να δούμε μιούζικαλ στον τόπο τους. Το να το μεταφέρουμε εδώ ή να κάνουν αρχαία τραγωδία στο εξωτερικό, που έχουν κάνει, αλλά είναι τελείως άλλο πράγμα από το πώς το κάνουμε εμείς.

 

Τι προτιμάς να βλέπεις… εκτός από κωμωδία; Είναι σαφής η προτίμηση σου για το θέατρο. Συνειδητή επιλογή ή έτυχε;

Τελείως άλλα πράγματα. Το σινεμά το αγαπάω πάρα πολύ, απλώς δεν έχει τύχει. Αφενός και οι κωμωδίες που θέλω να κάνω εγώ δεν γίνονται, αλλά από κει και πέρα δεν είχα προτάσεις

 

 

Πολύς κόσμος, ειδικότερα μεγαλύτερης ηλικίας θεωρούν ότι δεν υπάρχουν σήμερα καλοί ηθοποιοί όπως οι παλαιότεροι.

Είχα φτιάξει κάποτε μια γελοιογραφία με δύο κάποιας ηλικίας που συζητάγανε και λέει ο ένας δεν υπάρχουν ηθοποιοί σαν τους παλιούς και απαντάει ο άλλος ούτε και θεατές. Αυτό σημαίνει ότι οι εποχές κάνουν τα πράγματα.

Όταν παραπονιόμαστε για το πώς ήταν τα πράγματα πιο παλιά πρέπει να δούμε το σύνολο της κοινωνίας. Όταν πήγαιναν στο θέατρο παλιά, έβαζαν το κουστούμι τους και τη γραβάτα τους, οι κυρίες ντυνόντουσαν πάρα πολύ ωραία και πήγαιναν να δούνε μια παράσταση. Τώρα είναι διαφορετικά. Όλο αυτό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα και επειδή ο θεατής είναι αυτός που φτιάχνει την ατμόσφαιρα

 

Όντως η τηλεόραση είναι ένα μέσον προβολής και αναγνωρισιμότητας, όμως σήμερα είναι πολύ μικρό το «ποιοτικό» ποσοστό, αφού τα μεγάλα κέρδη από τις διαφημίσεις με την αύξηση της τηλεθέασης των reality shows και ταυτόχρονα το μικρό κόστος των προγραμμάτων, ευνοεί την αύξηση της trash TV. Εσύ πως θα παίξεις στην σ’ αυτή την τηλεόραση;

Δεν θα παίξω, όπως και δεν παίζω. Δεν τους ενδιαφέρει αυτό που κάνω εγώ και το λέω όχι με παράπονο αλλά γιατί έτσι είναι. Υπάρχουν βέβαια πράγματα, όπως ο Χάρης με το «Καφέ της Χαράς» που είναι μια παλιά επιτυχία και έχει γίνει με τελείως πιο διαφορετικό τρόπο τώρα.

Αλλά από κει και πέρα και το είδος της κωμωδίας που θέλω να κάνω εγώ και η σάτιρα πολλές φορές που θα ήθελα να κάνω, δεν υπάρχει χώρος. Όταν δίνουν χρόνο και χώρο στην κάθε ανοησία, δηλαδή ότι θα ασχοληθούνε από το πρωί μέχρι το βράδυ με μια σαχλαμάρα ή ότι άνθρωποι ακόμη και των ποιοτικών θεαμάτων μπαίνουν κριτές και κρίνουν με πολύ όμορφο τρόπο το κάθε σκουπίδι.

Σε αυτές τις περιπτώσεις όταν ο τάδε σπουδαίος θεατρικός σκηνοθέτης κρίνει με μεγάλη χαρά και πολύ θετικό βαθμό το κάθε τηλεοπτικό σκουπίδι, ποιος χάνει και ποιος κερδίζει.

Το κάθε πράγμα απευθύνεται κάπου. Είμαστε ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ όπου μπορείς να αγοράσεις από βιολογικές μπανάνες έως προτηγανισμένες πατάτες. Το τι σου κάνει καλό ή κακό είναι η επιλογή σου.

Στο θέατρο υπήρχαν 500 παραστάσεις. Ο θεατής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει. Το αν δε βάζει το μυαλό του να δουλέψει για να διαλέξει ή ακούει αυτό που διαφημίζεται. Η ανάγκη του θα τον κάνει να πάει να δει πράγματα και η ανάγκη του είναι που θα θελήσει να στηρίξει καλλιτέχνες που ίσως αγαπάει.

Πρέπει να έχουμε όμως λίγο χρόνο και τη διάθεση να διαλέγουμε τα πράγματα. Και φυσικά δε λέω ότι κάνω εγώ είναι καλό σε καμία περίπτωση. Και δεν είναι. Ένα μικρό ποσοστό ή τα μισά ήταν από αυτό που λέμε από μια ευπρέπεια και πάνω. Ο καθένας επιλέγει και δεν κατακρίνω τον καθένα που επιλέγει να μπει στα πάνελ γιατί δεν ξέρουμε και ο καθένας τι ανάγκες έχει.

Όταν η ανάγκη του είναι μόνο να φανεί είναι άλλη κατάσταση. Αλλά είναι και αυτό μια ανάγκη και η ανάγκη του άλλου κρίνεται. Γιατί πολλοί ξεπουλιούνται για τα λεφτά, γιατί έχουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους… είναι πολλά τα θέματα, δεν μπορείς να μπεις σε αυτήν την διαδικασία

 

Εσύ σαν παιδί του Εθνικού, πιστεύεις ότι έχεις ευνοηθεί από αυτό το γεγονός, μια και για πολλούς έχει μεγαλύτερη αξία ένα νέο παιδί που έχει βγει από το Εθνικό από κάποιον που έχει δουλέψει μερικά χρόνια στο θέατρο χωρίς να έχει βγάλει σχολή;

Δεν ξέρω αν ισχύει. Εγώ ήρθα από τη Νάουσα μετά το φανταριλίκι μου, έδωσα για δεύτερη χρονιά στο Εθνικό και από κι και πέρα μπόρεσα και τα κατάφερα.

Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια είδα κάποιους που μπήκανε επειδή είχαν κάποιο πολιτικό ή καλλιτεχνικό μέσο, που είναι πολύ διαφορετικά από το να κατεβαίνεις από μια επαρχία να βλέπεις μπροστά σου μια επιτροπή και να δίνεις το μονόλογο σου και αλλιώς είναι να είσαι ένα παιδί που βρίσκεσαι μπροστά σε μια επιτροπή που θα μπορούσε να ήταν πρωταγωνιστές ή και δευτεραγωνιστές του μπαμπά σου ή της μαμάς σου.

Δεν ξέρω όμως όλο αυτό πως μπορείς να το ξεπεράσεις και να το αλλάξεις. Πάντως, πολλοί που μπήκαν με πολιτικά μέσα δεν συνεχίσανε. Μέσα από την τέχνη προσπαθείς από κάπου να ξεφύγεις. Ελάχιστοι καλλιτέχνες βγήκαν από τα Βόρεια προάστια από πλούσια σόγια.

 

 

Πιστεύεις ότι άμα υπήρχαν λιγότερες Σχολές θα ήταν καλύτερα για το μέλλον των παιδιών που βγαίνουν από αυτές; Υπάρχουν παιδιά που έχουν τελειώσει κάποια από αυτές τις Σχολές και ενώ έχουν παίξει σε κάποιες ερασιτεχνικές παραστάσεις δεν βρέθηκε ποτέ κάποιος να τους καλέσει σε κάποιο θέατρο.

Πολύ μεγάλη κουβέντα αυτό για τις Σχολές και το κακό είναι ότι υπάρχει μεγάλη ανεργία στους ηθοποιούς, όπως βέβαια και σε όλους τους τομείς. Δεν βρίσκουν πάντα δουλειά τα παιδιά σε αυτό που σπουδάζουν.

Το θέμα είναι αν αυτές οι Σχόλες δίνουν αυτό που πρέπει να δώσουν ή αν είναι σουπερ μάρκετ, γιατί υπάρχουν και τέτοιες Σχολές, όπου υπάρχουν μέσα σε μια αίθουσα 50 ή 60 παιδιά τα οποία θα κάνουν το κομμάτι τους μια φορά το μήνα και θα πάνε να δώσουν εξετάσεις και θα βγουν ηθοποιοί.

Αυτό δεν είναι Σχολή. Για μένα η Σχολή πρέπει να έχει μέχρι 10 άτομα για να μπορέσουν να δουλέψουν. Στο Εθνικό ας πούμε ήμασταν 14 άτομα.

 

Έχεις μιλήσει για το καλό και το κακό θέατρο. Πως όμως ορίζεται κατά τη γνώμη σου αυτό, αφού ο εγκέφαλος του καθενός μας το επεξεργάζεται διαφορετικά;

Δεν νομίζω ότι είναι θέμα εγκεφάλου, το τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει, είναι αντικειμενικό ποιο είναι κακό και ποιο είναι καλό. Όπως ξέρουμε ότι για την υγεία μας το τσιγάρο δεν μας κάνει καλό, αλλά ίσως έτσι νομίζουμε γιατί μας κάνει να ξεχνιόμαστε, έτσι είναι και στο θέατρο.

Όπως ξέρουμε ότι μια κακή παράσταση κάνει μόνο καλό σε αυτόν που την κάνει για να πάρει λεφτά, και κακό στον θεατή που θα χαλάσει και το γούστο του και την ώρα του. Μέσα στα όρια είναι το υποκειμενικό σ’ αυτό το θέμα. Δεν έχει να κάνει με το είδος του θεάτρου.

Για παράδειγμα έρχεσαι εδώ για να δεις μια κωμωδία, τον Τσιφόρο-Βασιλειάδη με τον Χάρη Ρώμα κλπ. Έρχεσαι για να δεις αυτό. Δεν θα κάτσεις να το κρίνεις σαν βλέπεις τον Ριχάρδο τον Β’. Πολλοί όμως μπαίνουν σε μια διαδικασία.

Υπάρχει αυτό το μπέρδεμα και στους σκηνοθέτες ακόμα. Για μένα το καλό θέατρο ξεκινάει από ένα καλό έργο το οποίο έχει κάτι να πει. Για μένα είναι πρώτα το έργο, μετά οι ηθοποιοί και μετά είναι ο σκηνοθέτης. Εμείς το έχουμε κάνει ανάποδα.

Για μένα αυτή η δικτατορία των σκηνοθετών πρέπει να σταματήσει και των σκηνοθετών της σαχλαμάρας πολλές φορές και της δηθενιάς. Πρώτα είναι το έργο, οι ηθοποιοί μετά που θα το πάρουν αυτό το έργο και θα το ζωντανέψουν και θα που τι θέλει να πει αυτό το έργο.

 

 

Είθισται μια παράσταση, μια ερμηνεία, μια καλλιτεχνική δημιουργία γενικά να κριτικάρεται. Θα υπάρχουν πάντα οι καλές και οι κακές κριτικές. Πόσο θα σε επηρέαζε μια αρνητική κριτική και κατά πόσο πιστεύεις ότι υπάρχει αντικειμενική κριτική;

Υπάρχουν περιοδικά, ή αυτά που βγαίνουν τα δωρεάν με το life style, που δίνουν πολλά φύλλα και στηρίζουν πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις και ξέρουμε και γιατί, όπως και άλλα διαδικτυακά με αστεράκια που ξέρουμε και εκεί το γιατί. Υπάρχει ένα αλισβερίσι σ’ αυτό το πράγμα.

Όταν ξέρεις πως λειτουργεί το πράγμα δεν σε επηρεάζει. Ο Τζέρυ Λιούις είχε πει ότι στα 100 γράμματα που μπορεί να πάρει τη μέρα και να του λένε πόσο καλός είσαι και πόσο σ’ αγαπάμε και ένα να είναι αρνητικό, θα μείνει σ’ αυτό.

Και όπως όλοι μας. Εκατό καλά να μας πούνε αν μας ένας κακό. Το θέμα είναι ότι είναι ένα κακό για να το διορθώσεις ή είναι μια κακία η οποία είναι και τελείως άκαιρη. Υπάρχει και κακή κριτική όχι για κάτι που πρέπει να διορθώσουμε, αλλά υπάρχει και κακή κριτική για κάτι καλό.

Όπως για τον Μάνο Χατζηδάκι έχουν γράψει αδιανόητα πράγματα. Το θέμα είναι, η κακή κριτική όπως και η καλή κριτική, γιατί γράφεται.

Υπάρχουν πολύ καλές κριτικές όπως τώρα που είναι της μόδας το διαδίκτυο και τα blogs κτλ και γράφουν όλοι καλά, για να την πάρει ο καλλιτέχνης να την βάλει στη σελίδα του και να έχουν περισσότερα click. Γιατί την κακή κριτική δεν θα πει στον άλλον μπες να τη διαβάσεις και όλα είναι μια χαρά.

Αλλά ποιοί τα τελευταία χρόνια έχουν και τις γνώσεις και την παιδεία για να γράψουν μια καλή ή κακή κριτική. Εγώ βλέπω κάποιες νεαρές κοπέλες που έχουν τελειώσει μια θεατρολογία, να γράφουν ένα κάρο κριτικές, καλές, κακές σε μεγάλα έντυπα. Αν δεν έχεις εμπειρία ηλικίας περισσότερο, να έχεις δει 15-20 χρόνια θέατρο πίσω και να ξέρεις όλο αυτό το πράγμα και να έχεις μια ενημέρωση, πως κάθεσαι να γράψεις κριτική.

Εγώ ας πούμε που είμαι 50 χρονών μου λένε να πάω σε Σχολές να διδάξω. Δεν θα πάω γιατί στα 20 χρόνια που έχω στο θέατρο θεωρώ ότι ακόμα μαθαίνω. Το θέμα είναι να έχεις δει, να έχεις διαβάσει.

 

Αλήθεια πως βρέθηκες να παίζεις σε κάτι τελείως διαφορετικό όπως το «Peer Gynt» του Ίψεν σε λυρική σκηνή και ποιος ήταν ο ρόλος σου;

Ήταν κωμικός ρόλος ούτως ή άλλως αφού ο βασιλιάς των ξωτικών είχε μια τρέλα. Ήταν από πρόταση του Βασίλη Νικολαΐδη, που με φαντάστηκε για τον ρόλο όταν κάναμε το «Αλίμονο στους νέους» και ήταν ένας πολύ ωραίος ρόλος για μένα. Σε αντίθεση με τα άλλα έργα του Ίψεν ο Peer Gynt ήταν ένα σπουδαίο παραμύθι

 

Το 2020 είναι μια διαφορετική χρονιά που βιώσαμε και βιώνουμε ακόμα πρωτόγνωρες καταστάσεις, με το θέατρο και γενικότερα τις Τέχνες και τον Πολιτισμό να έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα. Πιστεύεις ότι μπορούσε να υπάρξει και καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης από τους αρμόδιους φορείς;

Φυσικά θα μπορούσε να υπάρξει για να μην είμαστε στον αέρα και τα μέτρα να ήταν συγκεκριμένα αλλά για όλους, και στην κοινωνία ακόμα. Γιατί δεν ξέρουμε, άλλο είναι το θέατρο, άλλο τα μέσα μεταφοράς, άλλο το αεροπλάνο. Είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που βρισκόμαστε στο χώρο του αεροπλάνου και όταν πάμε στο θέατρο θα είμαστε λιγώτεροι κλπ.

Υπάρχει ένα κυβερνητικό αλαλούμ στην Ελλάδα. Όταν ένας τυφώνας καταστρέφει μια πόλη πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός που να μπορεί να την ξαναχτίσει

 

 

Ήδη ξεκίνησες την πρώτη σου παράσταση με τα νέα «μέτρα». Ποια ήταν η πρώτη αίσθηση που ένοιωσες και πως είδες την αντιμετώπιση του κόσμου;

Μια χαρά λειτούργησε. Ο κόσμος μπαίνει στην συνθήκη όπως κάναμε μια πρεμιέρα παλιότερα, το ίδιο γέλιο, το ίδιο χειροκρότημα. Μακάρι να ήταν τα θέατρα γεμάτα γιατί αλλιώς είναι να είναι γεμάτο το θέατρο κι αλλιώς να λες ότι με το 30% είμαστε γεμάτοι σήμερα.

Βλέπω καλλιτέχνες απελπισμένους και είναι πολύ άσχημο να βλέπεις απελπισμένους ανθρώπους και στο θέατρο, στους μουσικούς που τους απαγορεύεται να δουλέψουν.

 

Η δική σου πρόβλεψη για την επαναφορά του θεάτρου στην κανονικότητα όπως την ξέραμε ποια είναι;

Δεν μπορώ να κάνω προβλέψεις, δεν ξέρουμε τι γίνεται αύριο, μακάρι όλο αυτό το πράγμα να διορθωθεί, με αυτόν το πόλεμο που ζούμε με τον ιό και να φύγει ο φόβος. Τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι αλλάζουν τα πράγματα

 

Εδώ κάπου να κλείσουμε και να σε ευχαριστήσω για την κουβέντα μας και να σου ευχηθώ καλή επιτυχία στην συνέχεια.

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Γιώργος Γαλίτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στη Νάουσα. Είναι Έλληνας κωμικός ηθοποιός και συγγραφέας. Από το 1983 συμμετείχε σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων της πόλης, ενώ παράλληλα δημοσίευσε πολιτικές γελοιογραφίες σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.

Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ως μαθητής στο Εθνικό, έγραψε και σκηνοθέτησε τις επιθεωρήσεις «Όπερα της Αντάρας» και «Γελοίου Τόπος», που παρουσιάστηκαν στο θέατρο της σχολής.

Πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση ήταν στο έργο του Ζωρζ Φεϋντώ «Ράφτης Κυριών» (στο ρόλο του υπηρέτη Ετιέν) το 1994.

 

Τηλεοπτικές σειρές στις οποίες έχει παίξει:

Αν υπήρχες θα σε χώριζα

Γάμος με τα όλα του: Τίποτα όρθιο

Δροσουλίτες

Δυο Ξένοι…

Εντιμότατοι κερατάδες: Ο μέντορας κερατάς

Λούφα και παραλλαγή

Με τα παντελόνια κάτω

Ο κακός Βεζύρης

Οι διαπλεκόμενοι

Οι μεν και οι δεν

Πάτερ ημών

Το κλειδί

 

Κινηματογραφικές ταινίες στις οποίες έχει παίξει:

Η απόλυτη στιγμή

Μια μέρα τη νύχτα

Πέμπτη & 12

Τσάρλι

 

Μαγνητοσκοπημένες θεατρικές παραστάσεις στις οποίες έχει παίξει:

Ελλάς στο…παραπέντε

Η Βουλή με τις… τρελές

Και φάγανε αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα

Κότες…

Λοκαντιέρα

Μπαμ και κάτω

Μπράβο γιατρέ…

Νου Δου fun park

Νου Δου η άσχημη

Οι ηλλίθιοι

Που πας ρέ Γιωργάκη με τέτοιο καιρό…

Ράφτης κυριών

Στη Χάγη και στη φέξη ο στόλος σας να φέξει

Το Νου Δου της χαράς

 

Θεατρικές παραστάσεις στις οποίες έχει παίξει:

Γίναμε βουλή καλλιγραφία

Εμπρός προς τα πίσω

Η θεία απ’ το Σικάγο

Καλατράβαμε κι ας κλαίω

Καυκαλήθρες και τσιτσίραυλα

Μίλα μου… και μανταρίνια

Μικροί Φαρισαίοι

Φερμουάρ

 

Εκπομπές στις οποίες συμμετείχε ή τις οποίες παρουσίαζε:

Εκδρομείς του αιώνα

Ημερολόγια 2

Πρωτοχρονιά με τους Διαπλεκόμενους Α.Ε.

Στην υγειά μας (2011)

 

Επεισόδια σειρών μυθοπλασίας & εκπομπών στα οποία συμμετείχε ή παρουσίαζε:

Το Κόκκινο Δωμάτιο: Οι Κομπάρσοι