Μαζί μας σήμερα ένας δυναμικός και δραστήριος άνθρωπος του καλλιτεχνικού χώρου που σε κερδίζει αμέσως με την θετική του αύρα, είναι ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάνος Αντωνίου, που επιστρέφει και πάλι σκηνοθετώντας και ερμηνεύοντας τον «Καραϊσκάκη, τον παρεξηγημένο ήρωα».
Συνέντευξη στον Γιάννη Ζαμπατή
Μάνο, χαίρομαι που καταφέραμε τελικά να μιλήσουμε και μάλιστα ενόψει της προετοιμασίας σας για το ξανανέβασμα της επιτυχημένης αυτής παράστασης του και να σε ρωτήσω ποια πιστεύεις ότι είναι η ιδιομορφία αυτού του έργου που θα το έκανε να ξεχωρίζει από τα τόσα που γράφτηκαν στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση;
Θεωρώ ότι η ιδιομορφία αυτής της παράστασης είναι το πάντρεμα του κλασικής με τη σύγχρονη παρουσίαση της παράστασης μέσα από μία αληθινή και αντικειμενική οπτική.
Για ποιο λόγο επέλεξες αυτό το έργο και ποια η σκηνοθετική σου προσέγγιση;
Μου κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον η γραφή του, καθώς και η ιστορική έρευνα που είχε γίνει. Η σκηνοθετική γραμμή βασίστηκε σε μία φράση του Καραϊσκάκη «Όποτε θέλω είμαι άγγελος και όποτε θέλω διάβολος» για αυτό και παίζω με το μαύρο και το άσπρο, το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι.
Όλοι αναγνωρίζουν τον Καραϊσκάκη σαν μια μεγάλη μορφή αγωνιστή της Επανάστασης, όμως λιγότεροι αυτοί που γνωρίζουν περισσότερες λεπτομέρειες από τη ζωή του. Πιστεύεις ότι η επαμφοτερίζουσα στάση του που διαφαίνεται στο έργο, ήταν αυτή που τον έκανε «παρεξηγημένο»;
Οι περισσότεροι στέκονται στον οξύθυμο και βωμολόχο Καραϊσκάκη και λιγότεροι γνωρίζουν την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Ο έντονος χαρακτήρας του συνοδευόταν από μία βαθιά συναισθηματικότητα και συντροφικότητα. Ένας οξυδερκής «διπλωμάτης» με ένα ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ.
Στην παράσταση σκηνοθετείς και τον εαυτό σου στον ομώνυμο ρόλο του Καραϊσκάκη, σε μια δυνατή ερμηνεία που εντυπωσίασε. Πως καταφέρνει κανείς να το πετύχει αυτό χωρίς η ερμηνεία να χάσει ένταση κάτω από την σκηνοθετική επίβλεψη;
Είχα την τύχη να έχω δασκάλους και να συνεργαστώ μετέπειτα με σημαντικούς θεατράνθρωπους. Κυρίως όμως ο δάσκαλος και «πνευματικός» μου πατέρας, ο Βασίλης Ρίτσος, που ήταν σκηνοθέτης και ηθοποιός, μου έμαθε σημαντικά στοιχεία ώστε να μπορώ να ανταποκριθώ επιτυχώς στον διπλό αυτό ρόλο. Επίσης το ότι διδάσκω υποκριτική σε Δραματική Σχολή από το 2005 είναι ένα επιπλέον εφόδιο στο να έχω καλύτερη αντίληψη και αίσθηση της σκηνής και του ρόλου.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης είναι και η μουσική της με την ίδια την Ζωή Τηγανούρια επί σκηνής. Πως ξεκινήσατε την συνεργασία με την ιδιαίτερη αυτή μουσικό που έχει όπως λέει ερωτική σχέση με το ακορντεόν της;
Όντως σκοπός μου μετά την καλοκαιρινή περιοδεία της παράστασης ήταν η συνύπαρξή μας επί σκηνής και η φυσική της παρουσία. Με τη Ζωή γνωριστήκαμε πριν πέντε χρόνια και έκτοτε είμαστε σε συνεχή συνεργασία. Από την πρώτη στιγμή εντυπωσιάστηκα από το αστείρευτο ταλέντο της και την έντονη προσωπικότητά της. Έχουμε ταιριάξει απόλυτα στην αισθητική και τον επαγγελματισμό.
Στο θέατρο έχεις ερμηνεύσει πολλούς ρόλους, από Σαίξπηρ, Μολιέρο και Μεριμέ, μέχρι Αριστοφάνη και σημαντικούς νεοέλληνες. Πως προέκυψε στην πορεία η σκηνοθεσία;
Από το δεύτερο έτος της Δραματικής Σχολής με έλκυε ο ρόλος του σκηνοθέτη και η «ενορχήστρωση» μίας παράστασης.
Τι ακριβώς συνέβη την ημέρα που αποφάσισες και είπες ότι εγώ θα γίνω ηθοποιός;
Από μικρός ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η πρώτη μου έκθεση ήταν με θέμα «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις» και έγραψα «Εγώ Θέλω να γίνω Ηθοποιός». Μικρός έκανα συνέχεια ρόλους, δοκίμαζα διάφορα καπέλα και ρούχα και έστηνα αυτοσχέδιες παραστάσεις. Έβλεπα πολύ ελληνικό κινηματογράφο και οι γονείς μου, όντας εκπαιδευτικοί, με πήγαιναν πολύ στο Θέατρο. Είχα τη στήριξή τους στην επιθυμία μου αυτή και τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο Πειραιώς ξεκίνησα να πραγματοποιώ το όνειρό μου.
Εδώ θέλω να δώσω μία συμβουλή στα νέα παιδιά που θέλουν να πάνε σε μία Δραματική Σχολή, όπως λέω και στους μαθητές μου, αν σπουδάζουν και κάτι άλλο, να το ολοκληρώσουν παράλληλα με τη Δραματική. Εμένα για παράδειγμα οι σπουδές στα οικονομικά με βοήθησαν πάρα πολύ στον τομέα της παραγωγής στο Θέατρο.
Στην μεγάλη οθόνη είχες συμμετάσχει σε δύο σημαντικές ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου. Το ότι δεν συνέχισες είναι δική σου επιλογή;
Η ενασχόληση μου με τη σκηνοθεσία, τη διδασκαλία, αλλά και την παραγωγή ήταν ο κύριος λόγος που ασχολούμαι κυρίως με το Θέατρο. Πάντως η σκηνοθεσία και η υποκριτική στη μεγάλη οθόνη είναι ελκυστική.
Έχεις περάσει όμως και από τα πλατό της τηλεόρασης, η οποία ως γνωστόν απαιτεί διαφορετική στάση και ξεδίπλωμα της υποκριτικής. Πόσο σε ελκύει και κατά πόσον την επιζητάς σε σχέση με το θέατρο;
Η τηλεόραση, ο κινηματογράφος και το θέατρο έχουν ξεχωριστή υποκριτική και γοητεία. Ένα ωραίο σενάριο και cast συντελεστών σίγουρα ελκύει ένα ηθοποιό.
Όντως η τηλεόραση είναι ένα μέσον προβολής και αναγνωρισιμότητας, όμως τον τελευταίο καιρό βλέπουμε μικρό το «ποιοτικό» ποσοστό, αφού τα μεγάλα κέρδη από τις διαφημίσεις με την αύξηση της τηλεθέασης των reality shows και ταυτόχρονα το μικρό κόστος των προγραμμάτων, ευνοεί την αύξηση της trash TV. Ποια είναι η άποψη σου;
Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνοδος της «ποιοτικής» τηλεόρασης, κυρίως με τις σειρές μυθοπλασίας και παρά την εμπορευματοποίηση που διανύουμε θα υπάρξει περαιτέρω αναβάθμισή της.
Πέρα από τα μεγάλα θέατρα, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να ανθεί και ένας σημαντικός αριθμός μικρών θεατρικών σκηνών, που σημαίνει αυτόματα και μεγάλο ανταγωνισμό. Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται ένα τέτοιο θέατρο για να επιβιώσει σήμερα, ειδικά μετά την κρίση και τις σκοτεινές μέρες που διανύουμε με μια ρευστότητα καθόλα ανησυχητική;
Σίγουρα τα μικρά θέατρα αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες. Με την αξιόλογη επιλογή παραστάσεων αυξάνεται η δυναμική και προσελκύεται το θεατρόφιλο κοινό.
Κάποια μελλοντικά σου σχέδια που είναι ανακοινώσιμα, θα είχες να μας μεταφέρεις;
Τον Φεβρουάριο, πρώτα ο Θεός, θα ξανακάνω το «Όλα για την Ελίζα» και το καλοκαίρι θα πάμε περιοδεία τον «Καραϊσκάκη» και ένα νέο πρότζεκτ με τη Ζωή Τηγανούρια . Από τον Οκτώβριο θα έχω την τιμή και τη χαρά να αναλάβω τη διεύθυνση της νέας Ανωτέρας Δραματικής Σχολής «Βασίλης Ρίτσος» που θα στεγάζεται στην οδό Καπνοκοπτηρίου στην Αθήνα, στο νεοκλασικό κτίριο που είχε τη σχολή του ο Βασίλης Ρίτσος, με μία πλήρη εσωτερική ανακαίνιση.
Να σε ευχαριστήσω λοιπόν για την ωραία κουβέντα μας, ευελπιστώντας σε μια επόμενη συζήτηση, μιας και θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα πολλά για την πορεία σου στο θέατρο και την τηλεόραση, να ευχηθώ καλή επιτυχία στην συνέχεια.
Και εγώ από την μεριά μου θέλω να σε ευχαριστήσω πολύ για την ωραία κουβέντα μας και με το καλό να ξαναβρεθούμε.
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Μάνος Αντωνίου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης, απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Θεάτρου «Μαίρης Βογιατζή – Τράγκα» και Πτυχιούχος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Παραστάσεις ως Ηθοποιός:
«Diavol Kommantante», « Όλα για την Ελίζα», «Μονομαχία Γυναικών» , «Η Μικρή μας Πόλη», «Ζητείται Ψεύτης»,
«Άνθρωποι και Άγγελοι» , «Δανειστές» ,
«Η αυλή των θαυμάτωv» ,
« Ή Τύχη τηςΜαρούλας» , «Η Δωδέκατη νύχτα» , «Γιατρός με το Στανιό» ,
«Ο Διάολος και η ουρά του»,
«Ζητείται Δολοφόνος», «Επιτρέποντες» , «Αχαρνείς» , «Η στάση Σαμπωντέ» ,«’Όρνιθες» , «Μειδιάστε παρακαλώ» , «Μήδεια», « Προμηθέας Δεσμώτης» κ.α.
Σκηνοθεσίες:
« ’Ετσι είναι η Ζωή» με τη Ζωή Τηγανούρια , «Στέλιος Καζαντζίδης με Κουαρτέτο» από τη Ζωή Τηγανούρια, «Διπλό Σάχ», «Παράσταση είναι… Θα περάσει»,
«Ματωμένος γάμος»,
«Diavol Kommandant», «Όλα για την Ελίζα», «Η Τελετή»,
«Εκκλησιάζουσες», «Κατά φαντασίαν ασθενής», «Το σπίτι της Μπερνάλντα Άλμπα»,
«Δωδέκατη Νύχτα», «Ο θρίαμβος του έρωτα», «Φωνάζει ο κλέφτης», «Pούζ-Λιβάνι και Κονιάκ» , «Μαμά είναι Παντρεμένος», «Replay On», «Αλαντίν» ,
«Το Χρυσοφεγγαράκι», «La Coppelia»,
«Δον Κιχώτης» κ.α.
Τηλεοπτικές εμφανίσεις:
Η Πολυκατοικία , Επτά θανάσιμες πεθερές, Είμαστε Στον Αέρα (MEGA),
Έρωτας, Άνω Κάτω, Αδελφές Ψυχές (ΑΝΤΕΝΝΑ),
Μικρές Αμαρτίες (STAR).
Σκηνοθεσία του Video clip:
«Last tango by Zoe» της Ζωής Τηγανούρια που ταξίδεψε μέχρι το Hollywood και με βάση τη μουσική και το video clip η Ζωή έγραψε τη μουσική της ταινίας «TANGO SHALOM».
Σκηνοθεσία της ταινίας μικρού μήκους:
«Black Boxed» που βραβεύτηκε το 2017 στο φεστιβάλ της Λάρισας.