Μιλώντας διεξοδικά στα πλαίσια κάποιας εκδήλωσης με αφορμή κάποια νέα έκδοση αναφέρθηκε και στην από κοινού εκδοτική τους προσπάθεια, με τον αείμνηστο συγγραφέα-μεταφραστή Φώντα Κονδύλη μεσούσης της χούντας, τις εκδόσεις Αρίων. Οι εκδόσεις Αρίων, λοιπόν, ήταν το έναυσμα γι’ αυτή τη συνέντευξη. Μελετώντας αργότερα διεξοδικά την πορεία του μαγεύτηκα από την μη παρέκκλιση του στο φτηνό, την ξεκάθαρη κινηματογραφική/θεατρική του στάση, αλλά κυρίως από το πολύπλευρο, αν και άγνωστο στο πλατύ κοινό, έργο του. Ο Νίκος Ξυθάλης μπορεί να ξεκίνησε ως ηθοποιός και εκδότης, αλλά η σκηνοθεσία τον κέρδισε ολοκληρωτικά, άλλωστε όπως μου εξομολογείται, γνώριζε ότι θα γίνει σκηνοθέτης από την ηλικία των επτά ετών. Μια συνέντευξη που ξεκίνησε ως μια γνωριμία με τις βραχύβιες εκδόσεις Αρίων και τελείωσε με την αποτύπωση μιας πορείας. Κι είμαι ιδιαίτερα ευτυχής για την τροπή αυτή γιατί έτσι μπόρεσα έστω και λάθρα να μπω στα άδυτα μιας εποχής.
Γ: Θα ξεκινήσουμε κάπως ανάποδα. Έχοντας περάσει τα 70 αναλογιζόμενος την πορεία σας, πως βλέπετε εκείνο το παιδί που ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα;
Ξ: Καταρχήν θα πω αυτά που πιστεύω με το φόβο να μη φανούν εγωιστικά. Κοιτάζοντας από τα 73, τα κλεισμένα 73 και διανύοντας το 74ο χρόνο, βλέπω ένα πράγμα… ασφαλώς δεν έκανα όλα ή τα περισσότερα από αυτά που είχα ονειρευτεί. Σίγουρα, δεν πέτυχα ίσως πολλά από αυτά που επίσης ήθελα. Ένα πράγμα όμως έκανα και βλέπω με μια ικανοποίηση: δεν παρεξέκλινα! Δεν έκανα τα αντίθετα! Προσπάθησα να είμαι συνεπής στον εαυτό μου με κόπο και με θυσία, αλλά μη νομίζεις κι εγώ ψάχνω να δω ποιος είμαι. Αλλά ποτέ – ποτέ δεν έκανα κάτι που δεν ήθελα. Αυτό βέβαια μου στοίχισε πάρα πολύ σε δημοσιότητα, την οποία όμως πίστεψε με, είμαι φύσει και θέσει, από φιλοσοφία αντιστάρ! Δεν είναι ότι δεν θέλω την προβολή, δεν διαφήμισα τον εαυτό μου, άλλωστε είναι η 2η συνέντευξη που δίνω. Μπορεί να ‘χω πάρει βραβεία, αλλά είμαι φύσει και θέσει αντιστάρ παρόλο που έχω παίξει και σε έργα θεατρικά πολύ καλά. Από το θέατρο άλλωστε ξεκίνησα…
Γ: Ας τα πάρουμε από την αρχή…
Ξ: Εγώ τέλειωσα το 6ταξιο γυμνάσιο, λίγο πριν τη χούντα. Ήξερα τι ήθελα να γίνω, ήξερα από 7 χρονών και θα σου πω την ιστορία. Ήξερα, λοιπόν, ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός και σκηνοθέτης. Με το που τέλειωσα το στρατιωτικό μετά από κάποιους μήνες και πήγα στη Σχολή Σταυράκου που είχε τμήματα και σκηνοθετών και ηθοποιών. Σκηνοθέτες είχα κάμποσους, όπως τον Πάνο Γλυκοφρύδη και άλλους. Στο θέατρο είχα ακόμη τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Θάνο Κωτσόπουλο, την Τασία Πανταζοπούλου κι άλλους πολλούς. Περιέργως είχαμε καλούς ηθοποιούς. Θυμάμαι τον Κωτσόπουλο που έλεγε τότε “..εσύ θα γίνεις σκηνοθέτης”! Με έβλεπε που στην σκηνή επάνω έλεγχα τους άλλους. Και μου λέγε, καλή του ώρα εκεί που είναι, «Ο ηθοποιός θέλει να καίγεται επάνω στη σκηνή, όχι να σκέφτεται, να καίγεται”.
Γ: Πρωτοετής λοιπόν, στη σχολή Σταυρακου παίξατε σε έργο του Ίρβιν Σόου..
Ξ: Έπαιξα σε έργο του Ίρβιν Σόου και βοηθός σκηνοθέτη του δάσκαλου μου, του Νίκου Παπαδάκη. Με τον Περέλη, με τη Ντόρα Βολωνάκη (την Ντόρα τη χρησιμοποίησα σε σήριαλ χρόνια μετά σαν σκηνοθέτης) και εκεί γνώρισα την Νίκο Παπαδάκη, ο οποίος με έμαθε σκηνοθεσία θεατρική. Με χρησιμοποίησε σε 2-3 έργα, όπως στο «Μια μέρα στο Γυμνάσιο» της Έλλης της Αλεξίου στο θέατρο Κάβαα, είχε γίνει δημοκρατία πλέον, είχε πέσει η Χούντα. Στη παράσταση έκανα τον γυμνασιάρχη πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτός λοιπόν μου έμαθε θεατρική σκηνοθεσία. Παράλληλα έκανα τον εκδότη.
Γ: Για τις εκδόσεις θα μιλήσουμε αναλυτικά παρακάτω. Θέλω να μοιραστείτε μαζί μας το περιστατικό που σας έκανε από 7 χρονών να ξέρατε ότι θα γίνατε ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Ξ: Είχα έναν παππού και θείους στο Αγρίνιο. Το χωριό μου, είναι ορεινό, αλλά παράλληλα κι αριστοκρατικό, είμαι από τον Προυσό, έχει κι ένα μοναστήρι μεγάλο της Παναγίας που από τότε δεχόταν πολύ κόσμο, άνθρωποι με τα πόδια, με το μουλάρι. Αυτοκίνητο εμείς το ’57 είδαμε, ρεύμα το ’70 επί χούντας. Το χωριό μου, ο Προυσός είχε λοιπόν το μεγάλο μοναστήρι, είχε κόσμο 50-60 χιλιάδες το χρόνο που ερχόταν και μένανε για λίγο. Μάλιστα με ρωτούσαν: εσύ από ένα ορεινό χωρίο, πως έχεις τόσο πνεύμα, τους απαντούσα, μου το ‘δωσε η Παναγία (γέλια). Κι όμως κυριολεκτούσα, το μοναστήρι έφερνε 50 χιλιάδες κόσμο τον χρόνο, γιατί ας μη γελιόμαστε, ούτε ραδιόφωνο είχαμε, ούτε εφημερίδες, αλλά είχαμε ζωντανή επαφή με τον κόσμο και ήμασταν πιο αναπτυγμένοι από άλλα χωριά, ενώ ήμασταν 500 άτομα. Να μην πολυλογώ, πάω στο Αγρίνιο, 7 χρονών θα ‘μουν, κι ένας από τους θείους που έμενε μαζί με τον παππού, ήταν εφοριακός και τότε κάθε βράδυ ήταν στον κινηματογράφο για να κάνει έλεγχο των εισιτηρίων και τότε είδα την πρώτη μου ταινία. Μη με ρωτάς ποια ήταν, απλά θυμάμαι ότι ήταν μια αμερικάνικη και μάλιστα επειδή ήμουν ανήλικος με στείλανε πάνω με τον προβολατζή, εκεί είδα πως γυρίζουν τα μηχανήματα… τρελάθηκα! Τρελάθηκα, πρωτίστως με την οθόνη. Στο σπίτι τώρα του παππού, που έμεινε με ενοίκιο, ήταν διώροφο, στο ισόγειο έμεινε ο ιδιοκτήτης που ήταν ραδιοτεχνικός κι εκεί είχε όλως τυχαίως, ένα κομμάτι φιλμ, με τα καρέ κλπ και μου εξήγησε πως γίνεται: πως περνά μπροστά από το φως κοκ. Και τι κάνω; Παίρνω ένα χαρτί, το κόβω παραλληλόγραμμο μεγάλο το χωρίζω σε καρέ με μολύβι ζωγραφίζω ορνιθοσκαλίσματα δηλαδή ανθρωπάκια υποτίθεται, παίρνω ένα φακό ηλεκτρικό ανοίγω μπροστά το κουτί το βάζω μετά στο λαμπάκι και το ξανακλείνω και πάω να το προβάλλω στον τοίχο, ανάβω το φως και ΩΩ… απογοήτευση δεν προβλήθηκε τίποτε φυσικά.
Γ: Το σαράκι όμως μπήκε…
Ξ: Το σαράκι μπήκε κι είπα θα γίνω σκηνοθέτης γιατί γυρνώντας ρώτησα πως γίνονται όλα αυτά που είδα και μου είπαν πως υπάρχει ο σκηνοθέτης. Έλα όμως που κανά 2 χρόνια αργότερα το ’57 πια ήμουν 10 χρονών ξανακατεβαίνω στον παππού και είχα τρελαθεί να πάω στον κινηματογράφο, με την οθόνη είχα τρελαθεί και ακούω τον μπάρμπα μου να λέει ότι δεν έχει σινεμά, έχει θέατρο αυτή την εβδομάδα. Μου ‘πε πως θα μ’ αρέσει, έπαιζε ο Μίμης Φωτόπουλος. Η παράσταση ήταν «Ο ΚΑΛΌΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΒΙΕΝ» από τις μεγάλες επιτυχίες του Φωτόπουλου του Χάλσει. Μετάφραση Σωτήρης Πατατζής, πρωταγωνιστής ο Φωτόπουλος. Δεν ήξερα τι είναι το θέατρο, 10 χρονών ήμουν. Βλέπω τον Φωτόπουλο και γύρισα σπίτι σκεφτικός. Με ρωτά ο παππούς ο οποίος ήταν του σχολαρχείου, αλλά ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, με το διάβασμα φυσικά, τι είχα και του απαντώ με θράσος: θα γίνω και ηθοποιός. Τόσο με συγκλόνισε ο Φωτόπουλος! Ο πατέρας ήθελε να γίνω στρατιωτικός, να σπουδάσω γιατρός, καθηγητής… είπα όχι. Γι αυτό ήξερα τι θα γίνω από 7 και 10 χρονών. Ακολούθησα το επάγγελμα αυτό που πάντως δεν το ευτέλησα!
Γ: Έχετε ένα λαμπρό βιογραφικό παραστάσεων…
Ξ: Έχω, δεν το ξέρει κανείς, δεν ασχολείται κανείς, αλλά ούτε εγώ ασχολούμαι.
Γ: Αυτό είναι στάση ζωής;
Ξ: Βέβαια είναι στάση ζωής, εις βάρους μου βέβαια… και από οικονομικής πλευράς. Αλλά έζησα μια άλλη εποχή, όταν ήμουν μικρός 20-25 χρονών τότε όλες οι εφημερίδες, δεξιές, αριστερές, λαϊκιστικές, αριστοκρατικές, όλες όμως, στη στήλη των καλλιτεχνικών είχαν δημοσιογράφους, οι οποίοι τρέχαν ψάχναν για την είδηση, τώρα βέβαια μη τους πάρει η μπάλα όλους, όλο και κάποιοι έντιμοι θα υπάρχουν, αν δεν πας με αντίτιμο (πολλά είναι, βέβαια, τα αντίτιμα)… δεν το γράφει. Δεν σου γράφει! Αυτό λοιπόν το πλήρωσα και το πληρώνω. Η δουλειά όμως αυτή είναι δική σου, εσύ θα ψάξεις. Θέλω να σταθώ πως οι πραγματικοί συνάδελφοι με ξέρουν και με εκτιμούν, εννοώ πως δεν με ξέρει το κοινό. Ένα άλλο που μπορεί να σηκωθούν οι τρίχες της κεφαλής σου είναι ότι δεν κρατάω αρχείο. Λέω υπάρχουν στις υπηρεσίες κύριοι, ψάξτε και βρείτε τις κριτικές για το έργο μου. Υπάρχουν στο υπουργείο πχ η αίτηση, το σενάριο που είχα καταθέσει .
Γ: Ας περάσουμε λίγο στις ταινίες. Η πρώτη είναι το 1978…
Ξ: Η πρώτη είναι το 1978. Αλλά ας μιλήσω πρώτα για το θέατρο επειδή ως ηθοποιός έκανα τα πρώτα μου βήματα. Πριν την πρώτη μου ταινία είχα ήδη πολλές θεατρικές παρουσίες και σε πρώτο ρόλο σε έργα κλασσικού ρεπερτορίου, όπως Πιραντέλο κλπ. Λίγες οι παρουσίες βέβαια, αλλά σημαντικές. Υπάρχουν βέβαια στο 3ο τομο βιβλίο του αείμνηστου Έξαρχου. Πίστεψε με αν αξίζεις δεν χάνεται τίποτα. Άρχισα σαν βοηθός σκηνοθέτη, όπως είπα, και σε ένα ρόλο κομπάρσου σε έργο του Ίρβιν Σόου σε σκηνοθεσία του δάσκαλου επί σκηνής, Γιώργου Παπαδάκη. Θέμα ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο προοδευτικός Ιρβιν Σόου έγραψε ένα πολύ καλό έργο χτυπώντας τον πόλεμο. Έκανα έναν Βιετναμέζο στρατιώτη που έβγαζε φωτογραφίες, βουβός ρόλος, ήμουν πρωτοετής στη σχολή, δεν είχα δικαίωμα να μιλάω. Αυτό ήταν το πρώτο μου ρολάκι. Τελειώνοντας τη σχολή άρχιζα να παίζω καλά έργα «Μια μέρα στο Γυμνάσιο» επίσης σε σκηνοθεσία Παπαδάκη στο θέατρο Κάβα με την προσφάτως μακαρίτισσα Ασπασία Παπαθανασίου, τον «Αίσωπο» πάλι σε σκηνοθεσία Παπαδάκη και σε κείμενο του Γιάννη Νεγρεπόντη, του πολύ καλού μας ποιητή. Μετά έπαιξα τον Ντον Σιμόνε στο ΛΙΟΛΑ του Πιραντέλο που έχει ανεβάσει και ο Βισκόντι. Έπαιξα στο Δημοτικό θέατρο Αγρινίου στου Στρατή Καρρά τους «Παλαιστές» το ρόλο που έπαιξε ο Μινωτής, ήμουν 2 ώρες πάνω στη σκηνή. Άνοιγε το φως πάνω στη σκηνή και έκλεινε για φιναλέ βρίσκοντάς με πάνω εκεί. Επίσης στο Δημοτικό Αγρινίου έπαιξα σε σκηνοθεσία Νίκου Σαφκάλη στον Οθέλλο, εκεί έκανα τον Δόγη. Ο Γαλανός ήταν ο Οθέλλος.
Γ: Το μικρόβιο του σκηνοθέτη σας ακολουθούσε και στην σκηνή; Οι σπουδές σκηνοθεσίας έβαζαν όρια στον ηθοποιό;
Ξ: Με τυραννούσε στη σκηνή! Κοίταξε ο ηθοποιός είναι όργανο. Πρέπει να ‘ναι όργανο του εκάστοτε σκηνοθέτη και του συγγραφέα, ο ρόλος άλλωστε έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις. Είχα την πρόνοια ίσως, όταν έπαιζα στο θέατρο να διαχωρίζω το ρόλο του σκηνοθέτη.
Γ: Αντιστρέφοντας την ερώτηση σας έχει δημιουργήσει ηθοποιός πρόβλημα στις οδηγίες που του υποβάλλατε;
Ξ: Οι περισσότεροι ηθοποιοί το κάνουν χωρίς να έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία, κι αυτό δεν είναι καλαμπούρι. Ο ηθοποιός ζει από αυτή τη δουλειά, όταν ξέρει ότι το κοινό του τον θέλει να ναι «ευχάριστος» θέλει να παρεμβαίνει, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Σκοπός είναι το κοινό του καλλιτέχνη να τον μάθει και κάπως αλλιώς. Εκλεκτικισμός είναι αυτό; Δεν νομίζω και φτάνουμε κάπως έτσι στη πρώτη ταινία.
Γ: Ποιο ήταν το έναυσμα λοιπόν για τη 1η ταινία;
Ξ: Πάντα ήθελα να κάνω ταινίες. Ήταν έτοιμο μέσα μου, δεν κάνω κάτι αν δεν είναι έτοιμο μέσα μου, όπως και τα σίριαλ που έκανα στη κρατική τηλεόραση που ήταν κι αυτά κινηματογραφημένα. Ακόμη και το θέατρο της Δευτέρας που έκανα…
Γ: Ποιο κάνατε;
Ξ: Είχα κάνει το “Πρωινό άστρο”, με το Χρήστο Τσάγκα, Σοφοκλή Πέππα και την Τατιάνα Λύγαρη. Το 1978, λοιπόν, κάνω την πρώτη μου ταινία που προβλήθηκε και πήρε το βραβείο στη Δράμα Οκτώβριο – Νοέμβριο, ήταν το 1ο Φεστιβάλ Δράμας. Τότε δεν ήταν κρατικό, ήταν του Δήμου. Μετά από 6-7 χρόνια έγινε κρατικό. Βέβαια να σημειώσω πως ο προσφάτως αποθανών Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν βοηθός μου στη 2η μου ταινία, αλλά και στην 1η είχα έναν άλλο καλό βοηθό, τον Γιάννη Κατωμερή. Τότε μέσα από τον Αρίωνα έβγαλα ένα βιβλίο ενός σημαντικού, πολυγραφότατου λογοτέχνη, του Νίκου Μπούτβα. Είχε 10-15 διηγήματα σε ένα βιβλίο. Μέσα από αυτά ξεχώρισα ένα διηγηματάκι 4-5 σελίδες με ένα μετανάστη στη Γερμανία, “Βάρβαρος Έλλην” το έλεγε και κράτησα αυτό τον τίτλο στη ταινία. Του το ζήτησα να το παραλλάξω όμως… 12 λεπτά βγήκε. Πήρα βραβείο. Έδωσαν βραβείο καλύτερης παραγωγής και ταινίας στον Λευτέρη Ξανθόπουλο για την ταινία «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα» που είχε θέμα την μετανάστευση στη Γερμανία, εκεί γυρίστηκε. Είδος ντοκιμαντέρ. Εγώ τότε πήρα το βραβείο σκηνοθεσίας σε μυθοπλασία.
Γ: Αυτή η διάκριση άνοιξε πόρτες;
Ξ: Άκου αυτό, μια μέρα ανοίγω τα ΝΕΑ. Να σημειώσω ότι τότε τα ΝΕΑ ήταν σοβαρή εφημερίδα. Η καλλιτεχνική της, δε, σελίδα ήταν φοβερή. Υπήρχε ο Κλεάνθης, διευθυντής, ο Γιώργος Πηλιχός, ο Κώστας Σταματίου, μιλάμε για ονόματα. Οι άνθρωποι αυτοί κοιτούσαν πριν γράψουν, με μια σκωπτική περισσότερο διάθεση. Χτυπάγαν αλλά με τακτ. Αλλά ήταν άνθρωποι της πιάτσας, με την καλή έννοια, της δημοσιογραφικής πιάτσας, αληθινοί δημοσιογράφοι. Πίσω λοιπόν, για να επανέρθουμε, ήταν οι “Ωτοβλεψίες”, μια στήλη στη δεύτερη σελίδα, καλλιτεχνοπολιτικά. Τότε λοιπόν έγραψαν 2ο ή 3ο θέμα: Τα βραβεία του νεοσύστατου Φεστιβάλ Δράμας: Βραβείο αρτιότερης παραγωγής Λευτέρης Ξανθόπουλος. Βραβείο σκηνοθεσίας για μυθοπλασία Νίκος Ξανοκάλης. Και παίρνω τον Κλεάνθη τηλέφωνο, του λέω, αφού βέβαια τον ευχαρίστησα, για το λάθος κοιτάει και μου απαντά πως έτσι του το στείλανε από τη Δράμα. Την άλλη μέρα είχε κομμάτι από τον Μπέργκμαν πάνω και από κάτω έγραφε «…όχι δεν φταίει ο δαίμων του τυπογραφείου αλλά έτσι μας το στείλανε από τη Δράμα, δεν είναι Ξανοκάλης είναι κ. Νίκος Ξυθάλης που πήρε το βραβείο…» φαντάσου μια δημοσιότητα τεράστια (γέλια) επίσης η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ μου έκανε τεράστια προβολή. Θέλω εδώ να σημειώσω πως είχανε τσίπα οι άνθρωποι.
Είχα πει ότι θα κάνω 3 ταινίες μικρού μήκους για να βρω τα εκφραστικά μου μέσα. Την άλλη χρονιά, το 1979 κάνω την «Πρόταση για ασφαλτόστρωση» 26 λεπτά αυτή. Εκεί με καλέσανε, αφού προκρίθηκε, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Παιζότανε θυμάμαι την ίδια μέρα με την ταινία του Νικολαϊδη ¨Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα». Πρώτα παιζόταν η ταινία μικρού μήκους και μετά η μεγάλου μήκους, του Νικολαΐδη. Να σημειώσω εδώ ότι ο Νικολαΐδης για μένα είναι από τους κορυφαίους και παρεξηγημένους από ένα μέρος του κοινού. Ο Νικολαΐδης είχε απόψεις, είχε στυλ που δεν πήγαινε σε όλους, όλες του οι ταινίες από κάτω είχαν υπόβαθρο. Δεν ήταν ένας τραλαλάς που είχε όμορφη φωτογραφία, είχε σημαίνον υπόβαθρο κάθε ταινία του. Επιστρέφω λοιπόν σε αυτά που λέγαμε, ήμουν καναδυο μέρες επάνω, μας έδιναν μια βδομάδα νομίζω, και παρακολουθώ τις προβολές. Το τι γινότανε στις ταινίες μικρού μήκους. Εκφράσεις του στυλ «Ουουουου» «Φύγε από δω ρε!»… κυρίως ο εξώστης. Παναγιά μου, τρομοκρατήθηκα. Σκέφτηκα έτσι θα μου κάνουν μεθαύριο; Τελοσπάντων ήρθε η μέρα. Εδώ να σημειώσω τους ηθοποιούς που έπαιζαν. Ο Χρήστος Τσάγκας, ο Ιάκωβος Ψαράς, η Πίτσα Μπουρνόζου, η Ειρήνη Χατζοκωνσταντή, Ο Σοφοκλής Πέππας και μια νεαρά, Κορούδη λεγόταν από το ΚΘΒΕ κ.α. Σκηνικά ο Νίκος Πολίτης, ο γιος του Λίνου Πολίτη, εγγονός του Φώτου Πολίτη. Πάω παίρνω τη Λένα γιατί λέω μόνος δεν θα άντεχα. Ήμασταν λοιπόν στο θεωρείο και από πίσω ήταν ο Νικολαΐδης, μετά θα έφευγα εγώ και θα ερχόταν μπροστά όταν παιζόταν η ταινία του. Γίνεται η ανακοίνωση. Περνάνε 2-3 λεπτά όλα ήρεμα. 5-6 λεπτά, κανένα ουουου. Η Λένα μου κράταγε το χέρι είχα ιδρώσει 10-15-20-25 φινάλε κι ένα θερμό χειροκρότημα, όχι τίποτα ζητοκραυγές, απλά ένα θερμό ευγενικό χειροκρότημα και νιώθω ένα χέρι πίσω μου να μου κάνει στην πλάτη «Μπράβο ρε». Γυρίζω και ήταν ο Νικολαΐδης. Του λέω σας ευχαριστώ πολύ κ. Νικολαϊδη.
Πήρε καλές κριτικές. Κριτική έκανε θυμάμαι κι ο Μοσχοβάκης στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ μαζί με αυτή του Νικολαϊδη, ενώ σε άλλη στήλη ανέφερε απλά τα ονόματα των άλλων μικρού μήκους που πουλούσαν φούμαρα και αέρα… δεν θα πω ονόματα. Η ταινία παίχτηκε στον ΟΡΦΕΑ στη Βουλιαγμένη για μια βδομάδα ο πατέρας του Πολ Σκλάβου και πήρα ένα κατοστάρικο ποσοστά, ένα χάρτινο κόκκινο κατοστάρικο από τα εισιτήρια, αλλά δεν το κράτησα είναι η αλήθεια. Είχε ο Διαμάντης Λεβεντάκος ένα γραφείο εκμεταλλεύσεως ταινιών μικρού μήκους, κι αυτός την πήγε εκεί όπως και σε όλη την Ελλάδα που παίχτηκε. Επίσης πριν χρόνια παίχτηκε στη Λέσχη Πειραιά και κάναμε συζήτηση και βγαίνει θυμάμαι μια νεαρά κυρία και μου φερόταν σαν να ήμουν ο Μπέργκμαν μέχρι που δυσανασχέτησα και με μάλωσε ο λεσχιάρχης μετά (γέλια).
Γ. Και στη συνέχεια έρχεται ο “Υποψήφιος”…
Ξ. Πράγματι έκατσα ένα χρόνο και μετά έκανα μια πιο άρτια παραγωγή, τον «Υποψήφιο» με τον Ιάκωβο Ψαρά και τον Αντώνη Κατσαρή και την Αθηνά Παπά, τότε ήταν νεαρούλα. Άρτια παραγωγή 36 λεπτών και πήρα πολύ καλές κριτικές. Μάλιστα ένας συνάδερφος με τη ψήφο που δεν μου έδωσε, δεν πήγε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γιατί ουσιαστικά χτύπαγε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τρόπο. Ήταν εμπνευσμένο από ένα κείμενο του Ρόδη Ρούφου που είχε βγάλει μετά τα 18 κείμενα, τίτλος του ήταν «Ο Υποψήφιος», εγώ το είπα “Υποψήφιος”. Στο κείμενο ο Ρούφος τον έβαζε στη λατινική Αμερική, εγώ τον έβαζα εδώ, παντοκρατορία του ΠΑΣΟΚ. Ο υποψήφιος είναι γεμάτος ενοχές, ήταν υφηγητής στο πανεπιστήμιο και περίμενε όταν χήρεψε η θέση του καθηγητή να την πάρει. Ήταν σπίτι και περίμενε… και τότε σε όνειρο, που μετά το αντιλαμβάνεται ο θεατής ότι ήταν όνειρο, μπαίνει μέσα ένα πρόσωπο που ήταν παλιοί συναγωνιστές και αποδεικνυόταν λεχρίτης. Κι ενώ νομίζει ότι ήταν ο φίλος του ο Ορέστης του λέει αστυνόμος τάδε ήρθα να δω τα φρονήματα σου. Μα έχουν καταργηθεί, του απαντά, Ναι αλλά για του τύπους εγώ πρέπει να καταθέσω και του απαριθμεί τι έκανε κι αποδεικνύεται λεχρίτης του αισχίστου είδους. Τον έβαλε να γονατίσει και να ορκιστεί ότι θα προδώσει το ένα, θα προδώσει το άλλο, κι ο άλλος απαντούσε ναι! ναι! ναι!. Και στο τέλος ρωτάει «Πέρασα;» και του απαντά ο αστυνομικός δυστυχώς κόπηκες γιατί με μεγάλη ευκολία απαρνήθηκες τα πάντα και εν συνεχεία πνίγει τον αστυνόμο, ο οποίος ήταν τελικά ο φίλος του. Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνο, ξυπνάει και μπαίνει η γυναίκα του μέσα και της λένε στο τηλέφωνο ότι πέρασε, έγινε καθηγητής, εδώ να σημειώσω πως στο κείμενο του Ρούφου ο ίδιος δεν ήθελε να γίνει καθηγητής, δεν συμβιβάστηκε.
Γ: Χτυπούσε, ουσιαστικά, μια κατάσταση που είχε φανεί από τη μεταπολίτευση και μετά.
Ξ: Ε βέβαια και μου το κόψανε. Στη Δράμα όμως πήρε ο Ιάκωβος Ψαράς βραβείο για την ερμηνεία του. Αυτό λοιπόν μετά το προχώρησα και σε ένα 2ο μέρος, θεατρικό σε κείμενο του Φώντα Κονδύλη και το ανέβασα στο θέατρο της Δευτέρας με τον Τσάγκα στη θέση του Ψαρά, στη θέση του Κατσαρή έβαλα τον Σοφοκλή Πέππα και στη θέση της Αθηνάς έβαλα την Τατιάνα Λύγαρη. Αφού γίνεται πρύτανης αυτός μετά από 5 χρόνια ξαναπάει ο τύπος όχι στον ύπνο του όμως, στον ξύπνιο του και στον τέλος τον σκοτώνει. Μετά έκανα σήριαλ. Έκανα την “Έξωση” του Φώντα Κονδύλη σε κινηματογραφημένα επεισόδια. Έγραφε μια εφημερίδα τότε της Θεσσαλονίκης: Η άνοιξη ήρθε μέσα στο χειμώνα. Μετά έκανα τη “Δίκη του μεσημεριού”, επίσης μυθιστόρημα του Φώντα Κονδύλη, βραβευμένο το 1975 με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, με πρωταγωνιστές τους Ηλία Λογοθέτη , Ειρήνη Κουμαριανού , Ιάκωβο Ψαρρά , Θόδωρο Κατσαφάδο , Κώστα Δίγκα.
Γ: Έχω σημειώσει ακόμα έναν τίτλο, Τα χρυσά σταυροδρόμια της Αρχαίας Ελλάδας.
Πρόθεση του παραγωγού ήταν να βγει μια ταινία να πουλιέται σε κασέτες στα γραφεία που πήγαιναν οι τουρίστες. Τα χρυσά σταυροδρόμια είναι η Ακρόπολη, οι Δελφοί, η Ολυμπία και οι Μυκήνες. Έχει διάρκεια 90 λεπτά. Όταν το είδε ο παραγωγός δεν του πολυάρεσε γιατί δεν ήταν τόσο εμπορικό. Έβγαλε και λεφτά όμως. Θέλω να αναφέρω ένα γεγονός για τα Χρυσά Σταυροδρόμια. Κάποια στιγμή έλαβα ένα γράμμα στα γαλλικά από το Φεστιβάλ Αρχαιολογικών ταινιών της Αβιέννης, το μεγαλύτερο ίσως στην Ευρώπη, άντε να ναι μαζί ένα άλλο της Ιταλίας. Με κάλεσαν να μιλήσω και να ανοίξω το φεστιβάλ. Πήγα και βρήκα ένα πρόγραμμα πολύ προσεγμένο. Από την Ελλάδα ήταν πολλοί και η ΕΡΤ ακόμη, αλλά εκεί είδα και σιχάθηκα… το τι γλύψιμο έπεφτε για να πάρουν ένα βραβείο! Πήρε ένα άλλος, δεν θέλω να πω το όνομά του ούτε σου λέω ποια χρονιά είναι, πάντως όχι το 1994. Εμένα μου κανε εντύπωση ενός Ελβετού. Έκανε ένα φιλμάκι 6-7 λεπτά με θέμα έναν αρχαιοελληνικό αμφορέα και το κανε μια ταινία. Εγώ δεν περίμενα κάτι, ήταν μεγάλο το δικό μου, κούραζε ήταν 1μισι ώρα, το είχαμε βγάλει σε 7 γλώσσες.
Γ: Να περάσουμε και στη μπαλάντα του σεληνόφωτος;
Ξ: “Η Μπαλάντα στο χαμένο σεληνόφως” είναι η μόνη μου μεγάλου μήκους ταινία. Είναι αυτούσια η σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου. Είναι έργο που με όλη τη σεμνότητα που έχω, με εκφράζει απόλυτα. Παίζει η Άννα Φόνσου. Ένας θαυμάσιος νεαρός, που δεν μιλάει καθόλου, ο Νικόλας Παπαγιάννης πολύ καλός ηθοποιός. Και 40 περίπου ηθοποιοί που φωνάζουν απ’ έξω. Αυτό είμαι εγώ, και τα άλλα είμαι εγώ, βέβαια. Ο Ρίτσος όμως μάλλον με έκαψε. Τη διάβασα πολύ μικρός, νέος μάλιστα. Την άκουσα χιλιάδες φορές. Την είχε παίξει κι ο Βασίλης Παπαβασιλείου ως άντρας, ο Βασίλης είναι επιστήμων του θεάτρου, δεν είναι τυχαία περίπτωση, έχει ευρεία παιδεία. Να σου εξομολογηθώ ότι το είχα σκεφτεί πριν το Βασίλη, αλλά δεν το τόλμησα. Να ήμουν ο Αγγελόπουλος, θα το έκανα. Συνεχίζοντας παραπάνω, με τη Μπαλάντα στους μεν αριστερούς δεν του άρεσε το έργο γιατί θέλανε πιο κοινωνικά μηνύματα. Οι αριστεροί λοιπόν ενοχλήθηκαν στην αίθουσα του ΚΚΕ, ενώ άλλοι με αποθέωναν.
Γ: Στις ταινίες σας είχατε τη στήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου;
Όχι από το Κέντρο δεν είχα την στήριξη, μου αρνήθηκαν 2 φορές. Την πρώτη ήταν με την “Έξωση” του Φώντα Κονδύλη, που τότε είχε κυκλοφόρησει και στα γαλλικά. Πήγα και ο κ. Ζάννας με απέρριψε. Του στείλα, θυμάμαι, και μια επιστολή τότε. Τον ρώτησα γιατί την απορρίψατε και μου απάντησε ποιος είστε εσείς που θα ασχοληθείτε με τέτοιο μεγάλο θέμα. Αργότερα το έκανα 4 κινηματογραφημένα επεισόδια στην ΕΡΤ1 με ηθοποιούς καλούς και με καλές κριτικές. Επίσης είχα κάνει αίτηση στο Κέντρο και για τη “Σονάτα του σεληνόφωτος”, στο εντελώς καινούργιο Κέντρο, εντελώς «δημοκρατική σύνθεση» και μου την απορρίψανε, βρήκα τον τρόπο να την κάνω με βοήθησε κόσμος. Έμεινα κανα δυο χρόνια να με συντηρεί η γυναίκα μου και το γύρισα. Η Τέχνη θέλει θυσίες (γέλιο)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΙΩΝ
Γ: Εκδόσεις Αρίων. Παρά τη βραχύβια διαδρομή τους έχουν αφήσει το στίγμα τους στην εκδοτική ιστορία του τόπου. Πως ξεκίνησε το όραμα;
Ξ: Εντελώς τυχαία. Σε μια γιορτή γνώρισα τον Φώντα Κονδύλη, τον ήξερα βέβαια από το συγγραφικό του έργο. Παραξενεύτηκε θυμάμαι που τον ήξερα, λόγω του μικρού της ηλικίας μου, ήμουν 22 χρονών τότε. Από κει γνωριστήκαμε και αναπτύχθηκε μια φιλία, στην κυριολεξία αδερφική φιλία. Όλοι νομίζανε ότι ήμασταν εραστές (γέλια), ούτε μια φορά πάντως δεν συνέβη κάτι μεταξύ μας, τους φαινότανε αδιανόητο να υπάρχει μια τέτοια φιλία, απαντούσα πως αν το μυαλό σας είναι τόσο στενό… μπορεί. Με τον άνθρωπο αυτό αναπτύξαμε μια πραγματική φιλία χωρίς σαρκικές σχέσεις. Προς Θεού δεν καταδικάζω τις σαρκικές σχέσεις είτε τις ετεροφυλόφιλες είτε τις ομοφυλόφιλες.
Ο Φώντας Κονδύλης θα ‘λεγα πως είναι ο μέντοράς μου. Αυτός με πήρε 20 χρονών και με βοήθησε στα καλλιτεχνικά μου βήματα. Αυτός ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας, ήταν 30. Είχαμε μια δεκαετία διαφορά. Εγώ πήρα από τον Φώντα σε κουλτούρα, διάβασα περισσότερο, πήρα ομολογουμένως πολλά, αλλά και εγώ του ‘δώσα. Ο Φώντας εκτίμησε σε μένα μια ντομπροσύνη που τον βοήθησε κι αυτόν ελπίζω, τώρα βέβαια από κει που είναι δεν μπορεί να μας τα πει πια. Έκτοτε κάναμε παρέα πολύ συχνή.
Εγώ είμαι παιδί της Φωκιώνος Νέγρη, από τα 12 μου. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, επίσης είμαι εγγονός εμπόρου δεν στερήθηκα κάτι δεν μου λείψε κάτι. Θέλανε να με σπουδάσουν. Είναι τα χρόνια της Χούντας το ’69. Μιλήσαμε επέτεινα τις δουλείες μου και κάναμε τον Αριώνα, τις εκδόσεις Αρίων. Με τίποτα δηλαδή, ένα υπόγειο είχαμε, από κει μέσα πέρασε όλη η Αθήνα της Τέχνης. Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Βαρβέρης, Νίκος Χειλαδάκης μπορεί να μην τους βγάλαμε βιβλία, αλλά είχαν συνδεθεί με τον Αρίωνα. Σε καθημερινή βάση βρισκόμασταν. Μας απασχολούσε η Χούντα, οι εκδόσεις ήταν προκάλυμμα ένας αντιχουντικός αγώνας μέσω πνεύματος. Όλα ξεκίνησαν από ένα δυαράκι σε υπόγειο, το παράθυρο ήταν στο δρόμο, στην οδό Επτανήσου, Επτανήσου 1 για την ακρίβεια. Ο Φώντας έβρισκε τι θα βγάζαμε, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο αυτό, το τονίζω: η ψυχή των εκδόσεων Αρίων δεν ήμουν εγώ, ήταν ο Φώντας! Εγώ ήμουν το τεχνικό μέρος, πως θα βγουν, τι θα βγουν, αλλά η ψυχή ήταν ο Φώντας Κονδύλης.
Βγάλαμε πρωτόγνωρα για την εποχή θεωρητικά βιβλία του θεάτρου. Peter Brooke, “Empty space”, άδεια σκηνή, ο άδειος χώρος. Να σημειώσω ότι εγώ έχω μια φοβερή ικανότητα να βρίσκω τίτλους. Ο Φώντας επέμενε να το βγάλουμε “Η άδεια σκηνή”, εγώ του πρότεινα “Η σκηνή χωρίς όρια”. Ξεπουλήσαμε αμέσως! Το 2ο που βγάλαμε ήταν του Γιερζι Γκροτόφσκι, στην Αμερική το είχε βγάλει αυτό. Ο Γκροτόβσκι ήταν σκηνοθέτης που πιο πολύ μίλαγε με το σώμα, είχε μια ομάδα ηθοποιών, εξωελληνικό ήταν αυτό, αλλά έγινε ανάρπαστο. Μαζεύαμε λεφτά, ευτυχώς δεν τα τρώγαμε. Το ‘χαμε πει εξαρχής, δεν θα παίρνουμε τα λεφτά από τα βιβλία για να ζούμε γιατί μπορεί το επόμενο βιβλίο να μην πούλαγε. Θυμάμαι είχα βάλει εγώ τα πρώτα ελάχιστα χιλιάρικα, βέβαια τα χιλιάρικα τότε είχαν αξία, βάλαμε και γραμμάτια, έτρεχα κι εγώ στην αγορά κάθε μέρα και στη Σχολή το βράδυ. Μετά βγάλαμε ένα βιβλίο του Ιονέσκο, θεωρητικό κι αυτό πήγε πολύ καλά. Και μετά βγάλαμε ένα τεράστιο βιβλίο του Μάρτιν Έσλιν «Το Θέατρο του παράλογου», μια μελέτη για το θέατρο του παραλόγου, συντηρητικός λίγο ο Έσλιν, αλλά πολύ καλό θεωρητικός. Μόλις το βγάλαμε, κάναμε επανέκδοση αμέσως.
Γ: Πόσα αντίτυπα ήταν η 1η έκδοση;
Ξ: Πάντα 2000 αντίτυπα βγάζαμε εμείς στην αρχή τα βιβλία. Σε αυτό που σου λέω κάναμε αμέσως ανατύπωση. Να σημειώσω ότι πληρώναμε δικαιώματα βέβαια, αυτοί είχανε πράκτορες-ατζέντηδες εδώ. Μετά βγάλαμε επίσης του Έσλιν, «Η ζωή και το έργο του Μπρεχτ», πάλι ανατύπωση αμέσως. Μετά βγάλαμε ενός Αμερικανού του Μπέντλει «Το στρατευμένο θέατρο», δεν πούλησε αυτό. Τα έξοδα του μπορεί να ‘βγαλε, αλλά δεν πούλησε αυτό. Μετά πήγαμε να βγάλουμε του Στάιν «Ο Θάνατος της τραγωδίας», δεν το κυκλοφορήσαμε όμως τελικά. Βγήκε από άλλες εκδόσεις σε μετάφραση του Φώντα, από την παλιά Εγνατία. Αυτά ήταν τα θεωρητικά. Βγάλαμε ένα του Τζον Αρντε, ένα θεατρικό που σκοπεύαμε να το ανεβάσουμε και στο θέατρο τότε «Ο χορός του λοχία Μασγκρέιντ», είχε κάνει αίσθηση έξω με την Glenda Jackson που έπαιζε, ντίβα τότε! Βγάλαμε και μια Ρουμάνικη Ανθολογία Ποιημάτων, την μετάφραση την είχε κάνει ο Κώστας Ασημακόπουλος, που “έφυγε” πριν λίγες μέρες. Εξαιτίας αυτού μια μέρα έλαβα μια πρόσκληση από τον Ρουμάνο πρεσβευτή να μου κάνει το γεύμα στο Κορφού, ένα μεγάλο εστιατόριο Βαλαωρίτου μετά τη Βουκουρεστίου.
Βγάλαμε μετά Έλληνες. Ξεκινήσαμε με ένα βιβλίο μιας καλής λογοτέχνιδος, αστής, της Ιουλίας Ιατρίδη. Αυτή είχε μεταφράσει τότε το 2ο τόμο του Δον Κιχώτη, γιατί είχε πεθάνει ο Καρθαίος. Ήταν και από πατέρα Ισπανό, μεγαλωμένη στη Βαρκελώνη. Το βιβλίο της, μια συλλογή διηγημάτων είχε τον τίτλο «Διαταγή άνωθεν». Βγάλαμε του Μπούτβα «Βάρβαροι στον κήπο», αν δεν κάνω λάθος. Εκεί ήταν κι ο “βάρβαρος Έλλην”. Την “Έξωση” του Φώντα, βεβαίως. Βγάλαμε του Αργύρη Χιόνη ποιήματα παλιά του ’70, είχε τον τίτλο «Σχήματα απουσίας», θυμάμαι. Έχει ξανακυκλοφορήσει αργότερα. Από μας όμως κυκλοφόρησε πρώτη φορά, ήταν στην Ολλανδία τότε ο Αργύρης. Μεταξύ του ’72 με ’73 βγήκε αυτό του Χιόνη. Ενός νεαρού ποιητή,επίσης, δεν ξέρω την εξέλιξή του, Γρηγοριάδης λεγόταν ήταν λίγο επαναστατικά. Να μη ξεχάσω βγάλαμε κι ενός Γάλλου «Η Ιστορία του παγκόσμιου αντάρτικου», 2 τόμοι. Όπως και του Φώντα Κονδύλη «Η Δίκη του μεσημεριού», αλλά μετά την πτώση της Χούντας, δεν γινόταν να βγει πριν, που την γύρισα σήριαλ όπως σου είπα, κινηματογραφημένο αργότερα στην ΕΡΤ. Πούλησε κι αυτό, πρέπει να σημειώσω ότι αυτά πούλαγαν πολύ τότε. Μπορεί να ξεχνάω και κανένα, αλλά αυτά ήταν τα βιβλία που βγάλαμε.
Στο τέλος βρήκαμε κι ένα βιβλιοπωλείο στην οδό Σόλωνος απέναντι από τις εκδόσεις Γρηγόρη, μεταξύ Ιπποκράτους και Ασκληπιού, στο δεξί χέρι κατεβαίνοντας, ένα υπογειάκι, το άφηνε ένα παιδί ούτε σαράντα, αλλά ήταν μπλεγμένος σε αντιστασιακές οργανώσεις και μας άφησε και τα βιβλία που είχε μέσα. Απέναντι ήταν ένα εστιατόριο “το Σολώνιο” , Σόλωνος 77, απέναντι από το βιβλιοπωλείο Σωτήρ, παραεκκλησιαστικής οργάνωσης. Κλείνει το εστιατόριο και μεταφέραμε εκεί το βιβλιοπωλείο, ανοιχτήκαμε, κάναμε έξοδα να το φτιάξουμε, ενοίκιο τεράστιο, κάπου 10 χιλιάδες, τεράστιο ενοίκιο για την εποχή! Και φαλίραμε (γέλια). Δεν μας πείραξε, αλήθεια, ασχοληθήκαμε κι αυτός με τα βιβλία του κι εγώ με τη σκηνοθεσία.
Γ: Ένας κύκλος που έκλεισε γλυκά;
Ξ: Σίγουρα, είχε πέσει κι η χούντα κι έκλεισε ο κύκλος του Αριώνα. Εκπλήρωσε και το σκοπό του. Εμένα με ενδιέφερε το θέατρο και η σκηνοθεσία. Ο Αρίων απλά έληξε. Αυτά τα λέω και συγκινούμαι, μου έχουν επηρεάσει τη ζωή.
Γ: Υπήρξε καθόλου μέριμνα της χούντας για το βιβλίο;
Ξ: Καμία μέριμνα, μόνο έλεγχος! Λογοκρισία που όσο πήγαινε ατονούσε, έδιναν κάτι βραβεία.
Γ: Τι θυμάστε από το γραφείο της οδού Επτανήσου;
Ξ: Γιάννης Νεγρεπόντης, Αργύρης Χιόνης και πολλοί άλλοι, η μισή Αθήνα πέρασε. Η αφρόκρεμα της Τέχνης και του πολιτισμού πέρναγε από τον Αριώνα αφιλοκερδώς, όχι ηθελημένα και από συμφέρον. Πέρναγε γιατί έβλεπε εν τη αφελεία μας μια αισιοδοξία! Η πορεία του Αρίωνα ήταν 4 χρόνια, κι είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου!
“Μια σημαντικότατη προσωπικότητα και πολύ φίλος μου ήταν ο Μιχάλης Κατσαρός που αν δεν πάθαινε αυτό που έπαθε, όλους αυτούς τους μεγάλους, μιλώντας κάπως υπερβολικά, γραμματείς του θα ‘ταν, θα τους είχε να του καθαρογράφουν τα ποιήματα. Το Οροπέδιο τεράστιο! Το Κατά Σαδδουκαίων, αριστούργημα! Δεν τον γνώρισα μέσω Αρίωνα, άλλωστε ο Μιχάλης ήταν παιδί του Κέδρου”.
Γ: Πως βλέπετε την προσπάθεια των νέων μικρών εκδοτικών που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια;
Ξ: Πολύ καλή, το ότι βγαίνουν βιβλία δεν μπορεί να είναι κακό. Θα ‘ναι και κακά βιβλία, σίγουρα ή που εγώ, εσύ διαφωνείς, τι να κάνουμε. Κάθε βιβλίο κάνει ζύμωση κάτι που δεν κατάλαβε ποτέ ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Θα μπορούσαν να βγαίνουν καλύτερα και χρησιμότερα βιβλία, αλλά ποιος θα το κρίνει αυτό; Όχι το κοινό πάντως.
Γ: Η άποψη σας για τα βραβεία λογοτεχνίας
Ξ: Δεν πίστεψα ποτέ σε αυτά. Ο Ντοστογιέφσκι δεν πήρε κανένα βραβείο, Ο Σταντάλ δεν πήρε κανένα βραβείο. Παπαδιαμάντης επίσης. Τα βραβεία είναι θέμα σχέσεων, εμπορίου και συμφερόντων. Από ιδεολογικά μέχρι οικονομικά. Δεν θέλω να επεκταθώ, δεν πιστεύω στα βραβεία. Είσαι συγγραφέας, έβγαλες ένα μόνο βιβλίο, ένα μόνο αναγνώστη τον έκανες να νιώσει καλύτερα; Είσαι πετυχημένος. Μια ταινία, ένας θεατής να πει βρήκα μια απάντηση, είναι βραβείο. Το βραβείο θα το δώσει κάποιος, αν δεν είναι εγκάθετος, γιατί είναι και εγκάθετοι, εδώ δεν πήρε ο Μπέργκμαν. Πήρε μόνο για το σύνολο του. Δεν πιστεύω στα βραβεία, δεν με αφορούν τα βραβεία. Μένει το έργο σου κύριε; Αυτό έχει αξία.
Γ: Πως σχολιάζετε το φαινόμενο της αυξημένης παραγωγής και της μικρής ζήτησης;
Ξ: Όταν βλέπεις αυξημένη παραγωγή και μικρή ζήτηση, αυτό είναι παρακμή. Ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ, έχουν πει οι Αρχαίοι. Είμαστε λαός της ποίησης, οπότε αφήστε τον να εκτονωθεί τον κάθε ποιητή, αφού μόνος του τα πληρώνει. Τότε για να βγει ένα βιβλίο ήθελε κάποιες χιλιάδες ευρώ, τώρα για να βγάλει ένας ποιητής 500 αντίτυπα φτάνουν και 500 ευρώ για την έκδοση. Στο κάτω κάτω άστον να εκφραστεί, να βγαίνουν βιβλία, αρκεί να μην εμποδίζουν άλλους να βγουν. Να σημειώσω ακόμη πως οι εκδόσεις Αρίων επετέλεσαν κατ’ ουσίαν μια δημοκρατική πράξη κατά της χούντας. Μια αντίσταση κατά της χούντας. Ξέραμε ότι θα σταματούσαμε, άλλωστε εγώ δεν είχα τον καημό του εκδότη, είχα τον καημό του σκηνοθέτη αλλά και του ηθοποιού.
Γ: Τι θυμάστε από τις τελευταίες μέρες της χούντας των συνταγματαρχών;
Ξ: Είμαι αντιχουντινός δεν το συζητάμε, είχα και δράση κι επισκέψεις στην Ασφάλεια δυστυχώς. Ήμουν σε μαοική ομάδα που έγινε μετά το Μ Λ ΚΚΕ, νομίζω. Φαινόταν η αλλαγή, δεν ξέραμε βέβαια τα μαγειρεία που γινόταν. Υπήρχε μια αγνότητα και ένας ουτοπικός ρομαντισμός, θα λεγα. Μην κάνω τον ήρωα αλλά 2-3 επισκέψεις στην Ασφάλεια, να πω πως..; τι…; Ένα κόψιμο διαβατηρίου για την Βουλγαρία.. γιατί είχα πάρει ένα βιβλίο Βουλγάρικο και με καλέσανε από την πρεσβεία…αλλά ας το αφήσουμε… στο Πολυτεχνείο, ήμουν μέσα και τις δυο μέρες, αλλά υπάρχει τέτοια καπηλεία! Γι αυτό δεν μίλησα ποτέ. Η καπηλεία, Γρηγόρη, του πολυτεχνείου και του αντιχουντικού αγώνα με εξαγριώνει, σε κάνει να τρελαίνεσαι! Αυτοί που κάνανε αντίσταση δεν μιλά κανένας, προς τιμή τους. Η γενιά η δική μου υπήρξε επιρρεπής στη σχηματολογία!
Όλοι ξαφνικά, για να επανέλθω, στα τέλη της Χούντας, στις 25 Ιουλίου του 1974 ήταν αντιχουντικοί, ήταν τραγικό. Την χούντα τα λούμπεν στοιχεία τα εντελώς λαϊκά στοιχεία την έθρεψε, το πιο αδύνατο κομμάτι του λαού ήταν με τη Χούντα. Και τις τελευταίες μέρες όλοι την έβριζαν. Τώρα, το όνομα του Καραμανλή δεν μας παραξένεψε, βέβαια είχαν αλλάξει και πολλά, είχε πάει στη Γαλλία, είχε λιγότερες πιέσεις πια και έκανε ορισμένα για την Ελλάδα πράγματα, αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις θα λεγα. Βασιλικός ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ιδεολόγος βασιλικός, πίστευε στο θεσμό της βασιλείας, ο Καραμανλής όχι, μπορεί να ‘ταν αυταρχικός, αλλά σίγουρα δεν ήθελα άλλον πάνω από το κεφάλι του. Θέλω να το τονίσω όμως πως στη Χούντα ο κόσμος έφαγε ξύλο, πολύ ξύλο. Μετά τη Χούντα το ερώτημα που κυριάρχησε ήταν How much? Όλα βασίστηκαν στο πόσα χρήματα βγάζεις. Τα πρώτα χρόνια μετά τον Αριώνα ασχολήθηκα από το ’74-’77 με την ηθοποιία. Εκεί είδα πόσα ψώνια υπάρχουν και ένιωσα πως δεν προσφέρω τίποτα κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έκανα εκπτώσεις, λάθος ίσως.
“Θυμάμαι ένα περιστατικό με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, ήταν άρρωστος τότε, ήμασταν σε γιορτή του ΣΕΗ, εγώ είχα κάνει ένα ντοκιμαντέρ για τον Κατράκη και του είπα: κύριε Ευαγγελάτο, δεν ξέρω τι θα πει η ιστορία για σας, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα σας επαινέσει γι’ αυτό: ότι δεν ευτελίσατε το θέατρο”
Γ: Μετά από 40 και κάτι χρόνια ως σκηνοθέτης πως βλέπετε το σύγχρονο κινηματογράφο;
Ξ: Στο κινηματογράφο βλέπω περίεργα πράγματα. Υπήρχαν καλοί σκηνοθέτες, οι προ-αγγελοπουλικοί ήταν καθαρά Ευρωπαίοι. Μετά οι σχεδόν μαζί με τον Αγγελόπουλο πχ ο Νικολαΐδης, πολύ καλός. Ο Αγγελόπουλος όμως είναι σκηνοθέτης-φιλόσοφος, ο Αγγελόπουλος δεν έκανε Ιστορία, Φιλοσοφία της Ιστορίας έκανε, έχει μεγάλη διαφορά. Στη νέα γενιά παρατηρώ το εξής, σίγουρα υπάρχουν και καλοί, αλλά και υπερτιμημένοι μερικοί και έχουν εμμονές σε κάποια θέματα που έχουν ειπωθεί. Δεν βλέπω την υπέρβαση. Μ’ αρέσει ο Οικονομίδης, είναι ένας μάστορας, τον χειροκρότησα τον συνεχάρηκα. Αλλά το ίδιο θέμα πάντα, ο ίδιος λούμπεν; Έχουμε λούμπεν, δεν έχουμε όμως τίποτα άλλο. Ξέρει κινηματογράφο, έχει αξία, όλες του οι ταινίες έχουν ραχοκοκαλιά. Όμως λουμπενοποιούμαστε, μπορεί να ‘ναι καημός του Γιάννη, αλλά θέλω και το παραπέρα. Σίγουρα όμως δεν είναι ρηχός, με αίμα τα λέει αυτά, τα κατακρίνει. Φοβάμαι ότι αυτοί που τα βλέπουν εθίζονται στο λούμπεν. Είναι, όμως, σκηνοθέτης δεν χωρά αμφιβολία!
Γ: Η διαδρομή σας στο Ραδιόφωνο;
Ξ: Ήμουν για κάποια χρόνια στο 902 μέχρι που μου έκαναν επαγγελματικό συμβόλαιο και έφυγα. Και παραιτήθηκα από το Κόμμα μετά, είπα θα μείνω οπαδός, δεν μπαίνω σε καλούπια εγώ. Στο 902 όταν πήγα είχαν φύγει κάποιοι για τον Συνασπισμό. Το ΚΚΕ όμως πρέπει να ανανεωθεί, να πει αυτά τα αριστερά. Τότε ήταν οι εποχές που η εξουσία έσφαζε, και τώρα σφάζει. Το ΚΚΕ δεν πρέπει να ναι σέχτα μασόνων (γέλια). Πάντα παραμένω οπαδός του, με το δικαίωμα, όπου νομίζω ότι κάνει λάθος να το λέω. Η καρδιά μου είναι εκεί, αλλά η ψυχή μου, το μυαλό μου δεν μπορεί να είναι. Εθελοντικά πήγα εκεί και έκανα πολλά πράγματα, έκανα ποιητικά κάθε βδομάδα, κι επειδή ήξερα τι θα τράβαγα… έκανα μόνο πεθαμένους. Θυμάμαι στη 1η εκπομπή μου έφεραν οι απέξω καμιά 30αρια βιβλία ποίησης, παιδιά τους λέω μόνο πεθαμένους, να κάνουν άλλοι τους ζωντανούς. Έκανα και παιδικά. Δεν αποκηρύσσω τίποτα, τα έκανα με γλύκα, γιατί τότε κινδύνευε η ύπαρξή του ΚΚΕ. Θέλω την ανανέωση του ΚΚΕ, να παραμείνει μαρξιστικό κόμμα, αλλά στα σημερινά δεδομένα. Οι παλιοί είχανε πιστεύω, αξίες, μπορεί να ήταν αγράμματοι αλλά έδωσαν τη ζωή τους, πολλοί όμως από τους νέους δεν βρίσκουν αλλού και πάνε. Δεν ασχολούμαι με την πολιτική, δεν θέλω.
“Επιμένω ότι δεν είμαι σταρ αλλά συνειδητοποιημένος αντιστάρ. Δεν μου λέει τίποτα το σταριλίκι εμένα!”
Γ: Ποια προσωπικότητα σας έχει σημαδέψει;
Ξ: Ο Μπέργκμαν! Ο Μπέργκαμαν για μένα είναι το Number One. Πρώτα είδα τη ΣΙΩΠΗ. Προσπαθούσα θυμάμαι μικρός στα 22 στα πρώτα 10 λεπτά να ερμηνεύσω τη ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΩΝ και λέω άσε Νίκο απόλαυσε το, αφήσου και ωωωω μαγεύτηκα, από το σύνολο, την αρμονία. Έτσι γίνεται το θέατρο και ο κινηματογράφος από το σύνολο των πραγμάτων. Γελάω καμιά φορά όταν ακούω στο θέατρο και το σινεμά, τι θέλει να πει; Τι θέλει να πει, αυτό που βλέπεις θέλει να πει, αν εσύ δεν το πιάσεις, ότι και να θέλει αυτός να πει, δεν πρόκειται να το δεις.
Γ: Είναι όμως και ίδιον του Έλληνα να εξηγεί το οτιδήποτε…
Ξ: Ο νεοέλληνας δεν έχει backround, οι Ευρωπαίοι έχουν backround μεγάλο. Εμείς οι νεοέλληνες ως κράτος είμαστε εντελώς νέοι. Ελπίζω πάντως να μη γελάσουμε του χρόνου. Φοβάμαι όμως, όπως και με την Ολυμπιάδα μας τότε. Τι γυφταριά ήταν εκείνα! Οι ολυμπιακοί αγώνες ήταν θρησκευτικοί αγώνες πρωτίστως, στον Ολύμπιο Δία, στο Θεό δηλαδή, τον δημιουργό του κόσμου. Πρέπει να μένουμε στην ουσία. Ελπίζω να μη δούμε ανάλογα καραγκιοζιλίκια. Το έθνος έκανε τον αγώνα του, αλλά οι Εγγλέζοι σε απελευθέρωσαν, οι Γάλλοι και οι άλλοι για τα λιμάνια σου, υποβαθμίζοντας την οθωμανική αυτοκρατορία για να πάρουν τα πετρέλαια που τα ξέρουν από τότε στην Μέση Ανατολή. Δεν ελευθερωθήκαμε μόνοι μας, μαθαίνουμε λάθος ιστορία. Ποιος ο λόγος τα παιδάκια να μαθαίνουν ότι μας απελευθέρωσαν μόνο ο Κολοκοτρώνης,ο Πετρόμπεης κ.α, οι ξένοι στο καθόρισαν πόσο θα είσαι. Εύχομαι, πραγματικά του χρόνου να μη δούμε ότι σύσσωμο το παπαδαριό βγήκε στους δρόμους! Ασφαλώς και πολέμησαν οι παπάδες κι οι οπλαρχηγοί, αλλά όχι όλοι. Πολέμησαν, αλλά θέλανε και τα δεδουλευμένα τους.
“Τα τελευταία 20 χρόνια επωλήθη τόσο φύκι και μεταξωτή κορδέλα στην Ελλάδα που αμφιβάλλω αν ποτέ άλλοτε έγινε τέτοιο πράγμα. Έλαμψε η ανοησία!”
Γ: Πως βλέπετε την κατάσταση των τελευταίων χρόνων;
Ξ: Σήμερα χρειάζονται επάλξεις, δυστυχώς είναι έρημες, εκτός από κάποιους ρομαντικούς. Θα χρειαστούν επάλξεις. Μας έχουν κλεισμένους από παντού, το ελληνικό πνεύμα είναι κυκλωμένο από τους ίδιους τους Έλληνες. Τα τελευταία 20 χρόνια επωλήθη τόσο φύκι και μεταξωτή κορδέλα στην Ελλάδα που αμφιβάλλω αν ποτέ άλλοτε έγινε τέτοιο πράγμα. Έλαμψε η ανοησία! Το κατακάθι ανέβηκε ψηλά. Έλαμψε η μετριότητα! Δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά παντού από το χώρο της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας, της τέχνης, παντού. Οι συμβιβασμένοι και οι έτοιμοι να υποταχθούν για να κρατήσουν τα οφίκια, η σάρα και η μάρα βρίσκονται στα ύψη. Ο Αγγελόπουλος δεν φώναζε τόσο πολύ, ούτε μίλαγε τόσο πολύ, μπορεί να έδινε κάποιες συνεντεύξεις. Μας έχουν φάει οι χρυσές μετριότητες. Το Κέντρο Κινηματογράφου σπατάλησε τόσα λεφτά σε μετριότητες και τους έκανε φίρμες και ύστερα χάθηκαν. Έδωσε όμως και στον Αγγελόπουλο, Κούνδουρο, Κακογιάννη και άλλους, άφησαν όμως έργο!
Γ: Πριν κλείσουμε να αναφερθούμε και στις τελευταίες σας δουλείες, αλλά και σε αυτές που έρχονται.
Ξ: Θα ξεκινήσω λίγο πιο πριν. Το ’90 περίπου βρέθηκα στον Περισσό, εκεί με βάλαν στο πολιτιστικό τμήμα της επιτροπής, ένα απλό μέλος. Καθοδηγητής από το πολιτικό γραφείο ήταν ο σημερινός γενικός γραμματέας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας. Εκεί έκανα πάρα πολύ καλές δουλειές εν είδει παραστάσεων, για τον Μπελογιάννη του Ρίτσου. Το 2007 μου ζήτησαν να κάνουμε μια γιορτή για τον Μπρέχτ, μάζεψα ηθοποιούς δικούς μου και μεγάλα ονόματα, αν και ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα μεγάλα ονόματα. Έκανα μια παράσταση για όλη τη ζωή του Μπρεχτ σε κείμενο της Μαρίας Καγιανάκη. Ο Νίκος Ζώγας έπαιζε τον Μπρεχτ, με συνοδεία πιάνου του Κώστα Ιγγλέζου. Υπόθεση: Ένας σκηνοθέτης μεγάλος, έχει ένα λαμπρό συνθέτη και μια τραγουδίστρια και σκέφτονται να ανεβάσουν κάτι για τον Μπρεχτ. Είχε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία, το έπαιξε πολλές φορές και το 902. Στα 90 χρόνια από την Επανάσταση μου ανέθεσαν να κάνω μια παράσταση για τον Γκόρκι και με τους ίδιους συντελεστές έκανα μια παράσταση πάνω κάτω στα ίδια πλαίσια, είχα μέσα σκηνές από 4 έργα του Γκόργκι. Μετά άρχισε το επαγγελματικό στο θέατρο. Ανέβασα στη Στοά των Αθανάτων ένα έργο για τον Μπρεχτ «Ο Θεός του πολέμου» με τον Τάκη Βαμβακίδη, τον Νίκο Παναγιωτούνη και Κυριακή Σωφρονίου τραγουδά και ο Βασίλης Λέκκας. Κάτι που επίσης θα ήθελα να θυμάμαι είναι μιά τριετία (2015-2018) που είχα αναλάβει την οργάνωση και διεύθυνση της θεατρικής ομάδας (ερασιτεχνικής) στο Στέκι Εργαζομένων Γαλατσίου. Ανεβάσαμε τέσσερα έργα των Βάρναλη, Ρίτσου, Διδώς Σωτηρίου και Αζιζ Νεσίν με αρκετή επιτυχία. Πιστεύω πως αν δεν σταματούσαμε, λόγω ενδογενών προβλημάτων,θα εξελισσόμασταν σε πολύ καλή ομάδα. Στο θέατρο Ελπίδας επίσης το 2017 το έργο ” Άλλος για την κάσα;”
Τα τελευταία χρόνια έχω άριστη σχέση με το Studio Κυψέλης και τον Γιώργο Λιβανό. Το 2019 ανέβασα τς “Σκιες Πολέμου” της Μαρίνας Σωτηροπούλου, ενώ φέτος τις “Νυχτερινές συνομιλίες”. Επίσης ετοιμάζουμε την παράσταση “Ματ στο χρόνο” της Μαρίνας Σωτηροπούλου. Θα αναφερθώ και σε μια ακόμη παράσταση που ετοιμάζω. Έχει τίτλο “Ενέχυρο” σε κείμενο του Ανδρέα Θανασούλα στο θέατρο λύχνος. Τέλος την άνοιξη του 2021 κάτι σχετικό με το 1821. Όλα αυτά, βέβαια, Κορωνοιού επιτρέποντος. Όσο μπορώ θα κάνω πράγματα. Αν δεν μπορώ να δημιουργήσω θα ήθελα να πεθάνω, δεν θα είχε νόημα. Αυτό ισχύει για τον οποιόνδηποτε άνθρωπο, να μπορείς να σχεδιάζεις έστω και ένα τριαντάφυλλο.
Γ: Κλείνοντας, τι θα θέλατε να προσθέσετε;
Ξ: Θα ήθελα να επισημάνω πως αυτό που με στοίχειωσε και ήταν το έναυσμα για να υπηρετήσω αυτό που έκανα, ήταν το ετήσιο πενθήμερο πανηγύρι από τις 19 ως τις 24 Αυγούστου στη Παναγιά την Προυσιώτισσα, την απόδοση στην Παναγιά γιορτάζουμε. Πολλές χιλιάδες προσκυνητές ερχόταν. Αυτό το πανηγύρι ήταν η αφορμή που έγινα καλλιτέχνης. Το πανηγύρι ως λαϊκό δρώμενο! Και παράλληλα με το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων που ήταν τότε πιο απλό αλλά ουσιαστικό, το ένιωθε ο κόσμος. Αυτό σημάδεψε την Τέχνη τη δική μου, της οποιάδηποτε αξίας. Η Τέχνη γίνεται για τον λαό με την ευρεία έννοια, όχι ταξικά μιλώντας. Η τέχνη είναι δρώμενο του λαού! Να υπάρχει ουσία!
Γ: Σας ευχαριστώ πολύ κ. Ξυθάλη
Ξ: Κι εγώ Γρηγόρη