Βρισκόμαστε ακόμα στη μέση μιας πρωτόγνωρης κατάστασης που έχει ανακόψει την πορεία της ζωής όπως την ξέραμε μέχρι τώρα. Μια από τις δυσάρεστες επιπτώσεις είναι το πλήγμα που έχει δεχτεί το θέατρο, η μουσική και οι τέχνες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Πολιτισμού μας. Ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει περιέλθει σε μια ξαφνική ασφυξία που είναι υποχρεωμένος να παλέψει ακόμα και για την επιβίωση του.

Σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τον Βασίλη Τσιγκριστάρη, που δέχτηκε να μιλήσει στο The Look.Gr και θα προσπαθήσουμε να τον εκθέσουμε ενώπιον σας, αν και δεν τον φοβάμαι αφού έχει εκτεθεί αρκετές φορές στο παρελθόν χωρίς φόβο, γιατί είναι πάντα σίγουρος γι’ αυτό που κάνει και το υποστηρίζει με απόλυτη επιτυχία.

Νέος, ωραίος, ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δικηγόρος, χορευτής (και capoeira), πάντα χαμογελαστός, ευγενικός, χαμηλών τόνων, επικοινωνιακός και κυρίως δείχνει να σέβεται και να υπολογίζει το κοινό του. Να μερικοί από τους λόγους (η σειρά είναι τυχαία) που θα θέλατε να μείνετε μαζί μας στην κουβέντα μας.

 

Βασίλη μου σ’ ευχαριστούμε που είσαι κοντά μας τις δύσκολες αυτές ώρες που περνάει το θέατρο και ο καλλιτεχνικός κόσμος και θα ξεκινήσω από το τέλος, μιας και η καραντίνα σε βρήκε να παίζεις σε τρεις διαφορετικές παραστάσεις. Ποια ήταν η πρώτη αντίδραση και τα συναισθήματα με μια τέτοια τροχοπέδη στην καλπάζουσα πορεία ενός καλλιτέχνη;

Ναι, ήταν μια ωραία χρονιά… Κοίτα, η δική μου πρώτη αντίδραση ήταν πάγωμα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Σαν να βλέπω τα πράγματα έξω από το σώμα μου. Ούτε καλά ούτε κακά συναισθήματα, απλά παρατηρούσα τι θα γίνει. Νομίζω ότι οι περισσότεροι αυτό πάθαμε. Και μετά φυσικά πέρασα από όλα τα περίεργα στάδια μέχρι την αποδοχή των γεγονότων. Άρνηση, θυμός, μανία, αποδοχή.  Για να μην τα παραλέω, βρήκα γρήγορα και το θετικό κομμάτι στις συνθήκες. Ήταν η ξεκούραση μετά από μια δύσκολη χρονιά. Δυστυχώς όμως εκεί τελειώνουν και τα θετικά.

 

Και αρχίζω από την «Μπομπονιέρα ή πώς έλυσα τα θέματα μου» σε κείμενο δικό σου και σκηνοθεσία του Μάνου Κανναβού, που την λάτρεψα και δεν πρόλαβα να δω για τρίτη φορά και να μου πεις ποια θεωρείς ότι είναι τα συστατικά που την έκαναν επιτυχημένη ακόμα και εισπρακτικά.

Νομίζω ότι ήταν ένα ωραίο κείμενο –εντάξει, τι να κάνω, ευλογώ τα γένια μου- που αναγνώστηκε με πολλή αγάπη από τον Μάνο Κανναβό και παρουσιάστηκε με φρεσκάδα, πολύ κέφι και πραγματική ειλικρίνεια προς το κοινό. Ίσως η επιτυχία ήταν η αλήθεια του στο σύνολο. Η αλήθεια των ηθοποιών (και η Κατερίνα Γεωργάκη και ο Τάσος Δέδες είναι φοβεροί, τώρα για μένα δεν μπορώ να πω), η αλήθεια της σκηνοθεσίας, η αλήθεια του κειμένου, το χιούμορ όλων μας. Αλλά και το ότι όλοι οι θεατές έφευγαν χαρούμενοι και ανακουφισμένοι. Η ανάταση είναι μεγάλο πράγμα!

«Μπομπονιέρα ή πώς έλυσα τα θέματα μου»

 

Είχαμε φυσικά και την χαρά να μας φιλοξενεί το Vault. Ο Δημήτρης ο Καρατζιάς και ο Μάνος ο Αντωνιάδης, που μας έκανε και τις μουσικές επιλογές της παράστασης, είναι δυο άνθρωποι που έφτιαξαν αυτόν τον χώρο με πολλή αγάπη και κάνουν πάντα ωραίες επιλογές έργων και παραστάσεων. Και μόνο λοιπόν η απόφασή τους να μας εντάξουν στο πρόγραμμά τους ήταν μια πολύ δυναμική αρχή για την «Μπομπονιέρα» μας.

 

Είχα γράψει και παλιότερα ότι η «Μπομπονιέρα» είναι ένα από τα ομορφότερα και απολαυστικότερα έργα που έχω δει τελευταία, με ειλικρίνεια και πίστη για τις ανθρώπινες σχέσεις. Πώς σου προέκυψε αυτό το σενάριο τελικά;

Προέκυψε σε μία πολύ δύσκολη για μένα εποχή. Ήμασταν μέσα στην «βαθιά» κρίση, ήμουν δύσκολα από δουλειά, άρτι χωρισμένος, χρειαζόμουν κάπως να δω τα πράγματα θετικά. Ήθελα να θυμηθώ την αισιοδοξία και ήθελα να φέρω όλα αυτά που αισθανόμουν «τούμπα». Έχω ξαναπεί ότι θέλω να κάνω τους άλλους να γελάνε γιατί ξέρω πώς είναι να μην γελάς. Μέσα σε αυτό το κείμενο, που τονίζω δεν είναι αυτοβιογραφικό, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει και στιγμές που έχω ζήσει. Και τελικά, αυτοί οι άνθρωποι που με βοήθησαν να ξεπεράσω την δύσκολη εποχή ήταν και αυτοί που έγιναν το αρχικό υλικό για το έργο.

 

«Μπομπονιέρα ή πώς έλυσα τα θέματα μου»

 

Έχεις ασχοληθεί συγγραφικά και παλαιότερα, με το θεατρικό «Θύμισε μου γιατί ήρθαμε εδώ», το «Amanda-The Musical», αλλά και με το σενάριο από το κινηματογραφικό «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Πώς προέκυψε αλήθεια και η συγγραφή πέρα από την υποκριτική;

Η συγγραφή με βρήκε, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι κάπως σαν να με κυνηγούσε. Σχεδόν κόντεψα να πιστέψω τον Κοέλιο. Πάντα έγραφα, αλλά ξέρεις, λίγο το άφηνα, πάντα είχα κάποια άλλη εκκρεμότητα… Από την στιγμή που ξεκίνησα να δουλεύω ως ηθοποιός, κάπου το 2012, έλεγα ότι θέλω να γράψω κάτι «για να παίξουμε». Η κομβική στιγμή είναι όταν συναντηθήκαμε με τον Σταμάτη τον Πατρώνη, αρχές του ’13, και μου είπε «γράψε κάτι και θα το ανεβάσουμε». Ήταν πολύ αποφασισμένος, οπότε μου δόθηκε κι εμένα ο λόγος που χρειαζόμουν για να γράψω. Χρειάζομαι στόχους. Έτσι, προέκυψε το «Θύμισέ μου γιατί ήρθαμε εδώ». Από εκεί, ο Βασίλης ο Μυριανθόπουλος μου πρότεινε να συνεργαστούμε στην «Ιοκάστη», ε, και το ένα έφερνε το άλλο. Μετά ήρθε το «Αμάντα» για την Κύπρο, έπειτα το «Damiens», μετά οι «Συμμαθητές 3». Πραγματικά η συγγραφή συνήθως με βρίσκει, χωρίς να την ψάχνω. Και είμαι ευλογημένος για αυτό.

«Θύμισε μου γιατί ήρθαμε εδώ»

 

Συγχρόνως με την Μπομπονιέρα σε είδαμε επί σκηνής και στην «Fuga… το μεγάλο κόλπο», σε έναν απολαυστικό ρόλο, που ήταν και το αλατοπίπερο στην διεφθαρμένη αυτή κωμωδία του του Jordi Galceran.

Το αλατοπίπερο, ε; Δεν ξέρω, πάντως ξέρω ότι εγώ πέρασα υπέροχα σε αυτή την δουλειά, και περνούσα τέλεια σε κάθε παράσταση. Ήταν με ωραίους συνεργάτες, είχε τόση ενέργεια! Ενέργεια, λέμε. Ιδρώτας. Είναι ωραίο αυτό. Ξεδίνεις. Και το κοινό ανταποκρίνεται πάντα.

«Fuga… το μεγάλο κόλπο»

 

Μας έχεις αποδείξει ότι δεν «φοβάσαι» ακόμα και πιο τολμηρούς ρόλους από την «Μπομπονιέρα» και την «Fuga», όπως «Υγρά μάτια», ή το “The Curing Room”, με την έκθεση σου στο κοινό όπως σε γέννησε η μαμά σου (γέλια) ακόμα και σε φωτογραφήσεις.

Εάν μιλάς για την σωματική γύμνια, είναι αστείο, γιατί είναι κάπως σαν προσωπικό στοίχημα. Ήμουν ντροπαλός άνθρωπος και πάντα προσπαθούσα να βάζω τα όρια πιο πέρα. Όχι, δεν με φοβίζει πια η έκθεση όχι του γυμνού σώματος, αλλά του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από αυτό. Γιατί εκεί είναι η έκθεση, αυτό είναι το θέατρο. Να εκθέτεις τον εαυτό σου. Πάντως ομολογώ ότι δεν θα έκανα εύκολα ξανά γυμνό στο θέατρο. Εννοείται εξαρτάται και από τις συνθήκες.

«Υγρά μάτια»

 

Ανάλυσε το μου λίγο αυτό γιατί έβαλα πολλά μεγάλα θέματα σε μια ερώτηση και κυρίως το «The Curing Room» μια παράσταση punch in the face του Δημήτρη Καρατζιά που μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες θεματικές και στις ψαγμένες αναγνώσεις έργων, όπως με το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Lars von Trier ή τον «Άνθρωπο ελέφαντα» του Bernard Pomerance.

Δεν μπορώ να αναλύσω πολλά, μόνο να σου πω ότι στο «The Curing Room» ο στόχος ήταν αυτό που θα λέγαμε «η γύμνια της ψυχής» κι ας ακούγεται βαρύ. Ήταν μεγάλη νίκη ότι κανείς φεύγοντας από το θέατρο δεν σχολίασε το γυμνό. Κανέναν δεν τον ένοιαξε και δεν τον σόκαρε αυτό. Κανέναν. Το γυμνό ήταν απλώς η συνθήκη για να χτίσει πάνω ο Δημήτρης με μαεστρία εφτά ολοκληρωμένους χαρακτήρες που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από το κοινό εκτεθειμένοι σε όλη τους την αλήθεια, σωματική και ψυχική. Είναι εξαιρετικός σαν δάσκαλος ο Δημήτρης στο να είναι ειλικρινείς και παρόντες οι ηθοποιοί του. Εξ ου και οι «ψαγμένες» αναγνώσεις έργων όπως λες.

«The Curing Room»

 

Σε πάω τώρα στην «Αρχή του Αρχιμήδη» του Josep Maria Mirό, που αν και δεν είχα την τύχη να σε δω σε αυτήν, την ανακάλυψα πολύ αργότερα στο «Skrow» με έναν άλλο θίασο. Μια παράσταση που μας φέρει αντιμέτωπους με ένα αριστοτεχνικά απλό δίλημμα και καλούμαστε να πάρουμε θέση, ή και όχι. Ποια ήταν η δική σου θέση μέσα από την εμπειρία σου ως εμπλεκόμενος υποκριτικά;

Κατ’αρχάς να πούμε ότι το έργο είναι εξαιρετικό, η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ εξίσου και ήταν μια πολύ καλή δουλειά και η πρώτη παράσταση, όπως άκουσα και για το ανέβασμα στο «Skrow», χωρίς δυστυχώς να έχω προλάβει να το δω (ακόμα). Η δική μου θέση ήταν διαφορετική από αυτή του ήρωά μου, του Έκτορ. Με τρομάζει όσο κι αυτόν το πόσο έρμαια της κοινωνίας, των απόψεων των άλλων και του φαίνεσθαι είμαστε. Αλλά στην δική μου προσωπική ανάγνωση δεν θα μπορούσα να κατηγορήσω τον Τζόρντι τόσο εύκολα. Πιστεύω πάντα στο καλό που υπάρχει μέσα στους ανθρώπους. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

«Αρχή του Αρχιμήδη»

 

«Θα έπρεπε να ξέρεις πως υπάρχουν κάποια πράγματα, που είναι προτιμότερο να μην τα κάνεις και πως αν τα κάνεις έχουν τις συνέπειες τους». Είναι μια φράση που λες μέσα από τον ρόλο του Έκτορ. Πώς αντιλαμβάνεται κανείς κατά την άποψη σου, ποια είναι αυτά τα πράγματα που πιθανώς να επιφέρουν μια τιμωρία;

Υπάρχουν πολλά απαγορευμένα. Τόσο νομικά, όσο και ηθικά. Δυστυχώς, οι απαγορεύσεις παίζουν βασικό ρόλο στην συνοχή και την δομή ενός κοινωνικού συνόλου. Υπάρχουν πράξεις που τιμωρούνται «υπό συνθήκες». Δυνητικά όλα μπορεί να απαγορευτούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραίτητα σωστό. Είδαμε πρόσφατα, επί καραντίνας, ότι μπορεί να τιμωρηθεί και μια απλή βόλτα «χωρίς λόγο». Για το ευρύτερο καλό και την συνοχή. Ακόμα πιο πέρα, δυστυχώς υπάρχουν πράξεις και πράγματα που τιμωρούνται από τον κόσμο που νιώθει «ηθικός», χωρίς να μπαίνει το Κράτος και το Δίκαιο στην μέση, πράγματα που σε άλλες συνθήκες δεν θα τιμωρούνταν. Και το τρομακτικό είναι όταν ο κόσμος θεωρεί την αυτοδικία δίκαιη. Όσο και να σε πνίγει το δίκιο, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να ξέρεις ότι «δεν μπορείς να πάρεις τον νόμο στα χέρια σου».

 

«Damiens Φουκώ/Χειμωνάς»

 

Και μιας και μιλάμε για τιμωρία νομίζω πως θα έχεις κάτι παραπάνω να μας πεις, ως εμπλεκόμενος και στην διασκευή του έργου του Κωνσταντίνου Χατζή «Damiens Φουκώ/Χειμωνάς», μια παράσταση για τηνιστορική πορεία της τιμωρίας.

Ουφ! Τώρα πάμε να το σοβαρέψουμε πολύ νομίζω, ε; Πολύ συνοπτικά θα πω ότι η τιμωρία (το τιμωρητικό σύστημα τελοσπάντων) αποσκοπεί σε δύο πράγματα βασικά : τον σωφρονισμό και την εκδίκηση, που έχει μέσα της και τον παραδειγματισμό. Η ιδέα του σωφρονισμού είναι μεταγενέστερη των εννοιών της εκδίκησης και του παραδειγματισμού. Και φυσικά η τιμωρία υπήρξε πάντα το μέσο για την επιβολή της οποιαδήποτε εξουσίας. Αυτό θα πω πάρα πολύ συνοπτικά για να μην σε κουράσω γιατί πραγματικά ο Foucault είχε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον φιλοσοφικό έργο πάνω σε αυτά, αλλά εν προκειμένω θα αναγκαζόμουν να πλατειάσω. Ταυτόχρονα όμως, τα κείμενα του Χειμωνά έδωσαν όλη την συναισθηματικότητα για να προκύψει τελικά ένας βαθιά συγκινητικός μονόλογος, που κάναμε μαζί με τον Κωνσταντίνο Χατζή. Το κείμενο αυτό έχει εκδοθεί κιόλας και είναι μια δουλειά για την οποία είμαι πραγματικά περήφανος.

«Damiens Φουκώ/Χειμωνάς»

 

Και για να σοβαρευτούμε ακόμα λίγο, πιστεύεις ότι όταν έχει δει κάποιος, ανεξαρτήτως φύλου, μια τέτοια φωτογράφηση σου, έρχεται να σε δει μόνο για την πλοκή του έργου, γιατί εγώ όχι!!!

(γέλια) Τι να πω, για ό,τι έρχεται κανείς στο θέατρο, καλό είναι. Το σημαντικό είναι να φεύγει με κάτι περισσότερο από αυτό. Νομίζω ότι το πετυχαίνω αυτό και θα σε ευχαριστήσω και για το κοπλιμέντο.

 

Θέλω να πάμε τώρα στη γλυκιά μας Κάρμεν Ρουγγέρη, αφού η τρίτη παράσταση που σε βρήκε στο σανίδι του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη ήταν ο «Θησέας και Μινώταυρος» σε σκηνοθεσία της ίδιας και της Χριστίνας Κουλουμπή.

Εντάξει, δεν χρειάζεται να πω πολλά. Περνάω ωραία, διασκεδάζουμε, τα έργα πραγματικά προσφέρουν στα παιδιά (και τους μεγάλους) γνώση και εικόνες. Έχουν αισθητική. Είμαστε ωραία ομάδα. Και η Κάρμεν και η Χριστίνα είναι εξαιρετικές στην δουλειά τους και αυτό το αποδεικνύουν κάθε χρόνο. Ομολογώ ότι ειδικά τον «Θησέα» τον αγάπησα λίγο παραπάνω από άλλα έργα, αλλά ίσως φταίει το ότι τελείωσε νωρίς και ελπίζω να συνεχίσει. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι σε αυτές τις παραστάσεις, η οπτική της Κάρμεν είναι πάντα γνήσια, πρωτότυπη και αληθινή. Είδες; Όλο για αλήθεια σου μιλάω σήμερα. Αλλά αυτό είναι για μένα το θέατρο. Η αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια ντυμένη με την «σατανική» φαντασία της Χριστίνας Κουλουμπή γίνεται μαγεία.

«Θησέας και Μινώταυρος»

 

Μετά από πιο «σκληρούς» ρόλους που έχεις ερμηνεύσει θα ήθελα να μου πεις την εμπειρία σου για τέτοιες παραστάσεις που απευθύνονται και στους μικρούς μας φίλους, αφού έχεις ξανασυνεργαστεί με την Κάρμεν Ρουγγέρη και την Χριστίνα Κουλουμπή στην «Αργοναυτική Εκστρατεία» και στην παράσταση «Η Γέννηση του Κόσμου και… Ιστορίες των Θεών του Ολύμπου».

Οι ρόλοι αυτοί έχουν το ίδιο βάθος όπως και αυτοί που λες «σκληροί» ρόλοι. Δεν είναι παιδικό θέατρο, αλλά θέατρο για παιδιά, όπως συνηθίζει να λέει η Κάρμεν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο το διασκεδάζω. Δεν είναι και λίγο να έχεις την ευκαιρία να παίζεις Θεούς και Μυθικούς Ήρωες. Για μένα, με την φαντασία που είχα πάντα σε τέτοια πράγματα, είναι ένα δώρο. Και είναι κάθαρση. Κι αυτό οφείλεται φυσικά και πάλι στους δημιουργούς, την Κάρμεν, την Χριστίνα, τον Πέτρο (σ.σ. Γάλλια).

Αργοναυτική Εκστρατεία»

 

Πληθώρα ρόλων λοιπόν στο θέατρο συμπεριλαμβανομένων έργων των Σοφοκλή, William Shakespeare, Luigi Pirandello, Maxim Gorky, Anton Chekhov και πολλών άλλων. Θα ήθελες να σταθείς σε κάποιο από αυτά;

Σε όλα και σε κανένα. Όλα υπήρξαν κομμάτι μου, δεν υπάρχει έργο που να μην έχω αγαπήσει ή ρόλος που να μην έχω αγαπήσει. Τότε δεν θα μπορούσα να ανέβω στην σκηνή να παίξω. Καθένα ξεχωριστά ήταν για μένα ένα μάθημα και νομίζω πως κάθε φορά, από την πιο «ασήμαντη» έως την πιο «σημαντική» παράσταση, βγαίνω λιγάκι καλύτερος.

 

Στον κινηματογράφο τώρα, μετά από μια σειρά ταινιών μικρού μήκους, έκανες αισθητή την παρουσία σου και σε ταινίες που έτυχαν διάκρισης, όπως το «Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια που απέσπασε το Βραβείο Κοινού Καλύτερης Ταινίας Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2016 και το «Τέλος χρόνου» του Νικόλα Πουρλιάρου με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Hellas Filmbox Berlin 2018. Εντυπώσεις και σχόλια ίσως;

Για το «Έτερος Εγώ», τι να πρωτοπώ; Ήταν μια ωραία στιγμή, μια τυχερή συνεργασία, μια ταινία που λάτρεψα. Ο Σωτήρης Τσαφούλιας το κάνει με τόση αγάπη όλο αυτό που δεν μπορώ πάρα να του βγάλω το καπέλο. Νομίζω για αυτό ήταν και τόσο καλή δουλειά. Είχε αγάπη πίσω της. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Ο Σωτήρης την πονούσε την ταινία, πονούσε κι εμάς. Και με τιμάει που με διάλεξε. Έκανε ό,τι μπορούσε για να είμαστε συνέχεια όσο πιο καλά γίνεται, δεν μας συμβαίνει συχνά αυτό στην Ελλάδα. Και όσον αφορά την υποκριτική, ήξερε πραγματικά να βγάλει τον καλύτερο εαυτό σου.

«Έτερος Εγώ»

 

Τώρα, το «Τέλος Χρόνου» ήταν μια διαφορετική συνθήκη, αλλά και πάλι έγινε με πολλή αγάπη. Είναι μια ταινία που θέλει να σε κάνει να αισθανθείς άβολα, να σε ταρακουνήσει. Ο Νικόλας με εμπιστεύτηκε απόλυτα, κι αυτός με μεγάλη αγάπη και σεβασμό, για κάτι πραγματικά δύσκολο. Και τον ευχαριστώ. Είμαι ο Χάρης, ένας άντρας που έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει και αφήνει τα τελευταία του βίντεο, μιλώντας άλλοτε σε συγκεκριμένους, άλλοτε σε αόριστους ανθρώπους. Νομίζω ότι με δυσκόλεψε αρκετά, αλλά απόλαυσα την κάθε στιγμή. Και όταν ανακοινώθηκαν τα βραβεία ένιωσα πραγματική δικαίωση.

Και οι δύο ταινίες βγήκαν την ίδια χρονιά, ε κι εγώ φούσκωσα λίγο παραπάνω από χαρά.

«Τέλος χρόνου»

 

Μια από τις μικρού μήκους ταινίες που πρωταγωνίστησες ήταν παρεμπιπτόντως και πάλι σε μια του Νικόλα Πουρλιάρου, το «Half Life» που είχε διακριθεί έξω, ενώ στην Ελλάδα σόκαρε και έφερε ποικίλες αντιδράσεις για το θέμα της.

Ναι, κι αυτή ήταν «δύσκολη» και «σκληρή» ταινία. Δεν μπορώ να πω πολλά. Να ξέρεις απλά ότι με είχε επηρεάσει κι εμένα πολύ. Προβάλλεται ακόμα στην Νορβηγία, ενώ πραγματικά έχει κάνει πολλούς γύρους στον κόσμο. Για τον Νικόλα, επαναλαμβάνω αυτά που είπα πριν. Η εμπιστοσύνη του με εξέπληξε και μου έδωσε δύναμη. Δεν θα πω περισσότερα, ίσως κάποια στιγμή καταφέρετε να το δείτε.

«Half Life»

 

Εγώ Βασίλη σε πρωτοείδα σε ένα μικρό ρόλο στην ταινία του Βασίλη Μυριανθόπουλου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» στης οποίας συμμετείχες και στο κινηματογραφικό σενάριο και θυμάμαι ότι γέλασα και πέρασα ευχάριστα. Για πες μου τι ήταν αυτό που δεν πήγε καλά και δεν έτυχε της αποδοχής κριτικών και μεγάλης μερίδας κοινού; Φταίει η σύγκριση με το ομώνυμο θεατρικό του Άκη Δήμου ή κάτι άλλο;

Νομίζω το ξέραμε, δυστυχώς η σύγκριση πάντα θα υπάρχει. Και μιλάμε για μία παράσταση με εξαιρετικούς ηθοποιούς που είχε δει πάρα πολύς κόσμος. Ομολογώ κι εγώ – την είδα τυχαία ξανά πρόσφατα – ότι πολλά πράγματα δεν πέρασαν. Και πιστεύω συνήθως ότι αυτά δυστυχώς είναι θέματα της σκηνοθεσίας. Αλλά ποτέ δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Δυστυχώς είχαμε και κάποια θέματα με τα δικαιώματα, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, οπότε σεναριακά άλλαξαν πράγματα που στέρησαν από το τελικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, να σημειώσω ότι η ταινία βγήκε πρώτη στις ελληνικές εκείνης της χρονιάς και φιγουράριζε για αρκετές εβδομάδες στην πρώτη θέση των εισπράξεων γενικά, οπότε εντάξει μια κάποια αποδοχή από το κοινό υπήρξε νομίζω.

«Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης»

 

Και μια και μιλάμε για κινηματογράφο, ξέρω ότι κοιμήθηκες στο «Χάος» των Αδελφών Ταβιάνι, ενώ εγώ στο «Στάλκερ» του Ταρκόβσκι. (Γέλια) Τι είδους ταινίες προτιμάς περισσότερο;

Όποιες ταινίες με ταξιδεύουν. Δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος. Απολαμβάνω εξίσου μια καλή κωμωδία όσο και ένα σινεφίλ εικαστικό έργο. Αρκεί να είναι καλό στο δικό μου κριτήριο και στο δικό μου αίσθημα. Τον κινηματογράφο τον αγαπάω σε όλες τις μορφές του και με έχει συντροφεύσει από παιδί με κάθε τρόπο.

 

Και αφού σου αρέσει και εσένα ο Jo Nesbø, πως θα σου φαινόταν η ιδέα να έπαιζες τον ρόλο του Clas Greve στους «Κυνηγούς κεφαλών» ή του Harry Hole στον «Χιονάνθρωπο»;

Αχ! Και οι δύο αυτοί ήρωες… Αχ και πάλι. Ναι, θα τρελαινόμουν εννοείται! (Σημειώνω ότι δεν έχω δει καμία από τις δύο ταινίες, αλλά έχω λατρέψει και τα δύο βιβλία)

 

Και φυσικά υπάρχει και αμφιλεγόμενη και πολυσηζυτημένη τηλεόραση που καλώς ή κακώς είναι το μέσον που κάνει ευρύτερα γνωστό έναν ηθοποιό. Για μίλησε μου γι’ αυτό, καθώς και για τον «Μένιο», που πρόσφατα γνώρισε ο κόσμος μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Έλα στη θέση μου».

Μωρέ, δεν χρειάζεται να είναι αμφιλεγόμενη. Όπως όλα τα πράγματα, μπορεί να γίνει και πολύ καλή και πολύ κακή. Είναι ένα μέσο που ως ηθοποιό σε φέρνει κοντά στο ευρύτερο κοινό και για μας είναι τρομερά χρήσιμη. Εγώ να ξέρεις την εκτιμάω σε πολλά πράγματα και πραγματικά πιστεύω στις σειρές μυθοπλασίας. Θα ήθελα να γράψω και μία, κάπως το σκέφτομαι. Τώρα τον «Μένιο» τον απολαμβάνω πολύ. Είναι απελευθερωτικό να είσαι ο κακός. Γενικά, όλη η παραγωγή, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί είναι σε τόσο καλό κλίμα που χαίρεσαι να είσαι εκεί. Πηγαίνω στα γυρίσματα με μεγάλο κέφι.

«Έλα στη θέση μου»

 

Σε έχουμε απολαύσει επίσης και σε κάποια μουσικά βιντεοκλίπ, όπως το «Όταν σου χορεύω» με την Ρένα Μόρφη, που θα μπορούσε να είναι το βιντεοκλίπ της χρονιάς με την υπέροχη vintage αισθητική και σενάριο παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Φαντάζομαι ότι μια τέτοια δουλειά θα ήταν συγχρόνως και απολαυστική.

(γέλια) Μα προφανώς! Ποιος δεν έχει ονειρευτεί να συμμετάσχει σε έναν καυγά τύπου «Ελληνικού Κινηματογράφου χρυσής εποχής»;! Αν και ήταν κουραστικά, είχαν πλάκα τα γυρίσματα, το σκηνοθέτησε ο Αντώνης ο Αγγελόπουλος, και να ξέρεις το τραγούδι αυτό της Ρένας Μόρφη (και φυσικά του Δεληβοριά) ακόμα μου φτιάχνει την διάθεση!!!

 

Θέλω πολύ να μου πεις πώς πέρασες αλυσοδεμένος στο βιντεοκλίπ των Sede Vacante «Shepherd And Lamb», όπου πραγματικά μου θύμισες τον Wolverine.

Wolverine, ε;; Μου αρέσουν οι σουπερήρωες! Ήταν η χρονιά που από το υπόγειο του Vault βρέθηκα στο υπόγειο του στούντιο για αυτό το τραγούδι. Μια παραγωγή από νέα παιδιά (η Midnight Pictures) και η Έλενα Κοντέλα που σκηνοθέτησε ξεπέρασαν εαυτόν. Να, ας πούμε, ένα τραγούδι που θεωρώ πολύ καλό κι ας μην είναι πια κοντά στα ακούσματά μου. Εντάξει, οι Sede Vacante είναι και αρκετά γνωστοί, ιδιαίτερα στο εξωτερικό.

 

Και να κλείσουμε αυτήν την όμορφη παρενθεσούλα με την χαρά του Fan club, Παπαρίζου-Τσιγκριστάρης… Ουάου, ζήλεψα τώρα (γέλια). Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία με την Έλενα Παπαρίζου να πλαισιώσεις το βιντεοκλιπάκι της στο «Μισή Καρδιά»;

Μου έστειλε μια φίλη, η Χαρά η Τσιώλη, απλά ένα μήνυμα θυμάμαι: «χορεύεις;» Ε, μετά γνωρίστηκα με τον Sherif Francis  που σκηνοθετούσε και μου είπε ότι με θέλουν και στην συνέχεια γνώρισα την Έλενα – τόσο συμπαθητικό και όμορφο πλάσμα – και πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ να χτυπιέμαι για αυτήν στον δρόμο. (γέλια)

 

Τελικά μετά από όλα αυτά θα έλεγε κανείς ότι δεν σου μένει καθόλου καιρός για ξεκούραση και διακοπές, όμως οι παπαράτσι μας έχουν δώσει δείγματα για το αντίθετο. Πότε απόλαυσες πραγματικά διακοπές και τι σημαίνει αυτό για σένα;

Έκανα κάποιες απροσδόκητες διακοπές τον Σεπτέμβριο που πέρασε που ήταν από τις πιο ωραίες της ζωής μου. Ίσως επειδή δεν ήταν οργανωμένες απο πριν. Πάντα όμως απολαμβάνω τις διακοπές, αλλά ναι, συνήθως από Σεπτέμβρη μέχρι Μάη, δεν έχω καθόλου χρόνο. Τα καλοκαίρια παίζεται… Φέτος, θα δούμε, είναι περίεργη και δύσκολη η χρονιά.

 

 

Μιλώντας για αυτό, ποια είναι η γνώμη σου για τον χειρισμό του Υπουργείου Πολιτισμού την κατάσταση των καλλιτεχνών στην δύσκολη αυτή συνθήκη του Κορωνοϊού;

Συνέβη κάτι καλό αυτές τις μέρες. Λίγο-πολύ συσπειρωθήκαμε. Ξέρεις, για καλλιτέχνες αυτό είναι δύσκολο πράγμα. (πάλι γέλια) Πάντως, σοβαρά τώρα, ακόμα και με τις τελευταίες ανακοινώσεις της Υπουργού, νομίζω ότι υπάρχουν πολλά θέματα να λυθούν. Δυστυχώς, δεν δόθηκε καμία ξεκάθαρη απάντηση και όπως καταλαβαίνεις πολλοί –ειδικά ηθοποιοί- έχουν μεγάλα προβλήματα βιοπορισμού. Όλοι έχουμε αγχωθεί με το ρευστό της κατάστασης. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί με τα μικρά θέατρα. Και γενικά δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Πώς θα έρθει ο κόσμος πάλι; Με το να γίνει όντως το Φεστιβάλ ή παραστάσεις σε δυο-τρία μεγάλα θέατρα (που φυσικά μακάρι να γίνουν, γιατί πρέπει να κινηθεί κάτι) δεν αναγεννάται το θέατρο. Και σκέψου και τους παραγωγούς, πώς θα πάρουν τέτοιο ρίσκο; Και με 40% πληρότητα, εάν και εφόσον. Δεν ξέρω, αναμένω πιο συγκεκριμένα πράγματα τις επόμενες μέρες. Όλοι μας.

 

Έχω την αίσθηση ότι υπήρξε πρόσφατα; μια έντονη αισθηματική περιπέτεια και επειδή φοβάμαι ότι δεν μπορείς να την διαψεύσεις γιατί έχεις αφήσει αρκετά ίχνη, θα ήταν καλύτερα να μου πεις πως και κατά πόσο επηρεάζει κάτι τέτοιο έναν καλλιτέχνη και συγκεκριμένα εσένα.

Αλήθεια; Ξέρεις κάτι; Τι εννοείς πρόσφατα; Να μου το πεις κι εμένα αν είναι! (γέλια) Σε κάθε περίπτωση ο έρωτας είναι ζωογόνος και δημιουργικός. Στο τέλος του περισσότερο. Στην αρχή του μπορεί και να χάνεσαι μέσα σε αυτόν.

 

Λένε ότι ένας δυνατός έρωτας είναι κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο. Θα ήθελες να ξαναβιώσεις κάτι τέτοιο, ώστε μέσα από την εμπειρία σου να το μετατρέψεις σε θετική ενέργεια;

Δεν θα ήθελα, δεν μπορεί να το θες αυτό το βασανιστήριο, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα ξανασυμβεί. Τέτοιος είμαι.

 

Πέρα από τον έρωτα όμως, υπάρχει και η φιλία, όπως και άλλων ειδών διαπροσωπικές σχέσεις. Πόσο σημαντικές είναι για σένα;

Τρομακτικά πολύ. Πάντα υπήρξαν πιο σημαντικές από τις ερωτικές σχέσεις μου τελικά. Γιατί οι φίλοι μου είναι οικογένεια. Και η οικογένειά μου φίλοι μου. Και απολαμβάνω τις παρέες των ανθρώπων.

 

Σε αυτήν την φωτογραφία, κάπου πήρε το μάτι μου τη λεζάντα «Αφήστε με εδώ». Ήταν το concept της φωτογράφησης ή παρέπεμπε σε κάτι ποιο συγκεκριμένο; (γέλια)

Μαζί και τα δύο. Χρειαζόμουν ξεκούραση εκείνη την εποχή. Τώρα μάλλον χρειάζομαι λίγη κούραση.

 

Και φτάνει τελικά η ανάγκη του αναγκαστικού εγκλεισμού για όλους μας. Πέραν του ότι χαζολόγησες χωρίς τύψεις και ενδοιασμούς όπως έχεις δηλώσει και κατά κάποιο τρόπο ξεκουράστηκες, ποιοι είναι οι πραγματικοί προβληματισμοί που γεννήθηκαν με αυτήν την κατάσταση και πως βλέπεις να εξελίσσονται τα πράγματα για σένα και το θέατρο;

Είναι κάτι που με τρομάζει, ειδικά τις τελευταίες μέρες. Δεν ξέρω ρε Γιάννη, δεν μπορώ να ξέρω. Κανείς, βασικά. Απλά μόλις ξεπεράσω το στάδιο του άγχους, θα προσπαθήσω να μείνω αισιόδοξος. Και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πράγματα θα προχωρήσουν. Έτσι είναι η ζωή.

 

Παραστάσεις που ήδη παιζόντουσαν, πιστεύεις ότι είναι εφικτό να συνεχιστούν αν και όταν;

Ε ναι, θέλω να το ελπίζω! Αλλά να δούμε πόσος καιρός θα μεσολαβήσει. Ας πούμε, η «Μπομπονιέρα», αν όλα πάνε καλά και δεν μας επιτεθούν και εξωγηίνοι, θέλουμε να συνεχίσει. Βασικά, και οι τρεις μου παραστάσεις μπορεί να συνεχιστούν, αλλά ίδωμεν.

 

Το κίνημα αυτό για την υποστήριξη του καλλιτεχνικού κόσμου πιστεύεις ότι μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα στο εγγύτερο μέλλον;

Κάποιο αποτέλεσμα θα φέρει. Το θέμα είναι να φέρει ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Πιστεύω πώς ναι, πάντως. Παρόλο που δεν το καταλαβαίνουμε, η αλληλεγγύη πάντα βοηθάει και πιέζει πράγματα.

 

Αν και θα μπορούσαμε να μιλάμε μαζί ατελείωτα, κάπου εδώ να κλείσουμε, αφού αρκετά σε εκθέσαμε πάλι και εύχομαι να βγαίνεις γερός από κάθε δοκιμασία σαν το τσιγκριστάρι (γέλια) και να τα ξαναπούμε σύντομα κάτω από καλύτερες συνθήκες.

Ναι, ναι, το τσιγκριστάρι. Το κόκκινο αυγό που σπάει όλα τα υπόλοιπα! Το ξέρεις κι αυτό, ε; Φοβερός! Το ελπίζω κι εγώ, Γιάννη και σε ευχαριστώ πολύ. Κυρίως για όλον αυτόν τον κόπο που έκανες να ψάξεις όλα αυτά τα πράγματα. Μου θύμισες κι εμένα πράγματα που σχεδόν είχα ξεχάσει. Εις το επανιδείν!

 

Βιωγραφικό Σημείωμα

Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Νομική Σχολή Αθηνών και στο «Θέατρο των αλλαγών», καθώς και θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει ασχοληθεί και με τον χορό. Από το 2013, οπότε και ξεκίνησε να εργάζεται ως ηθοποιός, έχει βρεθεί σε πολλές παραστάσεις, όπως «Υγρά Μάτια» του Κων. Παππά, «Damiens-Foucault/Χειμωνάς» σε διασκευή του ίδιου και του Κων. Χατζή, «Η αρχή του Αρχιμήδη» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, «Βάσσα Ζελεσνόβα» του Μαξίμ Γκόρκι, «Κοριολανός-Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «The Curing Room» του David Ian Lee, «Fuga» του Τζόρντι Γκαλθεράν, «Μπομπονιέρα» (του ίδιου) και αρκετές άλλες, σε κεντρικές θεατρικές σκηνές της Αθήνας και συνεργαζόμενος με σκηνοθέτες όπως ο Κωνσταντίνος Χατζής, ο Δημήτρης Καρατζιάς, ο Θοδωρής Βουρνάς, η Κάρμεν Ρουγγέρη, ο Σταμάτης Πατρώνης, ο Ένκε Φεζολλάρι και πολλούς άλλους. Ταυτόχρονα έχει συμμετάσχει πολύ και στον κινηματογράφο, που αγαπάει τρομερά, με ταινίες όπως το «Έτερος Εγώ», το «Τέλος Χρόνου» και το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», ενώ έχει παίξει και στην τηλεόραση, με βασικές τις εμφανίσεις του στους «Συμμαθητές 3» στον ΑΝΤ1 και στο «Έλα στη θέση μου» στον Alpha, που συνεχίζεται.

Έχει ασχοληθεί με επιτυχία και με την συγγραφή. Έργα του είναι η «Μπομπονιέρα», το «Αμάντα-The Musical», το «Θύμισέ μου γιατί ήρθαμε εδώ», το «Damiens» (σε συνεργασία με τον Κων. Χατζή), το «Scampi» και η κινηματογραφική διασκευή του «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» μαζί με τον Βασίλη Μυριανθόπουλο, ενώ ήταν και στην συγγραφική ομάδα των «Συμμαθητών» υπό την εποπτεία του Γιώργου Φειδά. Η πρώτη του σκηνοθεσία ήταν η παιδική παράσταση «Το Γιατί των παιδιών φέρνει την Ελπίδα» του Βαγγέλη Ηλιόπουλου το 2016-17 στο θέατρο Vault. Λατρεύει την μουσική, το τραγούδι και τον χορό.